Δει δη χρημάτων[1]
Η μεγαλοσύνη στους λαούς δεν μετριέται με το στρέμμα, μας βεβαιώνει ο ποιητής. Το ίδιο ισχύει και για τα κράτη. Η ισχύς των δεν εξαρτάται από τα τετραγωνικά χιλιόμετρα της επιφάνειάς των. Όμως, η ειρήνη των, η ασφάλειά των και η ανεξαρτησία των στηρίζονται στα συναλλαγματικά αποθέματά των. Μέγιστος κίνδυνος για μια χώρα το εξωτερικό χρέος της. Δαμόκλειος σπάθη που απειλεί, συνεχώς, την ηρεμία της. Η Ελλάς, ρυμουλκήθηκε πριν από έναν, ακριβώς, αιώνα σε έναν ατυχή πόλεμο, επειδή είχε δημοσιονομικώς χρεωκοπήσει. Βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να καταβάλει τόκους και χρεωλύσια στους δανειστάς της.
Δυστυχώς επτωχεύσαμεν
Ο οκταετής αιματηρός αγώνας του Εικοσιένα, για την απόκτηση της πολυπόθητης ανεξαρτησίας, είχε ερημώσει τη χώρα. Για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, έπρεπε να γίνουν έργα δαπανηρά. Λιμάνια, δρόμοι, σχολικά και άλλα δημόσια κτίρια και αργότερα σιδηροδρομικό δίκτυο, αποξηραντικά έργα[2], η εκβάθυνση και γεφύρωση του Ευρίπου, η διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου κ.ά. Τα κρατικά έσοδα υπήρξαν παντοτε ανεπαρκή. Μόνη λύση ο δανεισμός από το εξωτερικό. Λύση επαχθής και βραχυπρόθεσμη. Κάθε χρόνο, οι κάτοχοι τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, απαιτούσαν την είσπραξη των αναλογούντων τόκων. Την δραματική κατάσταση της οικονομίας θα επιδεινώσει η επιστράτευση που κηρύττει ο Θ. Δηληγιάννης, το 1885, με αφορμή την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, από την Βουλγαρία. Επιστράτευση που θα αποδειχθεί άσκοπη. Η, από κοινού, δράση της Ελλάδος με την Σερβία, εναντίον της Βουλγαρίας δεν θα αποτολμηθεί. Η Σερβία θα εμπλακεί. Αντίθετα, η χειραγωγούμενη από τις «προστάτιδες δυνάμεις» Ελλάς θα υπαναχωρήσει. Στις 30 Οκτωβρίου 1893, ο Χαρίλαος Τρικούπης σχηματίζει την έβδομη και τελευταίαν κυβέρνησίν του. Ο ίδιος κρατά το υπουργείον των Οικονομικών. Σαράντα ημέρες αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου, θα ενημερώσει την Βουλή, για την αδυναμία καταβολής των τόκων, στους δανειστάς. Το κράτος είχε πτωχεύσει.
Η γερμανική τορπίλλη
Το κύρος του Τρικούπη στο εξωτερικό, είναι τόσο μεγάλο, ώστε οι κεφαλαιούχοι δέχονται να διαπραγματευτούν νέους όρους, για την εξόφληση των δανείων. Οι διαπραγματεύσεις αρχίζουν τον Φεβρουάριο του 1894. Όλα βαίνουν καλώς. Επέρχεται κατ’ αρχήν συμφωνία. Τον Ιούλιον, όμως, η συμφωνία αυτή θα τορπιλλισθεί με πρωτοβουλία των Γερμανών κατόχων ελληνικών χρεωγράφων. Οι Αγγλογάλλοι τους ακολουθούν. Οι εγγυήσεις τις οποίες ζητούν ισοδυναμούν με την επιβολήν οικονομικού ελέγχου. Απώτερος στόχος η πολιτική διείσδυση στην χώρα, με Δούρειον Ίππον τον δανεισμόν. Χαρακτηριστική είναι μία επιστολή ομογενούς τραπεζίτου, εγκατεστημένου στο Παρίσι, με ημερομηνία 13/01/1894. Καταστρώνει σχέδιο «το οποίον θα επιτρέψει στον βασιλέα Γεώργιον να αποπέμψει τον Χαρίλαον Τρικούπην»[3].
Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις θα προστατεύσουν τα συμφέροντα των υπηκόων των που είναι κομισταί τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Ασφαλέστερος τρόπος, ο εξαναγκασμός της Ελλάδος να δεχθεί διεθνή οικονομικόν έλεγχον. Δεν θα διστάσουν να την παρασύρουν σε πολεμική περιπέτειαν. Υπολογίζουν ότι όταν θα σιγήσουν τα πυροβόλα, εξουθενωμένη οικονομικώς η μικρή Χώρα, θα αναγκασθεί να ζητήσει την βοήθειά τους και να υποκύψει στους όρους τους.
«Ανθ’ ημών Γουλιμής»
Στις εκλογές της 16ης Απριλίου 1895 το κόμμα του Τρικούπη θα υποστεί πανωλεθρίαν. Ο ίδιος, για δύο μόνον ψήφους, δεν θα εκλεγεί βουλευτής. Θα εγκαταλέιψει τον όπον και την πολιτικήν. Το πρώτον βήμα έχει γίνει. Ο μόνο ηγέτης που θα μπορούσε να συγκρατήσει την Χώρα στο χείλος κυριολεκτικά του κρημνού, ώστε να μην παρασυρθεί στην επικίνδυνη περιπέτεια που άλλοι σχεδίασαν σε βάρος της, έχει φύγει από την μέση.
* η συνέχεια στον ΔημοΔιδάσκαλο
[1] Ιωάννη Μπακούρου, «Ιχνηλατώντας το Χθες», σ. 64-66, εκδόσεις Εθνικών Επάλξεων Σ.Ε.ΕΘ.Α.
[2] Κωπαΐς
[3] Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, ΟΕΔΒ, Γ΄ Λυκείου, τ. Β΄, 5η έκδοση, σ. 272.
Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010
από την εθνική μας παλιγγενεσία
Έλληνες και Ξένοι την περίοδο του Αγώνα[1]
Οι Έλληνες πίστευαν πως … οι ξένοι δεν πρόσφεραν καμιά υπηρεσία στην Επανάσταση. Ο Lieber καταγράφει στο χρονικό του τις παρατηρήσεις ενός Έλληνα στη Μασσαλία : "Μόνο όσοι Ευρωπαίοι ξέρουν πραγματικά από πόλεμο και μάλιστα από μικροπόλεμο βουνίσιο[2] μπορούν να ωφελήσουν. Οι άλλοι είναι άχρηστοι. Δεν υπάρχει έλλειψη χεριών". Εκείνοι που ταξίδεψαν καταλάβαιναν πως αυτός ο άνθρωπος έβλεπε σωστά. Είναι μεγάλο λάθος να επιδιώξουμε και να επιβάλουμε σ’ αυτό το συγκεκριμένο πόλεμο, σ’ αυτό το λαό, ευρωπαϊκή στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία.
