Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

κινέζικη σοφία ή περί διακυβέρνησης


Κινέζικη σοφία

«Ένας καλός γεωργός μπορεί να σπείρει. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι μπορεί να θερίσει.»
Κομφούκιος

Ο Κομφούκιος και το πνεύμα του ανθρωπισμού και ο Με Τσε και το κοινωνικό καθήκον[1].

Τόσο ο Με Τσε, όσο και ο Κομφούκιος στα μάτια των πιστών τους έμοιαζαν με «ηγεμόνες χωρίς εδάφη» και «αρχηγοί χωρίς υπορελείς». Ο χαρακτηρισμός «βασιλιάς χωρίς βασίλειο» δόθηκε επίσημα στον Κομφούκιο όταν θριάμβευσε μαζί με τους Χαν η κομφουκιανή ορθοδοξία. Έκτοτε ο Με Τσε θεωρείται αιρετικός. ... Οι δύο σχολές είχαν, εντούτοις, συγγενικές τάσεις. Ενώ οι μεγιστάνες και οι ευνοούμενοί τους έψαχναν να βρουν συνταγές για ν’ αυξήσουν την δύναμη του κράτους και την απόδοση της διοίκησης, οι οπαδοί των δύο αυτών σχολών ενδιαφέρονταν μόνο για το καλό του συνόλου. Σύντομα όμως τις θεωρίες αυτές παραμόρφωσε ο συντηρητικός τρόπος σκέψης των διαδόχων των μεγάλων αυτών δασκάλων. ... Ο κομφούκιος και ο Με Τσε μοιαζανε με νεωτεριστές που προδόθηκαν απ’ τους πιστούς τους. Ο Με Τσε προσπάθησε να δημιουργήσει μια θεωρία κοινωνικού καθήκοντος, καταγγέλλοντας τις κακές συνέπειες του πελατειακού πνεύματος. Ο Κομφούκιος προχώρησε περισσότερο. Επιχείρησε να στηρίξει την πειθαρχία των ηθών επάνω σ’ ένα εκλεπτυσμένο αυνάισθημα ανθρωπισμού.

Ο Κομφούκιος συγκρίθηκε επανειλημμένα με τον Σωκράτη. ... Ωστόσο, οι Κινέζοι αναγνωρίζουν στην διδασκαλία του Κομφούκιου έναν «δάσκαλο για δέκα χιλιάδες γενιές», αφού προηγουμένως τον κατέστησαν προστάτη μιας κομφορμιστικής (συμβατικής) ηθικής. Ο Δάσκαλος θεωρείται το πρότυπο της εθνικής τους σοφίας.

Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ζωή του Κομφούκιου, εκτός του ότι δίδαξε στις αρχές του 5ου αιώνα σε μια κωμόπολη του Τσαν Τονγκ, ίσως στην πρωτεύουσα του κράτους Λου. Θάφτηκε στα βόρεια της πόλης αυτής και γύρω από τον τάφο του σχηματίστηκε το χωριό Κ’όνγκ λι, όπου διατηρήθηκαν τα κειμήλιά του: ο σκούφος του, η κιθάρα του, το άρμα του. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι πιο πιστοί του μαθητές. Σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε το 551 πΧ και πέθανε το 479 πΧ.

Η θεωρία του Δασκάλου ήταν, φαίνεται, θεωρία δράσης. Δίδασκε μιαν ενεργή ηθική και ενδιαφερόταν περισσότερο για την ηθική επίδραση που μπορεί να είχε, απ’ ότι για την σχολαστική τήρηση των αρχών. Η φήμη του οφίλεται περισσότερο στην ικανότητά του να οδηγεί συνειδήσεις. Ανάλογα με τους ανθρώπους και τις συνθήκες δεν δίσταζε να δίνει οδηγίες που εκ πρώτης φαίνονταν αντιφατικές. «Σπρώχνω τους νωχελικούς, συγκρατώ τους ενθουσιώδεις» ισχυριζόταν.

Η αφοσίωση στην προσπάθεια και το καθήκον της παρακίνησης των άλλων προς αυτήν την κατεύθυνση συνδέονται με την ηθική ζωή. Για μια κυβέρνηση το ουσιώδες είναι να επιτυγχάνει την επικράτηση της εμπιστοσύνης, της καλής συνεννόησης, της χρηστότητας. Η αφθονία των πόρων και η στρατιωτική δύναμη έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι ευγενείς που είναι άξιοι να φέρουν αυτόν τον τίτλο, όπως κι ο ηγεμόνας, δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα υλικά κέρδη. Δεν γυρεύουν καθόλου το συμφέρον. Ο κομφούκιος δεν καταδικάζει μόνο το κηνύγι του συμφέροντος, αλλά και κάθε πνεύμα χυδαίου ανταγωνισμού. Η ηγεμονική αποτελεσματικότητα δεν θεωρείται καθαρά κληρονομική ιδιότητα. Η απόκτησή της εξαρτάται από την ατομική προσπάθεια. Απαιτεί συνεχή εφαρμογή, ασταμάτητο πείσμα και δεν μπορεί να νοηθεί παρά ως επιστέγασμα μιας ολόκληρης ζωής στραμμένης προς αυτόν τον ευγενής σκοπό.

