Εκεί που οι σύγχρονοι αποτυγχάνουν, ένας και μόνο ένας πέτυχε [1]
Δυο χρόνια είχαν περάσει αφότου έφτασε ο Αλέξανδρος σ’ αυτές τις χώρες, κι άρχισε έργο, που όσο μεγαλύτερα και δυσαντιμετώπιστα προβλήματα γεννούσε, τόσο πληρέστερα έδειχνε πως ρίζωνε σε βάθος. Πολλοί κόποι χρειάστηκαν, και μέτρα αιματηρά, κι αγώνες αλλεπάλληλοι, κατά των λαών που κάθε τόσο ξαναξεσηκώνονταν, κατά των τοπαρχών, που αγέρωχα απ’ τα κάστρα τους αντιστέκονταν, πανωκεί στα ψηλά βουνά τους. Μα κάποτ’ οι λαοί δαμάστηκαν, κ’ οι ντόπιοι τους δυνάστες ταπεινώθηκαν, τα κάστρα τους γκρεμίστηκαν, κι όσοι υποτάχθηκαν συγχωρέθηκαν. Με το χτίσιμο, ύστερα, τόσων νέων πόλεων, δόθηκε βάση, ροπή, άξονας, σ’ εκείνη την ελληνιστική ζωή που σιγά-σιγά στο ρυθμό και τη δίνη της θα περέσερνε όλους αυτούς τους τόπους, κ’ εγκαθιδρύθηκε διοικητικό σύστημα κατάλληλο για την ιδιοσυστασία και τη στρατιωτική τους σημασία.
Τέλος, τη σφραγίδα του έβαλ’ ο γάμος ακριβώς του Μεγαλέξαντρου με την πανέμορφη κόρη του σοδγιανού πεχλιβάν, του Οξυάρτη, τη Ρωξάνη.
Κι αν η προσωπική συμπάθεια έφεγγε στην καταβολή του συνοικεσίου τούτου, πάντως και πράξη πολιτική συνιστούσε παραπέρα, σημάδι και φανέρωμα τροποντινά, υπόδειγμα ένωσης Ασίας κ’ Ευρώπης, που διάβλεψε και σιγά-σιγά ξεδίπλωνε, μες απ’ ό,τι έκανε ο Αλέξανδρος, συνεχώς παλεύοντας να το πραγματώση, σαν κατεξοχήν καρπό των νικών του κι όρο διάρκειας κάθε του έργου.
Αλλά το σκοπό αυτό, και τη διαρκώς αναπτυσσόμενη όλο κ’ ευρύτερα επιτέλεσή του, προσδιορίζουν κρίσιμες αντικειμενικές αναγκαιότητες. Τα ίδια τα συμβαλλόμενα, και σε σύγκραση τείνοντα κ’ εκ των πραγμάτων, από τη φύση τους ακριβώς και τη σχέση τους επιβάλλουν το τραχύτερο, πυκνότερο και βαρύτερο, λόγω αδρανών μέσα του, το ασιατικό, να κείται στη βάση, να προσελκυστή σαν πρώτη, κατ’ αρχήν ύλη.
Αν πράγματι σκόπευε η δυτική δύναμη όχι απλά να καθυποτάξη και να κυριαρχήση, παρά να κερδίση αλήθεια, να συνενώση ουσιαστικά τους ανατολικούς, τότ’ ο δρόμος αναγκαία πέρναγε απ’ την εξ αντικειμένου τούτη αναγνώριση κι υποδοχή σαν δεδομένων που κρατούν, αντιλήψεων, συνηθειών και προλήψεων ακόμα, των ανατολικών, αφού έτσι μόνο μπορούσαν όλοι αυτοί να μάθουν, να οικειωθούν, να καρπωθούν το δυτικό, μετέχοντας προοδευτικά στην ανεξάντλητη εκείνη ροπή ανάπτυξης των νικητών. Για τούτο κ’ η ασιατική ακολουθία, που μάζευε γύρα του ο Αλέξανδρος, και τα μηδίζοντα ρούχα, που φορούσε σαν έβγαζε την αρματωσιά του, και το εθιμοτυπικό εκείνο κ’ η τέτοια αίγλη της αυλής, που σαν περιβολή καθαυτό της Πολιτείας θέλει να τη βλέπη στον άρχοντά του ο ανατολίτης, μα κι ο μύθος, επιτέλους, της θείας τάχα καταγωγής του βασιλιά, που ο ίδιος όμως ο Αλέξανδρος με τους πιο δικούς του γι’ αστείο την είχαν αναμεταξύ τους.