Την ψυχολογία των απογοητευμένων εθελοντών εξεικονίζει η αφήγηση του Γερμανού ανθυπολοχαγού Ferdinand von Kiesewetter. Παραπονείται αδιάκοπα : «Δεν μας έδωσαν τίποτα. Ούτε τους μανδύες που μας έταξαν. Από χρήματα μόνο το ένα έκτο. Ύστερα τίποτα. Έπρεπε να φύγουμε. Αλλά ήταν πια αργά. Και υποταχθήκαμε στη μοίρα μας. Δεν πολεμούσαμε πια από αγάπη στο ελληνικό έθνος, αλλά για την τιμή μας και την αυτοσυντήρησή μας. Όλος ο ενθουσιασμός μας για την ελληνική υπόθεση εξατμίσθηκε. Στον Έλληνα δεν βλέπαμε πια τον αληθινό πατριώτη, που πάνω από όλα τοποθετούσε την πατρίδα του, αλλά τον ύπουλο ληστή».
Οι απογοητεύσεις καλλιεργούσαν την εμπάθεια και οδηγούσαν σε επιπόλαιες κρίσεις. Οι Έλληνες, γράφει ο Kiesewetter, έχουν μια έκφραση κακίας στο πρόσωπο, πολύ ενοχλητική. Φαίνεται πως αυτή η έκφραση είναι εθνικό τους χαρακτηριστικό».
…
O William Parry, απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και φίλος του λόρδου Byron στο Μεσολόγγι, επισημαίνει τα αίτια της δυσαρέσκειας των Ελλήνων και του κακού τέλους των περισσοτέρων εθελοντών : «Η γενική αποδιοργάνωση, το χάος και η οικονομική αθλιότητα, η απουσία κεντρικού κυβερνητικό που οργάνου και μέσων για τη χρηματοδότηση του πολέμου δεν ευνοούσαν την επιβίωση ενός στρατιωτικού σώματος Φιλελλήνων. Έτσι, όλοι οι ξένοι που ήρθαν στην Ελλάδα, έπρεπε, για να συντηρηθούν, να καταπιέζουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο τους κατοίκους. Αλλά, επειδή οι Έλληνες δεν αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό για να υποταχθούν σε άλλον, σημειώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις, έγιναν φιλονεικίες, εκδηλώθηκε αντίσταση.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», σ. 104 επ., εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
[2] Το είδος του πολέμου που σήμερα αναφέρεται με τον όρο «ανταρτοπόλεμος».
Οι Έλληνες πίστευαν πως … οι ξένοι δεν πρόσφεραν καμιά υπηρεσία στην Επανάσταση. Ο Lieber καταγράφει στο χρονικό του τις παρατηρήσεις ενός Έλληνα στη Μασσαλία : "Μόνο όσοι Ευρωπαίοι ξέρουν πραγματικά από πόλεμο και μάλιστα από μικροπόλεμο βουνίσιο[2] μπορούν να ωφελήσουν. Οι άλλοι είναι άχρηστοι. Δεν υπάρχει έλλειψη χεριών". Εκείνοι που ταξίδεψαν καταλάβαιναν πως αυτός ο άνθρωπος έβλεπε σωστά. Είναι μεγάλο λάθος να επιδιώξουμε και να επιβάλουμε σ’ αυτό το συγκεκριμένο πόλεμο, σ’ αυτό το λαό, ευρωπαϊκή στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία.
Την ψυχολογία των απογοητευμένων εθελοντών εξεικονίζει η αφήγηση του Γερμανού ανθυπολοχαγού Ferdinand von Kiesewetter. Παραπονείται αδιάκοπα : «Δεν μας έδωσαν τίποτα. Ούτε τους μανδύες που μας έταξαν. Από χρήματα μόνο το ένα έκτο. Ύστερα τίποτα. Έπρεπε να φύγουμε. Αλλά ήταν πια αργά. Και υποταχθήκαμε στη μοίρα μας. Δεν πολεμούσαμε πια από αγάπη στο ελληνικό έθνος, αλλά για την τιμή μας και την αυτοσυντήρησή μας. Όλος ο ενθουσιασμός μας για την ελληνική υπόθεση εξατμίσθηκε. Στον Έλληνα δεν βλέπαμε πια τον αληθινό πατριώτη, που πάνω από όλα τοποθετούσε την πατρίδα του, αλλά τον ύπουλο ληστή».
Οι απογοητεύσεις καλλιεργούσαν την εμπάθεια και οδηγούσαν σε επιπόλαιες κρίσεις. Οι Έλληνες, γράφει ο Kiesewetter, έχουν μια έκφραση κακίας στο πρόσωπο, πολύ ενοχλητική. Φαίνεται πως αυτή η έκφραση είναι εθνικό τους χαρακτηριστικό».
…
O William Parry, απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και φίλος του λόρδου Byron στο Μεσολόγγι, επισημαίνει τα αίτια της δυσαρέσκειας των Ελλήνων και του κακού τέλους των περισσοτέρων εθελοντών : «Η γενική αποδιοργάνωση, το χάος και η οικονομική αθλιότητα, η απουσία κεντρικού κυβερνητικό που οργάνου και μέσων για τη χρηματοδότηση του πολέμου δεν ευνοούσαν την επιβίωση ενός στρατιωτικού σώματος Φιλελλήνων. Έτσι, όλοι οι ξένοι που ήρθαν στην Ελλάδα, έπρεπε, για να συντηρηθούν, να καταπιέζουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο τους κατοίκους. Αλλά, επειδή οι Έλληνες δεν αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό για να υποταχθούν σε άλλον, σημειώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις, έγιναν φιλονεικίες, εκδηλώθηκε αντίσταση.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», σ. 104 επ., εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
[2] Το είδος του πολέμου που σήμερα αναφέρεται με τον όρο «ανταρτοπόλεμος».