Ο Με Τσε, όπως και ο Κομφούκιος, ήταν ευγενής χωρίς περιουσία. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ζωή του. Γεννήθηκε στην χώρα του Λου (ή του Σονγκ) και πέθανε στις αρχές του 4ου πΧ αιώνα. Ίδρυσε μια μεγάλη σχολή που κατά την διάρκεια του 4ου και του 3ου πΧ αιώνα είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση από αυτή του Κομφούκιου. «Να αντιτάσσεται κανείς στα πολυτελή γούστα, ν’ αποφεύγει την σπατάλη, να μην γυρεύει την αίγλη στους αριθμούς και τα μέτρα του πρωτοκόλλου, να υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες, να προετοιμάζεται για τις δυσκολίες της ζωής» αυτές ήταν οι αρχές του Με Τσέ.

Το κύριο σημείο του δόγματός του είναι μια θεωρία πάνω στην προέλευση της κυβέρνησης : Οι άνθρωποι μπόρεσαν να ξεφύγουν από την αναρχία μόνο επειδή δέχτηκαν να εξαρτηθούν, σε όλα τα πραγματα, απ’ τις αποφάσεις ενός αρχηγού. «Αρχικά δεν υπήρχαν ούτε κυβέρνηση, ούτε ποινές. Κάθε άνθρωπος είχε διαφορετική ιδέα του δικού σου και του δικού μου. Ένας άνθρωπος είχε μία, δύο άνθρωποι είχαν δύο, δέκα άνθρωποι είχαν δέκα. Υπήρχαν τόσες απόψεις όσοι και οι άνθρωποι. Καθώς όλοι δέχονταν μόνο την δική τους ιδέα για το δικό σου και το δικό μου, και αρνιόνταν αυτήν των άλλων, υπήρχαν ανάμεσα στους ανθρώπους μόνον εχθρικές σχέσεις. Στις οικογένειες, ανάμεσα στους πατεράδες και τους γιους, τους μεγάλους και τους μικρούς υπήρχε μίσος, διχόνοια, διάιρεση, διάσταση. Οι συγγενείς δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί αρμονικα. Στην αυτοκρατορία όλοι οι άνθρωποι μισουσαν ο ένας τον άλλο όπως το νερό και η φωτιά αντπαλεύουν μεταξύ τους κι όπως ο άνθρωπος φοβάται το δηλητήριο. Ό,τι ενέργεια τους απεμενε δεν μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν για ν’ αλληλοβοηθηθούν. Ζούσαν στην αναρχία όπως τα ζώα. Έπειτα κατάλαβαν πως η αναρχία προέρχεται από την απουσία αρχηγών. Επέλεξαν τον πιο σοφό και τον ονόμασαν Γιο του Ουρανού. Ο Γιος του Ουρανού, φοβούμενος ότι δεν έχει από μόνος του αρκετή ενεργητικότητα, διάλεξε τους πιο σοφούς και τους έκανε υπουργούς του. Οι υπουργοί φοβούμενοι ότι δεν έχουν αρκετή ενεργητικότητα, διαίρεσαν την αυτοκρατορία σε γαιοδεσποτείες και διάλεξαν τους πιο σοφούς για να γίνουν αρχηγοί τους. Κι έγινε το ίδιο μέχρι και τους αρχηγούς των χωριών»[2].

Μετά απ’ αυτό το αρχικό συμβόλαιο δεν είχε κανείς παρά να υποταχθεί παθητικά στην γνώμη των αρχηγών. ... Όταν ο Γιος του Ουρανού λέει ναι, όλοι λένε ναι. Όταν λέει όχι, όλοι λένε όχι. Η σκέψη του Με Τσε είναι πιο αυστηρή από αυτή των νομικών. Υποστηρίζει ένα ιδανικό ομοιομορφίας που δεν επιδέχεται μετριασμό. Αν η ομοιομορφία δεν είναι απόλυτη και σταθερή, υπάρχει αναρχία. Για την νομική σκέψη αρκεί ο ηγεμόνας να υπαγορεύσει τον νόμο. Για τον Με Τσε οφείλει να υπαγορεύει την γνώμη. ... Ο ουρανός ασχολείται με την ανταμοιβή και την τιμωρία των Γιών του Ουρανού : «Η θέληση του Ουρανού είναι για μένα ότι είναι ο γνώμονας και ο διαβήτης για τον αμαξοποιό ή για τον ξυλουργό. Αν πει αυτό είναι σωστό, θα πει ότι είναι. Αν πει αυτό δεν είναι σωστό, θα πει πως δεν είναι.».

