Πολλές φορές, σκέφτομαι πως ακόμα κι αν δεν είχε ποτέ υπάρξει Χριστός, ακόμα και τότε ο κόσμος μας θα ήταν σήμερα χριστιανικός. Γιατί ; Μα απλούστατα, γιατί η στωική φιλοσοφία είχε προλειάνει επαρκώς το έδαφος, για να δεχτεί ο κόσμος το χριστιανικό μήνυμα. Για την ακρίβεια οι Στωικοί είχαν ήδη μετατρέψει την κοινωνία σε χριστιανική ή αν θέλετε είχαν μεταστρέψει τους παρακμιακούς πολίτες της απρόσωπης και διεφθαρμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ώριμους κοινωνούς των χριστιανικών αντιλήψεων. Ο κόσμος, με άλλα λόγια, μετατράπηκε σε χριστιανικό, πριν καλά, καλά εξαπλωθεί το μήνυμα του Χριστού, κι αυτό δεν θα μπορούσε να είχε γίνει παρά με θεία παρέμβαση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως στην στωική προσέγγιση της φιλοσοφίας το περίφημο, αλλά και αισιόδοξο, εξαιτίας της αποδιδόμενης ισοτιμίας στην σχέση θεών κι ανθρώπων, «συν Αθηνά και χείρα κίνει» είχε ήδη υποχωρήσει και αντικαθίσταται από την Επικτήτεια θέση περί προσομοιώσεως ζωής και θεατρικής παράστασης. «Να θυμάσαι» λέει ο Επίκτητος «ότι είσαι ηθοποιός δράματος, τη φύση του οποίου καθόρισε ο δάσκαλος. Αν το θέλησε σύντομο, τότε θα είναι σύντομο, αν το θέλησε μακρύ, θα είναι μακρύ. Αν επιθυμεί να υποδυθείς τον φτωχό, οφείλεις να τον υποδυθείς με επιδεξιότητα, όπως και τον χωλό, τον άρχοντα και τον απλό πολίτη. Γιατί αυτό είναι το καθήκον σου, να υποδύεσαι καλά το πρόσωπο που σου έχει ανατεθεί. Την επιλογή όμως δεν την κάνεις εσύ. Είναι δουλειά άλλου.»[1]. Στον Επίκτητο ο Θεός είναι ο δάσκαλος, ο άλλος κι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε απέναντι, σαν μαθητές κι οφείλουμε υπακοή. Εάν το κάνουμε – και αυτή θα είναι κι η μοναδική μας συμβολή, αλλά και ταυτόχρονα η μόνη μας ελευθερία – τότε η παράσταση της ζωής μας θα έχει επιτυχία, διαφορετικά, απλά το πέρασμά μας από τη ζωή θα είναι ανούσιο. Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής το «θέλω» υποτάσσεται στο «πρέπει» και αυτό το «πρέπει» το καθορίζει ο «δάσκαλος», που μόνο αυτός γνωρίζει το ωφέλιμο και το πραγματικό. Το έργο των Αποστόλων και των συνεχιστών τους, στην πραγματικότητα, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Το ήδη εύφορο έδαφος, η κοινωνία δηλαδή, διψούσε για τη ζωογόνο δύναμη που υπό την μορφή κηρύγματος αγάπης, αδελφοσύνης και ισότητας θα το καθιστούσε καρπερό.