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010
παλαιοΟθωμανικά
Ελλήνων πάθη[1]
Τον καιρό του Σουλεϊμάν του Μεγάλου, ο Αφέντης του κόσμου και σκιά του Θεού στη γη, θέλοντας ν’ ανακατωθεί γερά στα πράγματα της Ευρώπης και να τη βάλει στο χέρι, βοηθούσε τον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας ενάντια στον Κάρολο Ε΄ της Γερμανίας. Και τούτος, για να ξαλαφρώσει τη θέση του, έκαμε περισπασμό στην Ελλάδα. Ο Γενοβέζος ναύαρχος Αντρέας Ντόρια διορίστηκε γι’ αυτή την επιχείρηση. Κατεβαίνοντας στη Μεσόγειο – 1532 – και ξεσηκώνοντας τους Έλληνες πήρε, με τη βοήθειά τους, το κάστρο της Κορώνης, την Πάτρα και τον Ψαθόπυργο. Μ’ όλο που οι μιστοφόροι του δε φέρθηκαν καλύτερα στους πληθυσμούς από τους Τούρκους, ο Μοριάς, όλος ανάστατος, έσφαζε τις φρουρές των απίστων. Μέσα σ’ αυτούς τους ρέμπελους λένε και τους πρώτους Κολοκοτρωναίους. Κατοικούσαν στο Ρουπάκι, κοντά στα καλύβια του Τουρκολέγα σην επαρχία Λιονταριού της Αρκαδίας. Λεγόντουσαν Τσεργίνηδες. Ο ναύαρχος Ντόρια είχε πολύ περίεγους τρόπους να δείχνει την ευγνωμοσύνη του. Για να ευχαριστήσει του Μοραΐτες για τη βοήθεια που τούδωσαν, άρχισε κουβέντες με τους ιππότες της Ρόδου, να τους δώσει τα μέρη πούχε πάρει μαζί τους. Ακολούθησε όμως κάτι ακόμα χειρότερο : Πλάκωσε στο Μοριά η αρμάδα με το Λουτφούμπεη. Ο ναύαρχος τόστριψε, και καθώς δεν μπορούσε να πάρει όλους τους Έλληνες στα καράβια, για να πεθάνουν από πανούκλα, όπως έπαθαν οι Κορωνιοί που τον ακολούθησαν, τους άφησε στο έλεος του Θεού και των πασάδων. Τα τούρκικα φουσάτα στήσανε στρατόπεδο στην Ανδρούσα. Οι λίγοι Γερμανοί του Καρόλου του Ε΄ πολέμησαν, ορμώντας από το κάστρο της Κορώνης, μα στο τέλος νικήθηκαν κι αναγκάστηκαν να φύγουν από το Μοριά. Τί γίνηκε τότε, ο χρονογράφος του καιρού, με τη σπλαχνική συντομία του, δε μας δίνει καμία ιδέα : «Οι Τούρκοι επετέθησαν τοις παροικούσιν εν Πελοποννήσω και πολλούς μεν του ζην πολυτρόπως απήλλαξαν ουκ ολίγους δ’ εφυγάδευσαν, επανάστασιν υπό τούτων υποτοπάζοντες». Μπαίνοντας στο Λιοντάρι, στην καρδιά της Αρκαδίας, άπλωσαν, σ’ όλο το Μοριά, χέρι βαρύ, αλύπητης τιμωρίας. Έσφαζαν, λιάνιζαν κορμιά, παίδευαν, ξερίζωναν κοπαδιαστά τους ραγιάδες και τους παίρναν να τους πουλήσουν σκλάβους στα μακρινά παζάρια της Ανατολής. Κι ήτανε γλέντι του στρατού να μπαίνει στα χωριά, ερημωμένα, και να τα καίει. Οι κάμποι άδειασαν, κι αυτά τα πλάγια των βουνών, και μοναχά στα δάση τα ψηλότερα, σε ρεματιές και σε σπηλιές απόμερες κι απάτητες αποτριαβιόταν ο κοσμάκης να γλιτώσει. ... Ο τόπος είχε πέσει στην πιο βαθιά μιζέρια. Τέτοια ήταν η αναρχία που για να βρουν οι άνθρωποι λίγη ασφάλεια κι ανάπαψη έπρεπε να τρυπώσουν κάπου, να ζουν κρυμμένοι σαν αγρίμια.
[1] Σπύρου Μελά, «Ο Γέρος του Μωριά», σ. 20-21, εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957.
Τον καιρό του Σουλεϊμάν του Μεγάλου, ο Αφέντης του κόσμου και σκιά του Θεού στη γη, θέλοντας ν’ ανακατωθεί γερά στα πράγματα της Ευρώπης και να τη βάλει στο χέρι, βοηθούσε τον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας ενάντια στον Κάρολο Ε΄ της Γερμανίας. Και τούτος, για να ξαλαφρώσει τη θέση του, έκαμε περισπασμό στην Ελλάδα. Ο Γενοβέζος ναύαρχος Αντρέας Ντόρια διορίστηκε γι’ αυτή την επιχείρηση. Κατεβαίνοντας στη Μεσόγειο – 1532 – και ξεσηκώνοντας τους Έλληνες πήρε, με τη βοήθειά τους, το κάστρο της Κορώνης, την Πάτρα και τον Ψαθόπυργο. Μ’ όλο που οι μιστοφόροι του δε φέρθηκαν καλύτερα στους πληθυσμούς από τους Τούρκους, ο Μοριάς, όλος ανάστατος, έσφαζε τις φρουρές των απίστων. Μέσα σ’ αυτούς τους ρέμπελους λένε και τους πρώτους Κολοκοτρωναίους. Κατοικούσαν στο Ρουπάκι, κοντά στα καλύβια του Τουρκολέγα σην επαρχία Λιονταριού της Αρκαδίας. Λεγόντουσαν Τσεργίνηδες. Ο ναύαρχος Ντόρια είχε πολύ περίεγους τρόπους να δείχνει την ευγνωμοσύνη του. Για να ευχαριστήσει του Μοραΐτες για τη βοήθεια που τούδωσαν, άρχισε κουβέντες με τους ιππότες της Ρόδου, να τους δώσει τα μέρη πούχε πάρει μαζί τους. Ακολούθησε όμως κάτι ακόμα χειρότερο : Πλάκωσε στο Μοριά η αρμάδα με το Λουτφούμπεη. Ο ναύαρχος τόστριψε, και καθώς δεν μπορούσε να πάρει όλους τους Έλληνες στα καράβια, για να πεθάνουν από πανούκλα, όπως έπαθαν οι Κορωνιοί που τον ακολούθησαν, τους άφησε στο έλεος του Θεού και των πασάδων. Τα τούρκικα φουσάτα στήσανε στρατόπεδο στην Ανδρούσα. Οι λίγοι Γερμανοί του Καρόλου του Ε΄ πολέμησαν, ορμώντας από το κάστρο της Κορώνης, μα στο τέλος νικήθηκαν κι αναγκάστηκαν να φύγουν από το Μοριά. Τί γίνηκε τότε, ο χρονογράφος του καιρού, με τη σπλαχνική συντομία του, δε μας δίνει καμία ιδέα : «Οι Τούρκοι επετέθησαν τοις παροικούσιν εν Πελοποννήσω και πολλούς μεν του ζην πολυτρόπως απήλλαξαν ουκ ολίγους δ’ εφυγάδευσαν, επανάστασιν υπό τούτων υποτοπάζοντες». Μπαίνοντας στο Λιοντάρι, στην καρδιά της Αρκαδίας, άπλωσαν, σ’ όλο το Μοριά, χέρι βαρύ, αλύπητης τιμωρίας. Έσφαζαν, λιάνιζαν κορμιά, παίδευαν, ξερίζωναν κοπαδιαστά τους ραγιάδες και τους παίρναν να τους πουλήσουν σκλάβους στα μακρινά παζάρια της Ανατολής. Κι ήτανε γλέντι του στρατού να μπαίνει στα χωριά, ερημωμένα, και να τα καίει. Οι κάμποι άδειασαν, κι αυτά τα πλάγια των βουνών, και μοναχά στα δάση τα ψηλότερα, σε ρεματιές και σε σπηλιές απόμερες κι απάτητες αποτριαβιόταν ο κοσμάκης να γλιτώσει. ... Ο τόπος είχε πέσει στην πιο βαθιά μιζέρια. Τέτοια ήταν η αναρχία που για να βρουν οι άνθρωποι λίγη ασφάλεια κι ανάπαψη έπρεπε να τρυπώσουν κάπου, να ζουν κρυμμένοι σαν αγρίμια.
