Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Πολιτική

Μακροστρατηγική[1]

Ο Μαρκ Γκρόσμαν, διπλωμάτης καριέρας, διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (1994-1997) και Υφυπουργός για ευρωπαϊκές υποθέσεις (2001-2005) υπό την ευθύνη του οποίου δρομολογήθηκε η τελευταία φάση του σχεδίου Ανάν. Για τον κύριο Γκρόσμαν υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο. Εναντίον του εκκρεμούν ισχυρισμοί και κατηγορίες, ότι την περίοδο που διετέλεσε Υφυπουργός (2001-2005) υπήρξε αποδέκτης τουλάχιστον 15.000 δολαρίων σε μετρητά υπό τη μορφή δωροδοκίας από την τουρκο-αμερικανική οργάνωση «Αμερικανο-Τουρκικό Συμβούλιο». Κατά τους ισχυρισμούς ο Γκρόσμαν συνεργάζετο με την τουρκική πρεσβεία και Τούρκους πράκτορες στην παροχή πληροφοριών για πυρηνικά ζητήματα, που κατέληγαν στην Τουρκία, το Πακιστάν και το Ισραήλ, σε ένα όργιο κατασκοπείας κατά των ΗΠΑ από τρεις κατά τα άλλα σύμμαχές της χώρες. Για το Γκρόσμαν ανοίχτηκε φάκελος από το αμερικανικό Εφ Μπι Άι, τα τηλέφωνά του παρακολουθούντο, και από τη διαδικασία αυτή προέκυψαν οι ισχυρισμοί εναντίον του αναφορικά με τη δωροδοκία. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει αλλά δεν φαίνεται και να προχωρεί. Η αμερικανική δικαιοσύνη έχει επιβάλει πρωτόγνωρα δικαστικά ασφαλιστικά μέτρα στον κύριο μάρτυρα, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» στην υπόθεση Γκρόσμαν.

Τίποτα από τα παραπάνω, ωστόσο, δεν σταμάτησαν τον κύριο Γκρόσμαν που εμφανίστηκε την επομένη του ταξιδιού της κυρίας Κλίντον στην Τουρκία, ως το κύριο πρόσωπο που παρείχε πληροφορίες στην εφημερίδα «Ουάσιγκτων Ποστ»[2]. Η εφημερίδα στο πρωτοσέλιδό της, εκθειάζει την Τουρκία και τη στρατηγική της σημασία για τις ΗΠΑ, στην προσπάθεια της τελευταίας να κερδίσει τον μουσουλμανικό κόσμο, να απεμπλακεί από το Αφγανιστάν, και να εκτονώσει την Μέση Ανατολή.

Αυτά που λέει ο κύριος Γκρόσμαν, σήμερα, ότι δηλαδή η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, τα έλεγε αυτολεξεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως Αμερικανός αξιωματούχος. Τα ίδια έλεγε και ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ[3] την ίδια ακριβώς περίοδο, και τα ίδια εκφώνησε ο πρόεδρος Κλίντον στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του 1999 στον πανηγυρικό του λόγο στην μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, όπου οι Τούρκοι τον χειροκροτούσαν επί ποδός για αρκετή ώρα[4].

Ωστόσο, οι σχέσεις ΗΠΑ – Άγκυρας δεν βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο λόγω και μόνο της σύμπλευσης συμφερόντων των δύο κρατών σε μία σειρά ζητημάτων. Θυμίζω ότι ο αντιαμερικανισμός και ο αντισημητισμός, που πάνε χέρι-χέρι, βρίσκεται στα ύψη στην Τουρκία. Και ότι τον Μάρτιο του 2003, οι σχέσεις ΗΠΑ – Άγκυρας ήταν στο ναδίρ, λόγω της άρνησης της τελευταίας να συνδράμει τη μεγάλη σύμμαχό της στην εισβολή στο Ιράκ[5].

Από τις αρχές του 1980, η τουρκική κυβέρνηση υλοποιεί, με την βοήθεια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, μια στρατηγική άλωσης και βραχυκύκλωσης όλων των κέντρων εξουσίας των ΗΠΑ, κυρίως μέσα στον Ουάσιγκτων, αλλά και έξω από αυτήν[6].

Είναι πράγματι εντυπωσιακό, ότι δεν υπάρχει think tank στην Ουάσιγκτων το οποίο ασχολείται με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, όπου δεν υπάρχει τουρκική παρουσία και πάμπολλα τουρκικά λεφτά. Πουθενά στην Ουάσιγκτων δεν λαμβάνει χώρα δραστηριότητα που να επηρεάζει τα τουρκικά συμφέροντα και να μην εμφανίζεται μια κουστωδία εργαλειακών επιστημόνων και «επαγγελματιών» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας για να τις ακυρώσει[7].

Αντίθετα, η παρουσία της Ελλάδας και της Κύπρου στα κέντρα εξουσίας στην Ουάσιγκτων είναι στην καλύτερη περίπτωση παθητική, αρκετές φορές αρνητική ενίοτε και γελοία. Στην γελοιότητα καταλήγουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, όταν συγχέουν την ουσία με την επίφαση και οι ηγεσίες των οποίων πιστεύουν ότι η προσωπική διπλωματία μπορεί να υποκαταστήσει θεσμικά κενά, ανικανότητες και τη συσσωρευμένη αξιοπιστία μιας υπερκομματικής στρατηγικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.

[1] Μάριου Ευρυβιάδη, Η διαχρονική συνέχεια της αμερικανικής μακροστρατηγικής, Γεωστρατηγική – Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, Σεπτέμβριος 2008 – Απρίλιος 2009, Τεύχη 15-16.
[2] Περιοδεία Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένης και της επίσκεψης στην Τουρκία, 8 Μαρτίου 2009.
[3] Σήμερα εκπρόσωπος του Ομπάμα για το Αφγανιστάν.
[4] Βλ. Μόρτον Αμπράμοβιτς, Η μεταμόρφωση της Τουρκίας και η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική (Νέα Υόρκη, the century foundation press, 2000), σελ. 153-184.
[5] Βλ. Ρόμπερτ Πόλλοκ, «ο ασθενής της Ευρώπης, πάλι – Ισλαμισμός και εθνικισμός προστίθενται στην αντιαμερικανική τρέλλα στην Τουρκία», Γουώλ Στρήτ Τζέρναλ, 16 Φεβρουαρίου 2005.
[6] Βλ. Σπύρου Βρυώνη, Τουρκικό κράτος και ιστορία: η Κλειώ συναντά τον γκρίζο λύκο, Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών, Αρ. 237, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 89-131.
[7] Τουρκικές χρηματοδοτήσεις συντηρούν ερευνητικά, δήθεν, προγράμματα όπως το Council of Foreign Relations, το RAND, το Brookings (αποδέκτης από το 2006 του ποσού των 650 χιλιάδων δολαρίων από την Τουρκία και με Τούρκο αντιπρόεδρο), το Carnegie Endowment, το Center for Strategic and International Studies – CSIS, το Hudson Institute, το Washington Institute for New East Policy, το Jamestown Foundation, το Eurasia Foundation, το German Marshall Fund of the US – GMFUS, το US Peace Institute, το Center for American Progress, το Middle East Progress, το The Center for a new American Security, το New America Foundation, το The Century Foundation, το Stanley Foundation, το Potogomac Institute, καθώς επίσης και άλλα που ασχολούνται με ζητήματα τρομοκρατίας και ενέργειας, των οποίων οι χρηματοδοτήσεις παραμένουν αδιαφανείς.