Ιωάννης Λιάκουρας
Στοχασμοί στη φύση της ισότητας[2]
Ο Ρουσσώ συχνά απηχεί απόψεις των Στωικών από τους οποίους αναμφίβολα επηρεάστηκε. Βλέπει στη φιλαυτία μία από τις μεγαλύτερες πηγές δεινών. Προχωρεί, ωστόσο, και πιο πέρα από τους Στωικούς. Υπάρχει μια μακροσκελής ανάλυση της φιλαυτίας με στωικές και χριστιανικές αποχρώσεις, η οποία καταλήγει με την προτροπή να ξεφύγουμε εντελώς από την έγνοια που έχουμε για την καλή γώνμη των άλλων. Καλούμαστε να εξοβελίσουμε αυτή τη διάσταση του ανθρώπινου βίου που σχετίζεται με την αναζήτηση, τη δημιουργία και την απώλεια της φήμης. Η δημόσια εικόνα μας δεν θα πρέπει να μας απασχολεί. Ο Ρουσσώ συχνά δίνει την εντύπωση ότι υιοθετεί αυτήν τη συλλογιστική. Ειδικότερα, το ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την ακεραιότητά του μπροστά στην αδικαιολόγητη εχθρότητα και την συκοφαντία του κόσμου αποτελεί στοιχείο της δραματοποιημένης αυτοπαρουσίασης που επειχειρεί. Αλλά εάν στραφούμε στις απόψεις του σχετικά με την εν δυνάμει καλή κοινωνία, θα διαπιστώσουμε ότι η εκτίμηση διατηρεί εδώ ένα σημαντικό ρόλο και ότι οι άνθρωποι ζουν σε μεγάλο βαθμό υπό το δημόσιο βλέμμα. ... Σε ένα χωρίο των «Στοχασμών για την διακυβέρνηση της Πολωνίας» ο Ρουσσώ περιγράφει το πως φρόντισαν οι αρχαίοι νομοθέτες να φέρουν τους πολίτες κοντά στην πατρική γη. Ένα από τα μέσα που μετήλθαν για να επιτύχουν αυτή τη διασύνδεση ήταν και οι δημόσιοι αγώνες. Ο Ρουσσώ αναφέρεται στα βραβεία που δίνονταν στους νικητές των αθλητικών αγώνων στην αρχαία Ελλάδα, οι οποίοι στεφανώνονταν εν μέσω των χειροκροτημάτων των συμπολιτών τους. Έτσι, ανανεώνοντας συνεχώς το πνεύμα της άμιλλας και τη φιλοδοξία, έφεραν την ανδρεία και τις άλλες ελληνικές αρετές σε τέτοια ύψη που σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να τις θυμίζει ούτε στο ελάχιστο – κι αυτό είναι κάτι που οι σύγχρονοί μας αδυνατούν να το πιστέψουν.
Εδώ, η δόξα και η δημόσια αναγνώριση σημαίνουν πολλά. Και το γεγονός ότι είχαν σημασία απέβη ιδιαίτερα επωφελές. Εάν αυτό αληθεύει, τότε γιατί οι τιμές στη νεότερη εποχή κρίνονται αρνητικά ;
Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην ισότητα και συγκεκριμένα στην εξισορροπημένη αμοιβαιότητα που τη χαρακτηρίζει. ... Ο Ρουσσώ διατέινεται ότι το βασικό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εκδηλώσεων, αγώνων, εορτασμών και απαγγελιών που τις καθιστούσε πηγές αρετής και πατριωτισμού υπήρξε η πλήρης απουσία ταξικών διαφοροποιήσεων ή διακρίσεων μεταξύ των πολιτών. Όλα αυτά συνέβαιναν στο ύπαιθρο με τη συμμετοχή όλων. Οι άνθρωποι ήταν ταυτόχρονα θεατές και θέαμα. Και βέβαια στο χωρίο αυτό επισημαίνεται η αντίθεση με τις σύγχρονες θρησκευτικές τελετές που διεξάγονται μέσα σε κλειστούς ναούς και, το κυριότερο, με το σύγχρονο θέατρο που παρουσιάζεται κεκλεισμένων των θυρών σε όσους έχουν πληρώσει για την είσοδό τους και εκπροσωπείται από μια τάξη επαγγελματιών που ετοιμάζουν παραστάσεις για άλλους.
...
Αλλά ποιό θα είναι το αντικείμενο αυτών των θεαμάτων ; Ποιό το περιεχόμενό τους ; Κανένα, αν θέλετε. Εάν υπάρχει ελευθερία, όπου κυριαρχεί η αφθονία, θα κυριαρχεί και η ευζωία. Βάλτε ένα κοντάρι στεφανωμένο με λουλούδια στη μέση μιας πλατείας και έχετε μια γιορτή. Ή κάντε κάτι καλύτερο. Αφήστε τους θεατές να γίνουν οι ίδιοι θέαμα. Κάντε τους ηθοποιούς. Κάντε το ίδιο ώστε ο καθένας να βλέπει τον εαυτό του στους άλλους και να τον αγαπάει, και όλοι μαζί γίνονται ένα.[3]
[1] Εγχειρίδιο, κεφ. 17
[2] Τσάρλς Ταίηλορ, «Πολυπολιτισμικότητα», σ. 96-98, εκδόσεις Πόλις 1999.
[3] Lettre a d’ Alembert.