[1] Σπύρου Μελά, «Ο Γέρος του Μωριά», σ. 20-21, εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957.
Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010
Αφγανιστάν
Εκεί που οι σύγχρονοι αποτυγχάνουν, ένας και μόνο ένας πέτυχε [1]
Δυο χρόνια είχαν περάσει αφότου έφτασε ο Αλέξανδρος σ’ αυτές τις χώρες, κι άρχισε έργο, που όσο μεγαλύτερα και δυσαντιμετώπιστα προβλήματα γεννούσε, τόσο πληρέστερα έδειχνε πως ρίζωνε σε βάθος. Πολλοί κόποι χρειάστηκαν, και μέτρα αιματηρά, κι αγώνες αλλεπάλληλοι, κατά των λαών που κάθε τόσο ξαναξεσηκώνονταν, κατά των τοπαρχών, που αγέρωχα απ’ τα κάστρα τους αντιστέκονταν, πανωκεί στα ψηλά βουνά τους. Μα κάποτ’ οι λαοί δαμάστηκαν, κ’ οι ντόπιοι τους δυνάστες ταπεινώθηκαν, τα κάστρα τους γκρεμίστηκαν, κι όσοι υποτάχθηκαν συγχωρέθηκαν. Με το χτίσιμο, ύστερα, τόσων νέων πόλεων, δόθηκε βάση, ροπή, άξονας, σ’ εκείνη την ελληνιστική ζωή που σιγά-σιγά στο ρυθμό και τη δίνη της θα περέσερνε όλους αυτούς τους τόπους, κ’ εγκαθιδρύθηκε διοικητικό σύστημα κατάλληλο για την ιδιοσυστασία και τη στρατιωτική τους σημασία.
Τέλος, τη σφραγίδα του έβαλ’ ο γάμος ακριβώς του Μεγαλέξαντρου με την πανέμορφη κόρη του σοδγιανού πεχλιβάν, του Οξυάρτη, τη Ρωξάνη.
Κι αν η προσωπική συμπάθεια έφεγγε στην καταβολή του συνοικεσίου τούτου, πάντως και πράξη πολιτική συνιστούσε παραπέρα, σημάδι και φανέρωμα τροποντινά, υπόδειγμα ένωσης Ασίας κ’ Ευρώπης, που διάβλεψε και σιγά-σιγά ξεδίπλωνε, μες απ’ ό,τι έκανε ο Αλέξανδρος, συνεχώς παλεύοντας να το πραγματώση, σαν κατεξοχήν καρπό των νικών του κι όρο διάρκειας κάθε του έργου.
Αλλά το σκοπό αυτό, και τη διαρκώς αναπτυσσόμενη όλο κ’ ευρύτερα επιτέλεσή του, προσδιορίζουν κρίσιμες αντικειμενικές αναγκαιότητες. Τα ίδια τα συμβαλλόμενα, και σε σύγκραση τείνοντα κ’ εκ των πραγμάτων, από τη φύση τους ακριβώς και τη σχέση τους επιβάλλουν το τραχύτερο, πυκνότερο και βαρύτερο, λόγω αδρανών μέσα του, το ασιατικό, να κείται στη βάση, να προσελκυστή σαν πρώτη, κατ’ αρχήν ύλη.
Αν πράγματι σκόπευε η δυτική δύναμη όχι απλά να καθυποτάξη και να κυριαρχήση, παρά να κερδίση αλήθεια, να συνενώση ουσιαστικά τους ανατολικούς, τότ’ ο δρόμος αναγκαία πέρναγε απ’ την εξ αντικειμένου τούτη αναγνώριση κι υποδοχή σαν δεδομένων που κρατούν, αντιλήψεων, συνηθειών και προλήψεων ακόμα, των ανατολικών, αφού έτσι μόνο μπορούσαν όλοι αυτοί να μάθουν, να οικειωθούν, να καρπωθούν το δυτικό, μετέχοντας προοδευτικά στην ανεξάντλητη εκείνη ροπή ανάπτυξης των νικητών. Για τούτο κ’ η ασιατική ακολουθία, που μάζευε γύρα του ο Αλέξανδρος, και τα μηδίζοντα ρούχα, που φορούσε σαν έβγαζε την αρματωσιά του, και το εθιμοτυπικό εκείνο κ’ η τέτοια αίγλη της αυλής, που σαν περιβολή καθαυτό της Πολιτείας θέλει να τη βλέπη στον άρχοντά του ο ανατολίτης, μα κι ο μύθος, επιτέλους, της θείας τάχα καταγωγής του βασιλιά, που ο ίδιος όμως ο Αλέξανδρος με τους πιο δικούς του γι’ αστείο την είχαν αναμεταξύ τους.
[1] Ιωάννης Γουστάβος Ντρόυζεν, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μετάφραση Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, σ. 459-461, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
Δυο χρόνια είχαν περάσει αφότου έφτασε ο Αλέξανδρος σ’ αυτές τις χώρες, κι άρχισε έργο, που όσο μεγαλύτερα και δυσαντιμετώπιστα προβλήματα γεννούσε, τόσο πληρέστερα έδειχνε πως ρίζωνε σε βάθος. Πολλοί κόποι χρειάστηκαν, και μέτρα αιματηρά, κι αγώνες αλλεπάλληλοι, κατά των λαών που κάθε τόσο ξαναξεσηκώνονταν, κατά των τοπαρχών, που αγέρωχα απ’ τα κάστρα τους αντιστέκονταν, πανωκεί στα ψηλά βουνά τους. Μα κάποτ’ οι λαοί δαμάστηκαν, κ’ οι ντόπιοι τους δυνάστες ταπεινώθηκαν, τα κάστρα τους γκρεμίστηκαν, κι όσοι υποτάχθηκαν συγχωρέθηκαν. Με το χτίσιμο, ύστερα, τόσων νέων πόλεων, δόθηκε βάση, ροπή, άξονας, σ’ εκείνη την ελληνιστική ζωή που σιγά-σιγά στο ρυθμό και τη δίνη της θα περέσερνε όλους αυτούς τους τόπους, κ’ εγκαθιδρύθηκε διοικητικό σύστημα κατάλληλο για την ιδιοσυστασία και τη στρατιωτική τους σημασία.
Τέλος, τη σφραγίδα του έβαλ’ ο γάμος ακριβώς του Μεγαλέξαντρου με την πανέμορφη κόρη του σοδγιανού πεχλιβάν, του Οξυάρτη, τη Ρωξάνη.
Κι αν η προσωπική συμπάθεια έφεγγε στην καταβολή του συνοικεσίου τούτου, πάντως και πράξη πολιτική συνιστούσε παραπέρα, σημάδι και φανέρωμα τροποντινά, υπόδειγμα ένωσης Ασίας κ’ Ευρώπης, που διάβλεψε και σιγά-σιγά ξεδίπλωνε, μες απ’ ό,τι έκανε ο Αλέξανδρος, συνεχώς παλεύοντας να το πραγματώση, σαν κατεξοχήν καρπό των νικών του κι όρο διάρκειας κάθε του έργου.
