Η φθίνουσα ρώμη των Ελλήνων, οι ολιγάρχες, οι εθελόδουλοι στην υπηρεσία των ξένων αφεντάδων, αλλά και η μεγάλη ιδέα του εξαιρετικού προορισμού του ελληνικού έθνους, σε μια διαχρονική αλυσίδα αλληλοεπαναλαμβανόμενων επεισοδίων του παρελθόντος, του παρόντος και γιατί όχι και του άδηλου μέλλοντος της πολυτάραχης φυλής μας. Στεφανωμένη με δυσεπίλυτα προβλήματα η πολιτική, λαβυρινθώδης η ψυχοσύνθεση του Έλληνα, απρόβλεπτη, χαυνωτική κι εγερτική ταυτόχρονα. Τα διδάγματα του χθες, που δεν μετουσιώνονται σε πείρα, σκιαγραφούν την περιπέτεια του σήμερα.
Ι.Λ.
η φθίνουσα ελληνική οικουμένη[1]
Αφότου οι νίκες του Λύσανδρου σύντριψαν τη δύναμη των Αθηναίων, ο εξωτερικός κίνδυνος της ελληνικής οικουμένης από παντού ακατάπαυστα δυνάμωνε. Και ώρα μάλιστα, διασπασμένη σε κύκλους εντελώς χωρισμένους, έχανε παντού, σ' όλα της τα όρια, όλο και περισσότερο έδαφος: τους Έλληνες της Λιβύης τους είχαν συμπιέσει πέρ' απ' τη Σύρτη οι Καρχηδόνιοι (πούχανε πάρει και πάνω απ' το δυτικό μισό της Σικελίας), ενώ της Ιταλίας, σιγά-σιγά, καταπνίγηκαν από τα φύλα των Απεννίνων. Οι βάρβαροι του Κάτω Δούναβι, σπρωγμένοι κι αυτοί από τους Κέλτες, που αποκρούστηκαν στην Ιταλία, κινούνται πια κατά το νοτιά. Οι ελληνικές πόλεις βόρεια και δυτικά του Πόντου δύσκολα αντιστέκονται στους Τριβαλλούς, τους Γέτες και τους Σκύθες, και νοτιώτερα μεν η Ηράκλεια στυλώθηκε με την τυραννία κάποιου μαθητή του Πλάτωνα, μα οι άλλες ελληνικές πόλεις της Μικρασίας είν' υποτελείς του βασιλιά των Περσών και κυβερνιούνται από σατράπες του, δυνάστες, κ' εθελόδουλους ολιγαρχικούς, που τις εκμεταλλεύονται, ενώ και στα πλούσια κοντινά νησιά κυριαρχεί η περσική δύναμη, γιατ' η ελληνική θάλασσα δεν ανήκει πια στους Έλληνες. Η ανταλκίδεια ειρήνη έδωσε στα χέρια του πέρση βασιλιά και των οργάνων του μοχλό βαθύτερης κι όλο και πιο ριζικά προωθούμενης αποσύνθεσης του ελληνισμού, με τη μεθοδική συντήρηση κι ανάπτυξη των τόσο καλλιεργημένων άλλωστε κι από πριν αντιθέσεων των ηγεμονίδων ελληνικών πόλεων, ενώ τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα κρίνοντα' όλα εκεί, με προστάγματα του Μεγάλου Βασιλεώς, κ' εμπειροπόλεμες δυνάμεις Ελλήνων μαστεύει όσες θέλει ο ξένος κυριάρχος.[2]
[1] Johann Gustav Droysen, "Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου", σε μετάφραση των Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, τ. 1, σ. 27-28, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
[2] Ισοκάτης, Πανηγυρικός, IV, 124: "Μέγιστον δε των κακών, όταν υπέρ αυτής της δουλείας αναγκάζωνται συστρατεύεσθαι, και πολεμείν τοις ελευθέροις αξιούσιν είναι" και 125: "τον δε βάρβαρον τη των Ελλήνων ρώμη την αρχήν την αυτού κατασκευαζόμενον ;"