[1] Μαρσελ Γκρανέ, Η κινεζική σκέψη, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1992.
[2] Με Τσε, 11.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Ανακυκλώνοντας την Ιστορία

Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί ...
Θυσίες και ήττες και ήττες κι’ άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
Ήταν από άλλους αποφασισμένα ...
Γιαννης Ρίτσος, «Ελένη», εκδ. Κέδρος 1972, σ. 28.

Τον Σεπτέμβριο του 1944, ο Τσώρτσιλ υπενθυμίζει στους Σοβιετικούς το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την Ελλάδα και την συμφωνία του Λονδίνου και ζητεί να μην στείλουν και εκείνοι στρατό στην Ελλάδα. Οι Σοβιετικοί συμφωνούν[1]. Είχαν ικανοποιηθεί οι δικές τους βλέψεις σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής. Τον Οκτώβριο ου 1944 επικυρώνεται κατά την τριμερή διάσκεψη της Μόσχας η ένταξη της Ελλάδας στην αγγλική ζώνη επιρροής. «Μέσα σε ένα λεπτό (9/10/1944) η Ελλάδα εκχωήθηκε στην αγγλική ζώνη επιρροής ως είδος δώρου, κτήματος ή ανταλλακτικού αγαθού. Περιγράφει ο Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του: «Η στιγμή ήταν κατάλληλη για μπίζνες. Λέω στον Στάλιν. Ελάτε να κανονίσουμε τί θα κάνουμε στα Βαλκάνια. Οι στρατιές σας βρίσκονται στην Ρουμανία και στην Βουλγαρία. Έχουμε κι εμείς συμφέροντα εκεί. Τί θα λέγατε, να κρατήσετε εσείς το 90% στην Ρουμανία κι εμείς (Αγγλοι και Αμερικανοί) το 90% στην Ελλάδα και να μοιράσουμε την Γιουγκοσλαβία μισό-μισό. Κι ενώ μεταγλώττιζε ο διερμηνέας γράφω σ’ ένα κομμάτι χαρτί: Ρουμανία: Ρωσία 90%, άλλοι 10% - Ελλάδα: Βρεταννία 90%, Ρωσία 10% - Γιουγκοσλαβία: 50%-50% - Ουγγαρία: 50%-50% - Βουλγαρία: Ρωσία 75%, άλλοι 25%. Έσπρωξα το χαρτί προς το μέρος του Στάλιν. Ακολούθησε μικρή σιωπή. Ο Στάλιν πιάνει το γαλάζιο μολύβι, τσεκάρει με μια κίνηση το σημείωμα και μας το ξαναδίνει. Αυτό ήταν. Η υπόθεση τακτοποιήθηκε στο λεπτό». Ο Ρούσβετλ παρακολουθούσε ικανοποιημένος την χυδαία αγοραπωλησία.

Ο Τσώρτσιλ τον Δεκέμβριο του 1944 ζητά από την Τουρκία να στείλει εκστρατευτικό σώμα στην Αθήνα για την συμμετοχή στις μάχες, επειδή οι αγγλικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Τα τουρκικά στρατεύματα θα μεταφέρονταν στον Πειραιά με βρεταννικά μεταγωγικά. Και θα ξαναπολεμούσαν οι Έλληνες, ύστερα από 123 χρόνια, γύρω από την Ακρόπολη εναντίον των Τούρκων αν δεν κρίνονταν από τους άγγλους ασύμφορα τα ανταλλάγματα που αξίωνε η κυβέρνηση της Άγγκυρας. Την διαπραγμάτευση αυτή αποκάλυψε ο Σουηδός πρέσβυς στο Λονδίνο με τηλεγράφημά του (15/12/1944) προς την κυβέρνησή του[2] .

Τον Ιανουάριο του 1945, παραμονές της Γιάλτας, ο διπλωμάτης Ιβάν Μαΐσκι δηλώνει στον Αμερικανό υπουργό εξωτερικών Άβερελ Χάριμαν: «Μ’ όλο που οι Άγγλοι δεν χειρίστηκαν την ελληνική υπόθεση με την συνηθισμένη τους φινέτσα, η Σοβιετική Ένωση θα παραμείνει απόλυτα ουδέτερη». Και συνέχισε: «Δική τους η ευθύνη (των Ελλήνων), είναι αγριάνθρωποι. Οι Έλληνες είναι πρωτόγονος λαός, έτοιμοι να τραβήξουν με ο πρώτο τα μαχαίρια και να αλληλοπετσοκοφτούν».