Αλλά το σκοπό αυτό, και τη διαρκώς αναπτυσσόμενη όλο κ’ ευρύτερα επιτέλεσή του, προσδιορίζουν κρίσιμες αντικειμενικές αναγκαιότητες. Τα ίδια τα συμβαλλόμενα, και σε σύγκραση τείνοντα κ’ εκ των πραγμάτων, από τη φύση τους ακριβώς και τη σχέση τους επιβάλλουν το τραχύτερο, πυκνότερο και βαρύτερο, λόγω αδρανών μέσα του, το ασιατικό, να κείται στη βάση, να προσελκυστή σαν πρώτη, κατ’ αρχήν ύλη.
Αν πράγματι σκόπευε η δυτική δύναμη όχι απλά να καθυποτάξη και να κυριαρχήση, παρά να κερδίση αλήθεια, να συνενώση ουσιαστικά τους ανατολικούς, τότ’ ο δρόμος αναγκαία πέρναγε απ’ την εξ αντικειμένου τούτη αναγνώριση κι υποδοχή σαν δεδομένων που κρατούν, αντιλήψεων, συνηθειών και προλήψεων ακόμα, των ανατολικών, αφού έτσι μόνο μπορούσαν όλοι αυτοί να μάθουν, να οικειωθούν, να καρπωθούν το δυτικό, μετέχοντας προοδευτικά στην ανεξάντλητη εκείνη ροπή ανάπτυξης των νικητών. Για τούτο κ’ η ασιατική ακολουθία, που μάζευε γύρα του ο Αλέξανδρος, και τα μηδίζοντα ρούχα, που φορούσε σαν έβγαζε την αρματωσιά του, και το εθιμοτυπικό εκείνο κ’ η τέτοια αίγλη της αυλής, που σαν περιβολή καθαυτό της Πολιτείας θέλει να τη βλέπη στον άρχοντά του ο ανατολίτης, μα κι ο μύθος, επιτέλους, της θείας τάχα καταγωγής του βασιλιά, που ο ίδιος όμως ο Αλέξανδρος με τους πιο δικούς του γι’ αστείο την είχαν αναμεταξύ τους.
[1] Ιωάννης Γουστάβος Ντρόυζεν, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μετάφραση Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, σ. 459-461, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
* η συνέχεια στον ΔημοΔιδάσκαλο
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010
Μεγάλες Μάχες
Μυριοκέφαλο[1]
Το έτος 1176 μΧ υπήρξε σταθμός τόσο για την πολυκύμαντη βασιλεία του Μανουήλ Κομνηνού, όσο και για το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Έτσι, αφού συγκρότησε ένα πολυάριθμο εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από Ρωμαίους, Φράγγους – υπό τον γυναικαδελφό του Βαλδουΐνο – Κουμάνους, Πατζινάκες και Τουρκοπώλους[2], αποφάσισε να συντρίψει το επίφοβο κράτος του Σουλτανάτου του Ρουμ καταλαμβάνοντας το Ικόνιο. Για να αποτρέψει την αποστολή ενισχύσεων από τους Δανισμενίδες της Σεβάστειας προς το απειλούμενο Σουλτανάτο του Ικονίου, απέστειλε εναντίον της Αμάσειας του Πόντου που βρισκόταν υπό την κυριαρχία τους, και σε μικρή απόσταση από τη Σεβάστεια, έτσι ώστε να την απειλεί άμεσα και εκείνη, ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από 15 έως 20 περίπου χιλιάδες Παφλαγόνες, υπό τον Ανδρόνικο Βατάτζη. Ενώ ο ίδιος επικεφαλής των υπολοίπων ισχυρών δυνάμεων από 40 περίπου χιλάδες άνδρες, διέσχυσε τη Φρυγία με κατεύθυνση το Ικόνιο. Η πορεία όμως εξαιτίας των τεράστιων εφοδιοπομπών και προπαντός των αναρίθμητων αμαξών που μετέφεραν τις πολυάριθμές πολιορκητικές μηχανές, που ήταν απαραίτητες για την κα΄ταληψη του Ικονίου, ήταν εξαιρετικά βραδεία. Ο Σουλτάνος Κιλίτζ Αρσλάν Β΄[3] επιχείρησε αρχικά να ανακόψει ή να επιβραδύνει όσο το δυνατόν περισσότερο την πορεία, ώστε στο τέλος να καταστεί αδύνατη η εκστρατεία λόγω της επερχόμενης έλευσης του χειμώνα, εξαπολύοντας κατά των Ρωμαϊκών φαλάγγων το ιππικό του με αποστολή να καταστρέψει τη χορτονομή και να δηλητηριάσει τα πηγάδια και τις πηγές που βρίσκονταν κατά μήκος της διαδρομής. Παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε η στρατιά εξαιτίας των ελλείψεων και των ασθενειών που καταταλαιπώρησαν το στράτευμα και που προκαλούντο από τις εχθρικές επιδρομές ενάντια στην χορτονομή και τις πηγές ύδατος. Σε δεύτερη φάση, ο Κιλίτζ Αρσλάν, αντιλαμβανόμενος την εμμονή του Αυτοκράτορα, επιχειρεί να τον αποτρέψει προτείνοντας συνθήκη ειρήνης υπό ευνοϊκούς για την Αυτοκρατορία όρους. Ο Μανουήλ ήταν ανένδοτος. Επιθυμούσε να δώσει ένα τέλος στην κυριαρχία των Τούρκων επί του Μικρασιατικού οροπεδίου. Ήταν δε πεπεισμένος ότι αυτό έπρεπε να επιτευχθεί τώρα, που είχε την σαφή υπεροχή έναντι των αντιπάλων του. Διαφορετικά, πίστευε πως δεν θα το επετύγχανε ποτέ. Έπρεπε οπωσδήποτε η Αυτοκρατορία να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη και να επανέλθει στα παλαιά της σύνορα[4], εάν ήθελε να επιβιώσει στον εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο της εποχής. Έτσι συνέχισε ακάθεκτος την πορεία προς το Ικόνιο, αποφασισμένος να εκκαθαρίσει οριστικά την κατάσταση αυτήν την φορά. Και ενώ μέχρι το Μυριοκέφαλο της Φρυγίας τηρούσε με ευλάβια όλους τους κανόνες για την ασφαλή πορεία της στρατιάς, φθάνοντας στα στενά του Τζυβρίτζη, απ’ όπου επρόκειτο υποχρεωτικά να διέλθει προκειμένου να βγει στο οροπέδιο του Ικονίου και όπου φαινόταν, όπως αναφέρει ο διασημότερος από τους Χρονογράφους της εποχής Νικήτας Χωνιάτης[5], πως οι Σελτζούκοι, έχοντας καταλάβει τα πρανή, θα επιχειρούσαν να εμποδίσουν την διέλευση του στρατεύματος, εντελώς αδικαιολόγητα και κατά παράβαση κάθε στρατιωτικού κανονισμού ο Αυτοκράτορας επέμεινε να διασχίσει αμέσως εκείνο το επίμηκες, απόκρημνο και αμμώδες φαράγγι με τις αλληλοδιάδοχες επτά στενές κοιλάδες, χωρίς να λάβει κανένα απολύτως μέτρο προφύλαξης. Έτσι αντί να επιδιώξει να εκκαθαρίσει προηγουμένως το φαράγγι από την παρουσία των αντιπάλων, για την οποία όχι μόνο είχε ενημερωθεί από