Η βλακεία των Δυτικών και ο ποταπός ρόλος της Τουρκίας στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο[1]
Τρεις, τουλάχιστον, μήνες μετά την οριστική λήψη της, οι συμμαχικές υπηρεσίες αγνοούσαν την απόφαση του Χίτλερ να επιτεθεί κατά της Σοβιετικής Ενώσεως. Δραματικά ελλειπής ήταν και η πληροφόρησή τους γύρω από τις μυστικές διμερείς διαβουλεύσεις ανάμεσα στη γερμανική και τις βαλκανικές κυβερνήσεις. Η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, πράγματι, ενώ εξακολουθητικά άφηναν τους Συμμάχους να ελπίζουν σε πιθανή συμπαράσταση, έδιναν παράλληλα ολοένα και ουσιαστικότερο περιεχόμενο στον μυστικό διάλογο με το Βερολίνο. Ο πρωθυπουργός Τσβέτκοβιτς έφθανε, κατά τη διμερή διάσκεψη στο Φουσλ – μέσα Φεβρουαρίου – να προτείνει τη συγκρότηση αντιβρετανικού μετώπου στα Βαλκάνια, ενώ η Άγκυρα καλλιεργούσε αθόρυβα το έδαφος για την αποφυγή κάθε εμπλοκής στην πολεμική διαμάχη: η τουρκοβουλγαρική συμφωνία μη επιθέσεως, στις 17 Φεβρουαρίου, μέσο για την εξυπηρέτηση της τακτικής αυτής, διευκόλυνε σημαντικά τα σχέδια του Άξονα. Παράλληλα, στις 8 Φεβρουαρίου, η Βουλγαρία είχε συνάψει με τη Γερμανία στρατιωτικό πρωτόκολλο που καθόριζε τη θέση της ενόψει της επικείμενης εισβολής της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. Οι πραγματικές προθέσεις των γειτονικών βαλκανικών κρατών έμελλαν τελικά να αποκαλυφθούν όταν θα δημοσιοποιούνταν οι διπλωματικές πράξεις που συνομολόγησαν με την κυβέρνηση του Τρίτου Ράιχ: 1η Μαρτίου και 25 Μαρτίου, προσχώρηση στο Τριμερές Σύμφωνο της Βουλγαρίας, αντίστοιχα, και της Γιουγκοσλαβίας, με αντάλλαγμα, στη δεύτερη περίπτωση, την επέκταση ως τον Θερμαϊκό κόλπο (!), 8 Ιουνίου, τουρκογερμανικό Σύμφωνο Φιλίας. Σύμπτωση μονιμότερων συμφερόντων ή μήπως, πιθανότερα, εκδήλωση βραχυπρόθεσμου καιροσκοπισμού ; Ή, ακόμη, ειδικό φαινόμενο κρατών, τα οποία, όπως χαρακτηριστικά επισήμαναν κύκλοι του Φόρεϊν Όφφις, «εν τη επιθυμία τους όπως αποφύγωσιν ενέργειαν ην η Γερμανία θα εθεώρει προκλητικήν, αδρανούσιν επί τοσούτω ώστε αι μεταγενέστεραι γερμανικαί πιέσεις ευρίσκουσι ταύτα ανίκανα προς άμυναν» ;
Στο μέτρο που γινόταν αντιληπτή, έστω και με αισθητή καθυστέρηση, η κατολίσθηση των βαλκανικών γειτόνων της Ελλάδας στη σφαίρα της άμεσης επιρροής της χιτλερικής Γερμανίας, οι συμμαχικές ελπίδες ολοένα και συρρικνώνονταν για να εντοπιστούν, στις παραμονές της γερμανικής εισβολής, σε μόνη την Τουρκία. «Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Τούρκοι θα πολεμήσουν και μάλιστα γενναία», είχε προαναγγείλει στα μέσα του 1940 ο Λόρδος Χάλιφαξ, υπουργός των Εξωτερικών σε μια εποχή που η πρόταξη από την Ελλάδα αποτελεσματικής άμυνας απέναντι σε ενδεχόμενη ιταλική επίθεση δεν θεωρούνταν από την κυβέρνησή του πολύ πιθανή. Σύμφωνα, μάλιστα, με την εκτίμηση του βρετανικού Γενικού Επιτελείου, το πρόβλημα ήταν η προσέλκυση της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας προς την πλευρά της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Τουρκίας (!) – που συνδέονταν ήδη με τους δεσμούς του Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας του 1939.
[1] Από την «Ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900-1945», του Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, σ. 292-293, Εστία 1992.