Κρυφακούοντας του Έλληνες[1]
Από τα είκοσι χρόνια της καριέρας μου αφιέρωσα τα εφτά προσπαθώντας να κρυφακούσω τους Έλληνες με αξιοπρεπή τρόπο. Τον Μάρτιο του 2002, η πρεσβεία[2] αγωνιούσε να αλλάξει τις αντιλήψεις των Ελλήνων ότι οι ΗΠΑ ήταν θεμιτός στόχος τρομοκρατικής επίθεσης. Καταφέραμε να πείσουμε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να σταματήσει να στηρίζεται στις ανέξοδες θεωρίες των διπλωματών του. Προσελήφθη μια εταιρεία που οργάνωνε έρευνες αγοράς και δημοσκοπήσεις για να μας βοηθήσει να ακούσουμε κριτικά απλούς Έλληνες στο περιβάλλον μιας μικρής ομάδας συζήτησης, παρόμοιο με εκέινο όπου οι πραγματικοί άνθρωποι δοκιμάζουν μονίμως να διοσθώνουν τις γνώμες τους. Ήταν μια χρήσιμη ενέργεια.[3]
...
Μια ομάδα συζήτησης Ελλήνων είναι εξαίρετη αφετηρία για να κατανοήσουμε γιατί οι περιορισμένες αλλαγές στην αμερικανική πολιτική υπό τον πρόεδρο Μπους είχαν τόσο ακραία αρνητικά αποτελέσματα σ’ όλον τον κόσμο.[4] Η γεωγραφική θέση, η ιστορία και ο πολιτισμός των Ελλήνων είναι τέτοια που η συμπεριφορά τους γεφυρώνει ένα ευρύ φάσμα ιδεολογικών και αφηγηματικών στρατηγικών που κυμαίνονται από τις νηφάλιες εξορθολογισμένες «δυτικοευρωπαϊκές» μέχρι την πιο σκοτεινή συνωμοτική «μεσανατολική» φημοκαπηλεία. Η ελληνική συμβατική αντίληψη διαμορφώθηκε στο πλαίσιο εξήντα χρόνων στενής πολιτικής και στρατιωικής σχέσης με τις ΗΠΑ.
Οι δώδεκα τυχαίοι Έλληνες που κάθονται γύρω από το τραπέζι, με την ευγενική ώθηση του μεσολαβητή, εξέφρασαν αρκετό θαυμασμό για τις ΗΠΑ ως χώρα, για τους Αμερικανούς ως λαό και για ένα σύνολο δημοκρατικών θεσμών. Χρόνια ολόκληραδηκτικών σχολίων από τους Έλληνες διανοούμενους με είχαν αφήσει απροετοίμαστο για τον βαθμό που οι απλοί Έλληνες αναγνωρίζουν και επικροτούν την αμερικανική εργασιακή ηθική, την θρησκευτική πίστη και τις οικογενειακές αξίες – γνωρίσματα που ενσαρκώνονται στους Ελληνο-αμερικανούς συγγενείς τους.
Οι συμμετέχοντες επέκριναν, κατά το σύνηθες, μια τυπική σειρά αμερικανικών πολιτικών επιλογών. Είχα ακούσει και προηγουμένως αυτές τις επικρίσεις και μορούσα να τις απαγγείλω ακόμη και κοιμισμένος. Οι Έλληνες πολιτικοί αισθάνονται το πατριωτικό καθήκον να υπενθυμίζουν ευγενικά στους Αμερικανούς συναδέλφους, από την αρχή μιας επίσημης επίσκεψης, ποια πράγματα ενοχλούν τους Έλληνες σε σχέση με τις ΗΠΑ: η αμερικανική επέμβαση στην εσωτερική πολιτική της Ελλάδας κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, η υποστήριξη της χούντας στην επταετία 1967-1974, η αποτυχία[5] τους να αποτρέψουν την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, η φιλοισραηλινή τους πολιτική και ο βομβαρδισμός της Σερβίας το 1999.
Τα μέλη της ομάδας γνώριζαν ασαφώς και σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένα τις ανομίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Στη συζήτηση ελάχιστα μνημονεύτηκε η βλάβη στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε η πληγωμένη υπερηφάνεια εξαιτίας της «αμερόληπτης»[6] πολιτικής της Αμερικής έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας: κάτι που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους δημοκρατικούς, φιλειρηνικούς, πολιτισμένους Έλληνες και στους βάναυσους, επιθετικούς, αυταρχικούς Τούρκους. Αυτό ήταν απόδειξη αδικίας. Οι αποφάσεις της εξωτερικής πολιτικής που είχαν προκαλέσει οργή στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου επισημάνθηκαν, για να επιβεβαιώσουν απλώς το στερεότυπο μιας άδικης υπερδύναμης.
[1] Τζων Μρείντυ Κήσλινγκ, «Μαθήματα Διπλωματίας», σ. 252 κ. επ., εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
[2] Ο συγγραφέας μιλά για την Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα.
[3] Ουδέποτε είδα, λέει ο Κήσλινγκ, την αναφορά που προέκυψε. Ίσως οι συστάσεις να μην ήταν ευπρόσδεκτες, όπως εκείνες της διαβόητης έκθεσης, του Σεπτεμβρίου του 2004, για τις στρατηγικές επικοινωνίες, της Επιτροπής για την Επιστημονική Επισκόπηση της Άμυνας. Ή ίσως το ξήλωμα της 17Ν τον Ιούλιο του 2002 έκανε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να χάσει το ενδιαφέρον του για την γνώμη των Ελλήνων.
[4] Ο Κήσλινγκ αντιλαμβάνεται, όπως είναι φυσικό, τις διαφοροποιήσεις στην ποιότητα και την ουσία των αμερικανικών επιλογών ως γνήσιος Αμερικανός. Θεωρεί τις διαφοροποιήσεις αυτές «περιορισμένες» και αδυνατεί να κατανοήσει τα «ακραία αρνητικά τους αποτελέσματα» στην συνείδηση των λαών του κόσμου.
[5] Ο συγγραφέας μιλά για «αποτυχία» αρνούμενος, ουσιαστικά, κάθε συζήτηση περί «ενεργής ανάμιξης» ης χώρας του στην υπόθεση της τουρκικής εισβολής εις βάρος της κυρίαρχης και ανεξάρτητης Κύπρου.
[6] Έκπληξη αποτελεί η παράθεση της λέξης ‘αμερόληπτη’ εντός εισαγωγικών. Ένας οποιοσδήποτε μέσος αμερικανός αξιωματούχος υποθέτω πως θα είχε το ελάχιστο απαιτούμενο θάρρος να χαρακτηρίσει την πολιτική αυτή τουλάχιστον «ρεαλιστική» υπονοώντας το προφανές και το αναγκαίο της εξυπηρέτησης των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Ο όρος όμως που χρησιμοποιείται εδώ δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί ως αφελής. Εντούτοις, η παράθεση του όρου αυτού εντός εισαγωγικών υποδηλώνει μια κάποια δόση γενναιότητας από μέρους του Κήσλινγκ, που έτσι παρουσιάζεται, αν όχι επικριτικός, τουλάχιστον σκεπτικιστής απέναντι στην εν λόγω αμερικανική αμφοτεροβαρή πολιτική.