τους ανιχνευτές, αλλά ήταν δυνατόν να τους διακρίνει και ο ίδιος ιδίοις όμμασι, αντί να εξαποστείλει εναντίον τους τα ελαφρά τάγματα με τους τοξότες και τους σφεντονιστές, εισήλθε στο φαράγγι και άρχισε να το διασχίζει σαν να επρόκειτο για στρατιωτική παρέλαση. Η εμπροσθοφυλακή κατάφερε να περάσει και να βγει ασφαλής στο οροπέδιο του Ικονίου, με ελάχιστες απώλειες, αφένος διότι οι Σελτζούκοι τους κτυπούσαν από μεγάλο ύψος με αποτέλεσμα τα βέλη τους και τα ακόντιά τους να μην έχουν ικανή διατρητική ικανότητα και αφετέρου γιατί οι επικεφαλείς τους στρατεύματος είχαν την πρόνοια να αναπτύξουν τοξότες δεξιά και αριστερά της διερχόμενης φάλαγγας, κρατώντας τους έτσι σε απόσταση ασφαλείας. Οι επόμενοι όμως δεν είχαν την ίδια τύχη. Οι Σελτζούκοι, αντιλαμβανόμενοι το σφάλμα τους, κατέβηκαν από τα υψώματα και αρχίζουν να προσβάλουν εκ του σύνεγγυς πλέον, την αμέσως επόμενη φάλαγγα Ρωμαίων, υπό τον Γεώργιο Μαυροζούμη και Φράγγων, μεταξύ των οποίων πολλοί Δανοί και κυρίως Άγγλοι τοξότες. Κατόρθωσαν έτσι να την συνθλίψουν με αμφίπλευρες επιθέσεις στα πλευρά της. Καθώς οι στρατιώτες αδυνατούσαν αφενός να απαντήσουν αποτελεσματικά στον καταιγισμό βελών και ακοντίων που εκτοξεύονταν από τους Τούρκους και αφετέρου να αναπτυχθούν στο στενό περιβάλλον όπου ελάμβανε χώρα η σύγκρουση η συντριβή ήταν αναπόφευκτη. Ο Μανουήλ Κομνηνός, που ακολουθούσε παρακολουθούσε, ανήμπορος να βοηθήσει, την καταστροφή, καθώς μεταξύ των δικών του δυνάμεων και της φάλαγγας που δεχόταν την επίθεση παρεμβαλλόταν η επιμήκης φάλαγγα των εφοδιοπομπών και των μεταφερόμενων πολιορκητικών μηχανών και εξαιτίας της στενότητας του χώρου δεν έιχε καμία δυνατότητα παράκαμψής τους. Έτσι η σφαγή των Ρωμαίων και των Φράγγων εκείνου του κεντρικού τμήματος της στρατιάς, καθώς και των πολυάριθμων συνοδών των φαλάγγων ανεφοδιασμού, προσέλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Οι ρεματιές καλύφθηκαν από σωρούς πτωμάτων. Στην συνέχεια οι Σελτζούκοι συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους ενάντια στον Αυτοκράτορα που ακολουθούσε με το πλέον επίλεκτο τμήμα της στρατιάς, έχοντας πίσω του την οπισθοφυλακή. Γνώριζαν πολύ καλά πως αν δεν συνέτριβαν και εκείνον η νίκη τους δεν θα ήταν ολοκληρωτική. Τότε έλαβε χώρα μια εντυπωσιακά φονική σύγκρουση. Τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, που κατά διαβολική σύμπτωση έτυχε να είναι και στις δύο παρατάξεις τουρκικά, οι Σελτζούκοι του Ικονίου από το ένα μέρος και οι 20.000 και πλέον Κουμάνοι, Πατζινάκες και Τουρκοπώλοι του Αυτοκράτορα από το άλλο, ερρίφθησαν εναντίον αλλήλων με καννιβαλική διάθεση. Και ενώ κατεσπαράσσοντο μεταξύ τους ένα ισχυρό φυσικό φαινόμενο περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Αιφνιδίως σηκώθηκε ισχυρός ανεμοστρόβιλος καλύπτοντας το φαράγγι με σκόνη και περιορίζοντας την ορατότητα στο μηδέν. Το φαινόμενο αυτό είχε διάρκεια, με αποτέλεσμα οι μαχητές να αδυνατούν να διακρίνουν τον αντίπαλο. Έτσι φίλοι και εχθροί αλληλοεσφάζοντο μανιωδώς. Όταν τέλος εξασθένησε η ορμή του ανέμου και η ατμόσφαιρα άρχισε να καθαρίζει το θέαμα που αντίκρισαν οι λίγοι επιζώντες ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Τα δύο στρατεύματα είχαν σχεδόν πλήρως αλληλοεξοντωθεί. Η δίοδος είχε καλυφθεί από απειράριθμα σώματα. Η περίφημη μάχη του μυριοκέφαλου της Φρυγίας της 17ης Σεπτεμβρίου 1176 μΧ κατέληξε απρόοπτα στην αλληλοεξόντωση των δύο κυριοτέρων διεκδικητών του Μικρασιατικού οροπεδίου, που έκτοτε φθίνουν ραγδαία. Αυτή η αλληλοεξόντωση ήταν και ο λόγος που ανάγκασε τον Σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ να διατάξει, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη την πεοεκτομή των πεσόντων ώστε να μην είναι ευχερής η διάκριση μεταξύ των περιτετμημένων λόγω θρησκείας στρατιωτών του Ικονίου και των απερίτμητων λόγω Σαμανισμού Πατζινάκων και Κουμάνων Τούρκων μισθοφόρων του Αυτοκράτορα και συγχρόνως να προτείνει επί του πεδίου της μάχης στον εγκλωβισμένο Μανουήλ Κομνηνό και τους επιζώντες της στρατιάς συνθήκη ειρήνης με πολύ ευνοϊκούς όρους για την Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, έχοντας πλήρη συναίσθηση του μεγέθους της καταστρεπτικής ήττας του Μυριοκέφαλου, την παρομοίωσε, και πολύ ορθά άλλωστε, με την καταστροφή του Ματζικέρτ[6]. Πράγματι η δεύτερη αυτή καταστροφή οριστικοποίησε την απώλεια της Κεντρικής και Νότιας Μικράς Ασίας, απώλεια που είχε ήδη επέλθει με την πρώτη καταστροφή. Η βασική όμως διαφορά με την μάχη του Ματζικέρτ ήταν ότι ενώ αυτή οφειλόταν σε καθαρή προδοσία, προ και κατά την διάρκεια της μάχης, η καταστροφή στο Μυριοκέφαλο οφειλόταν αποκλειστικά στην λανθασμένη στρατηγική του ίδιου του Μανουήλ, ο οποίος γνωρίζοντας την αλήθεια δεν άντεξε το ψυχικό άλγος και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα[7]. Ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ που προς στογμήν πίστεψε ότι ήταν ο αναμφισβήτητος νικητής της μάχης υπέστη οδυνηρή έκπληξη όταν οι έφιππες ορδές του, που είχαν σταλεί προς λεηλασία των παράλιων πόλεων που κατείχαν οι βυζαντινοί, εγκλωβίστηκαν από αυτούς κατά την επιστροφή τους στα φυλασσόμενα περάσματα του Μαίανδρου ποταμού και κατεσφάγησαν κατά μάζες.