[1] Ιωάννης Γουστάβος Ντρόυζεν, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μετάφραση Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, σ. 459-461, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
Δυο χρόνια είχαν περάσει αφότου έφτασε ο Αλέξανδρος σ’ αυτές τις χώρες, κι άρχισε έργο, που όσο μεγαλύτερα και δυσαντιμετώπιστα προβλήματα γεννούσε, τόσο πληρέστερα έδειχνε πως ρίζωνε σε βάθος. Πολλοί κόποι χρειάστηκαν, και μέτρα αιματηρά, κι αγώνες αλλεπάλληλοι, κατά των λαών που κάθε τόσο ξαναξεσηκώνονταν, κατά των τοπαρχών, που αγέρωχα απ’ τα κάστρα τους αντιστέκονταν, πανωκεί στα ψηλά βουνά τους. Μα κάποτ’ οι λαοί δαμάστηκαν, κ’ οι ντόπιοι τους δυνάστες ταπεινώθηκαν, τα κάστρα τους γκρεμίστηκαν, κι όσοι υποτάχθηκαν συγχωρέθηκαν. Με το χτίσιμο, ύστερα, τόσων νέων πόλεων, δόθηκε βάση, ροπή, άξονας, σ’ εκείνη την ελληνιστική ζωή που σιγά-σιγά στο ρυθμό και τη δίνη της θα περέσερνε όλους αυτούς τους τόπους, κ’ εγκαθιδρύθηκε διοικητικό σύστημα κατάλληλο για την ιδιοσυστασία και τη στρατιωτική τους σημασία.
Τέλος, τη σφραγίδα του έβαλ’ ο γάμος ακριβώς του Μεγαλέξαντρου με την πανέμορφη κόρη του σοδγιανού πεχλιβάν, του Οξυάρτη, τη Ρωξάνη.
Κι αν η προσωπική συμπάθεια έφεγγε στην καταβολή του συνοικεσίου τούτου, πάντως και πράξη πολιτική συνιστούσε παραπέρα, σημάδι και φανέρωμα τροποντινά, υπόδειγμα ένωσης Ασίας κ’ Ευρώπης, που διάβλεψε και σιγά-σιγά ξεδίπλωνε, μες απ’ ό,τι έκανε ο Αλέξανδρος, συνεχώς παλεύοντας να το πραγματώση, σαν κατεξοχήν καρπό των νικών του κι όρο διάρκειας κάθε του έργου.
Αλλά το σκοπό αυτό, και τη διαρκώς αναπτυσσόμενη όλο κ’ ευρύτερα επιτέλεσή του, προσδιορίζουν κρίσιμες αντικειμενικές αναγκαιότητες. Τα ίδια τα συμβαλλόμενα, και σε σύγκραση τείνοντα κ’ εκ των πραγμάτων, από τη φύση τους ακριβώς και τη σχέση τους επιβάλλουν το τραχύτερο, πυκνότερο και βαρύτερο, λόγω αδρανών μέσα του, το ασιατικό, να κείται στη βάση, να προσελκυστή σαν πρώτη, κατ’ αρχήν ύλη.
Αν πράγματι σκόπευε η δυτική δύναμη όχι απλά να καθυποτάξη και να κυριαρχήση, παρά να κερδίση αλήθεια, να συνενώση ουσιαστικά τους ανατολικούς, τότ’ ο δρόμος αναγκαία πέρναγε απ’ την εξ αντικειμένου τούτη αναγνώριση κι υποδοχή σαν δεδομένων που κρατούν, αντιλήψεων, συνηθειών και προλήψεων ακόμα, των ανατολικών, αφού έτσι μόνο μπορούσαν όλοι αυτοί να μάθουν, να οικειωθούν, να καρπωθούν το δυτικό, μετέχοντας προοδευτικά στην ανεξάντλητη εκείνη ροπή ανάπτυξης των νικητών. Για τούτο κ’ η ασιατική ακολουθία, που μάζευε γύρα του ο Αλέξανδρος, και τα μηδίζοντα ρούχα, που φορούσε σαν έβγαζε την αρματωσιά του, και το εθιμοτυπικό εκείνο κ’ η τέτοια αίγλη της αυλής, που σαν περιβολή καθαυτό της Πολιτείας θέλει να τη βλέπη στον άρχοντά του ο ανατολίτης, μα κι ο μύθος, επιτέλους, της θείας τάχα καταγωγής του βασιλιά, που ο ίδιος όμως ο Αλέξανδρος με τους πιο δικούς του γι’ αστείο την είχαν αναμεταξύ τους.
[1] Ιωάννης Γουστάβος Ντρόυζεν, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μετάφραση Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, σ. 459-461, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
* η συνέχεια στον ΔημοΔιδάσκαλο