[1] Νίκος Τσάγγας, Μάτζικερτ, σ. 231-234, εκδ. Γκοβόστη.
[2] Εκχριστιανισμένους Τούρκους.
[3] 1155-1192.
[4] Εννοούνται τα σύνορα, όπως ήταν πριν από την καταστροφή του Μάτζικερτ, πλησίον της λίμνης Βαν, το έτος 1071 μΧ.
[5] 1150-1215.
[6] 26 Αυγούστου 1071 μΧ.
[7] 1180 μΧ.
Το έτος 1176 μΧ υπήρξε σταθμός τόσο για την πολυκύμαντη βασιλεία του Μανουήλ Κομνηνού, όσο και για το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Έτσι, αφού συγκρότησε ένα πολυάριθμο εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από Ρωμαίους, Φράγγους – υπό τον γυναικαδελφό του Βαλδουΐνο – Κουμάνους, Πατζινάκες και Τουρκοπώλους[2], αποφάσισε να συντρίψει το επίφοβο κράτος του Σουλτανάτου του Ρουμ καταλαμβάνοντας το Ικόνιο. Για να αποτρέψει την αποστολή ενισχύσεων από τους Δανισμενίδες της Σεβάστειας προς το απειλούμενο Σουλτανάτο του Ικονίου, απέστειλε εναντίον της Αμάσειας του Πόντου που βρισκόταν υπό την κυριαρχία τους, και σε μικρή απόσταση από τη Σεβάστεια, έτσι ώστε να την απειλεί άμεσα και εκείνη, ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από 15 έως 20 περίπου χιλιάδες Παφλαγόνες, υπό τον Ανδρόνικο Βατάτζη. Ενώ ο ίδιος επικεφαλής των υπολοίπων ισχυρών δυνάμεων από 40 περίπου χιλάδες άνδρες, διέσχυσε τη Φρυγία με κατεύθυνση το Ικόνιο. Η πορεία όμως εξαιτίας των τεράστιων εφοδιοπομπών και προπαντός των αναρίθμητων αμαξών που μετέφεραν τις πολυάριθμές πολιορκητικές μηχανές, που ήταν απαραίτητες για την κα΄ταληψη του Ικονίου, ήταν εξαιρετικά βραδεία. Ο Σουλτάνος Κιλίτζ Αρσλάν Β΄[3] επιχείρησε αρχικά να ανακόψει ή να επιβραδύνει όσο το δυνατόν περισσότερο την πορεία, ώστε στο τέλος να καταστεί αδύνατη η εκστρατεία λόγω της επερχόμενης έλευσης του χειμώνα, εξαπολύοντας κατά των Ρωμαϊκών φαλάγγων το ιππικό του με αποστολή να καταστρέψει τη χορτονομή και να δηλητηριάσει τα πηγάδια και τις πηγές που βρίσκονταν κατά μήκος της διαδρομής. Παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε η στρατιά εξαιτίας των ελλείψεων και των ασθενειών που καταταλαιπώρησαν το στράτευμα και που προκαλούντο από τις εχθρικές επιδρομές ενάντια στην χορτονομή και τις πηγές ύδατος. Σε δεύτερη φάση, ο Κιλίτζ Αρσλάν, αντιλαμβανόμενος την εμμονή του Αυτοκράτορα, επιχειρεί να τον αποτρέψει προτείνοντας συνθήκη ειρήνης υπό ευνοϊκούς για την Αυτοκρατορία όρους. Ο Μανουήλ ήταν ανένδοτος. Επιθυμούσε να δώσει ένα τέλος στην κυριαρχία των Τούρκων επί του Μικρασιατικού οροπεδίου. Ήταν δε πεπεισμένος ότι αυτό έπρεπε να επιτευχθεί τώρα, που είχε την σαφή υπεροχή έναντι των αντιπάλων του. Διαφορετικά, πίστευε πως δεν θα το επετύγχανε ποτέ. Έπρεπε οπωσδήποτε η Αυτοκρατορία να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη και να επανέλθει στα παλαιά της σύνορα[4], εάν ήθελε να επιβιώσει στον εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο της εποχής. Έτσι συνέχισε ακάθεκτος την πορεία προς το Ικόνιο, αποφασισμένος να εκκαθαρίσει οριστικά την κατάσταση αυτήν την φορά. Και ενώ μέχρι το Μυριοκέφαλο της Φρυγίας τηρούσε με ευλάβια όλους τους κανόνες για την ασφαλή πορεία της στρατιάς, φθάνοντας στα στενά του Τζυβρίτζη, απ’ όπου επρόκειτο υποχρεωτικά να διέλθει προκειμένου να βγει στο οροπέδιο του Ικονίου και όπου φαινόταν, όπως αναφέρει ο διασημότερος από τους Χρονογράφους της εποχής Νικήτας Χωνιάτης[5], πως οι Σελτζούκοι, έχοντας καταλάβει τα πρανή, θα επιχειρούσαν να εμποδίσουν την διέλευση του στρατεύματος, εντελώς αδικαιολόγητα και κατά παράβαση κάθε στρατιωτικού κανονισμού ο Αυτοκράτορας επέμεινε να διασχίσει αμέσως εκείνο το επίμηκες, απόκρημνο και αμμώδες φαράγγι με τις αλληλοδιάδοχες επτά στενές κοιλάδες, χωρίς να λάβει κανένα απολύτως μέτρο προφύλαξης. Έτσι αντί να επιδιώξει να εκκαθαρίσει προηγουμένως το φαράγγι από την παρουσία των αντιπάλων, για την οποία όχι μόνο είχε ενημερωθεί από τους ανιχνευτές, αλλά ήταν δυνατόν να τους διακρίνει και ο ίδιος ιδίοις όμμασι, αντί να εξαποστείλει εναντίον τους τα ελαφρά τάγματα με τους τοξότες και τους σφεντονιστές, εισήλθε στο φαράγγι και άρχισε να το διασχίζει σαν να επρόκειτο για στρατιωτική παρέλαση. Η εμπροσθοφυλακή κατάφερε να περάσει και να βγει ασφαλής στο οροπέδιο του Ικονίου, με ελάχιστες απώλειες, αφένος διότι οι Σελτζούκοι τους κτυπούσαν από μεγάλο ύψος με αποτέλεσμα τα βέλη τους και τα ακόντιά τους να μην έχουν ικανή διατρητική ικανότητα και αφετέρου γιατί οι επικεφαλείς τους στρατεύματος είχαν την πρόνοια να αναπτύξουν τοξότες δεξιά και αριστερά της διερχόμενης φάλαγγας, κρατώντας τους έτσι σε απόσταση ασφαλείας. Οι επόμενοι όμως δεν είχαν την ίδια τύχη. Οι Σελτζούκοι, αντιλαμβανόμενοι το σφάλμα τους, κατέβηκαν από τα υψώματα και αρχίζουν να προσβάλουν εκ του σύνεγγυς πλέον, την αμέσως επόμενη φάλαγγα Ρωμαίων, υπό τον Γεώργιο Μαυροζούμη και Φράγγων, μεταξύ των οποίων πολλοί Δανοί και κυρίως Άγγλοι τοξότες. Κατόρθωσαν έτσι να την συνθλίψουν με αμφίπλευρες επιθέσεις στα πλευρά της. Καθώς οι στρατιώτες αδυνατούσαν αφενός να απαντήσουν αποτελεσματικά στον καταιγισμό βελών και ακοντίων που εκτοξεύονταν από τους Τούρκους και αφετέρου να αναπτυχθούν στο στενό περιβάλλον όπου ελάμβανε χώρα η σύγκρουση η συντριβή ήταν αναπόφευκτη. Ο Μανουήλ Κομνηνός, που ακολουθούσε παρακολουθούσε, ανήμπορος να βοηθήσει, την καταστροφή, καθώς μεταξύ των δικών του δυνάμεων και της φάλαγγας που δεχόταν την επίθεση παρεμβαλλόταν η επιμήκης φάλαγγα των εφοδιοπομπών και των μεταφερόμενων πολιορκητικών μηχανών και εξαιτίας της στενότητας του χώρου δεν έιχε καμία δυνατότητα παράκαμψής τους. Έτσι η σφαγή των Ρωμαίων και των Φράγγων εκείνου του κεντρικού τμήματος της στρατιάς, καθώς και των πολυάριθμων συνοδών των φαλάγγων ανεφοδιασμού, προσέλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Οι ρεματιές καλύφθηκαν από σωρούς πτωμάτων. Στην συνέχεια οι Σελτζούκοι συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους ενάντια στον Αυτοκράτορα που ακολουθούσε με το πλέον επίλεκτο τμήμα της στρατιάς, έχοντας πίσω του την οπισθοφυλακή. Γνώριζαν πολύ καλά πως αν δεν συνέτριβαν και εκείνον η νίκη τους δεν θα ήταν ολοκληρωτική. Τότε έλαβε χώρα μια εντυπωσιακά φονική σύγκρουση. Τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, που κατά διαβολική σύμπτωση έτυχε να είναι και στις δύο παρατάξεις τουρκικά, οι Σελτζούκοι του Ικονίου από το ένα μέρος και οι 20.000 και πλέον Κουμάνοι, Πατζινάκες και Τουρκοπώλοι του Αυτοκράτορα από το άλλο, ερρίφθησαν εναντίον αλλήλων με καννιβαλική διάθεση. Και ενώ κατεσπαράσσοντο μεταξύ τους ένα ισχυρό φυσικό φαινόμενο περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Αιφνιδίως σηκώθηκε ισχυρός ανεμοστρόβιλος καλύπτοντας το φαράγγι με σκόνη και περιορίζοντας την ορατότητα στο μηδέν. Το φαινόμενο αυτό είχε διάρκεια, με αποτέλεσμα οι μαχητές να αδυνατούν να διακρίνουν τον αντίπαλο. Έτσι φίλοι και εχθροί αλληλοεσφάζοντο μανιωδώς. Όταν τέλος εξασθένησε η ορμή του ανέμου και η ατμόσφαιρα άρχισε να καθαρίζει το θέαμα που αντίκρισαν οι λίγοι επιζώντες ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Τα δύο στρατεύματα είχαν σχεδόν πλήρως αλληλοεξοντωθεί. Η δίοδος είχε καλυφθεί από απειράριθμα σώματα. Η περίφημη μάχη του μυριοκέφαλου της Φρυγίας της 17ης Σεπτεμβρίου 1176 μΧ κατέληξε απρόοπτα στην αλληλοεξόντωση των δύο κυριοτέρων διεκδικητών του Μικρασιατικού οροπεδίου, που έκτοτε φθίνουν ραγδαία. Αυτή η αλληλοεξόντωση ήταν και ο λόγος που ανάγκασε τον Σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ να διατάξει, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη την πεοεκτομή των πεσόντων ώστε να μην είναι ευχερής η διάκριση μεταξύ των περιτετμημένων λόγω θρησκείας στρατιωτών του Ικονίου και των απερίτμητων λόγω Σαμανισμού Πατζινάκων και Κουμάνων Τούρκων μισθοφόρων του Αυτοκράτορα και συγχρόνως να προτείνει επί του πεδίου της μάχης στον εγκλωβισμένο Μανουήλ Κομνηνό και τους επιζώντες της στρατιάς συνθήκη ειρήνης με πολύ ευνοϊκούς όρους για την Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, έχοντας πλήρη συναίσθηση του μεγέθους της καταστρεπτικής ήττας του Μυριοκέφαλου, την παρομοίωσε, και πολύ ορθά άλλωστε, με την καταστροφή του Ματζικέρτ[6]. Πράγματι η δεύτερη αυτή καταστροφή οριστικοποίησε την απώλεια της Κεντρικής και Νότιας Μικράς Ασίας, απώλεια που είχε ήδη επέλθει με την πρώτη καταστροφή. Η βασική όμως διαφορά με την μάχη του Ματζικέρτ ήταν ότι ενώ αυτή οφειλόταν σε καθαρή προδοσία, προ και κατά την διάρκεια της μάχης, η καταστροφή στο Μυριοκέφαλο οφειλόταν αποκλειστικά στην λανθασμένη στρατηγική του ίδιου του Μανουήλ, ο οποίος γνωρίζοντας την αλήθεια δεν άντεξε το ψυχικό άλγος και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα[7]. Ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ που προς στογμήν πίστεψε ότι ήταν ο αναμφισβήτητος νικητής της μάχης υπέστη οδυνηρή έκπληξη όταν οι έφιππες ορδές του, που είχαν σταλεί προς λεηλασία των παράλιων πόλεων που κατείχαν οι βυζαντινοί, εγκλωβίστηκαν από αυτούς κατά την επιστροφή τους στα φυλασσόμενα περάσματα του Μαίανδρου ποταμού και κατεσφάγησαν κατά μάζες.
[1] Νίκος Τσάγγας, Μάτζικερτ, σ. 231-234, εκδ. Γκοβόστη.
[2] Εκχριστιανισμένους Τούρκους.
[3] 1155-1192.
[4] Εννοούνται τα σύνορα, όπως ήταν πριν από την καταστροφή του Μάτζικερτ, πλησίον της λίμνης Βαν, το έτος 1071 μΧ.
[5] 1150-1215.
[6] 26 Αυγούστου 1071 μΧ.
[7] 1180 μΧ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)