Να την χέσω τέτοια λευτεριά οπού θα κάμω εγώ έσενα πασιά [3]
Στρατηγός Μακρυγιάννης

Τέλη Μαρτίου του 1947 οι Άγγλοι είχαν αποφασίσει να αποσυρθούν από την Ελλάδα, εξαιτίας της οικονομικής τους αιμορραγίας. Τότε ακριβώς χαράχτηκε η στρατηγική της οικουμενικής κυριαρχίας. Ο αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν διακύρηττε με αλαζονεία (πανεπιστήμιο Μπέυλορ, 6/03/1946): «Είμαστε οι γίγαντες του οικονομικού κόσμου. Η υφήλιος περιμένει να δει τί θα κάνουμε. Δική μας η επιλογή. Μπορούμε να οδηγήσουμε τα έθνη σε οικονομική ειρήνη ή να τα βυθίσουμε σε οικονομικό πόλεμο ...». Ο αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών Ντην Άτσεσον αναφερόμενος στα χρόνια του ψυχρού πολέμου έγραφε: «Οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε μια πρωτοφανή από την αρχαιότητα θέση. Τέτοια πόλωση δεν είχε ξαναγίνει από την εποχή της Αθήνας και της Σπάρτης, της Ρώμης και της Καρχηδόνας.»[4]. Οι Αμερικανοί χρειάζονταν την Ελλάδα και την Τουρκία εξαιτίας της γεωπολιτικής σημασίας των δύο αυτών χωρών. Ήταν η πύλη και το κλειδί για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής. Έπρεπε η προσέγγιση να είναι ελεύθερη και αυτό προϋπέθετε την πολιτική εξάρτηση των νευραλγικών κέντρων της περιοχής. Ειδικότερα για την στρατηγική σημασία της χώρα μας η Αμερικανική «Επιτροπή Δικαιοσύνης για την Ελλάδα» υπέβαλε στον υπουργό Οικονομικών Snyder έκθεση όπου αναφέρονταν μεταξύ άλλων πως: «η Ελλάδα βρίσκεται σε σταυροδρόμι τριών ηπείρων, αποτελεί σύνορο ανάμεσα στη θαλάσσια και την χερσαία ισχύ και φυσικό οχυρό για εναέριες, θαλάσσιες και χεραίες επιχειρήσεις σε πόλεμο και ειρήνη. Αυτή η μικρή χώρα κατέχει εξαιρετικά στρατηγική θέση στον κόσμο. Είναι (1) αφετηρία για τις εμπορικές διασυνδέσεις της Αμερικής με τη Βαλκανική και την εγγύς Ανατολή και (2) φυσική πύλη που ελέγχει απόλυτα όλους τους θαλάσσιους δρόμους προς το Σουέζ, τα Δαρδανέλλια και την Αδριατική ...»[5].

[1] Barker, British Policy on South-East Europe, σ. 144.
[2] «Το Βήμα», 13 Αυγούστου 1989, σ. 29.

[3] από το ομώνυμο βιβλίο του Κώστα Ζουράρι, εκδόσεις Αρμός 2009.
[4] Laurence S. Wittner, American intervention in Greece 1943-1949, New York 1982, σ. 71.
[5] Κόντης, Η αγγλοαμερικανική πολιτική και το ελληνικό πρόβλημα: 1945-1949, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 239-240.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Διπλωματία

Κρυφακούοντας του Έλληνες[1]

Από τα είκοσι χρόνια της καριέρας μου αφιέρωσα τα εφτά προσπαθώντας να κρυφακούσω τους Έλληνες με αξιοπρεπή τρόπο. Τον Μάρτιο του 2002, η πρεσβεία[2] αγωνιούσε να αλλάξει τις αντιλήψεις των Ελλήνων ότι οι ΗΠΑ ήταν θεμιτός στόχος τρομοκρατικής επίθεσης. Καταφέραμε να πείσουμε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να σταματήσει να στηρίζεται στις ανέξοδες θεωρίες των διπλωματών του. Προσελήφθη μια εταιρεία που οργάνωνε έρευνες αγοράς και δημοσκοπήσεις για να μας βοηθήσει να ακούσουμε κριτικά απλούς Έλληνες στο περιβάλλον μιας μικρής ομάδας συζήτησης, παρόμοιο με εκέινο όπου οι πραγματικοί άνθρωποι δοκιμάζουν μονίμως να διοσθώνουν τις γνώμες τους. Ήταν μια χρήσιμη ενέργεια.[3]
...
Μια ομάδα συζήτησης Ελλήνων είναι εξαίρετη αφετηρία για να κατανοήσουμε γιατί οι περιορισμένες αλλαγές στην αμερικανική πολιτική υπό τον πρόεδρο Μπους είχαν τόσο ακραία αρνητικά αποτελέσματα σ’ όλον τον κόσμο.[4] Η γεωγραφική θέση, η ιστορία και ο πολιτισμός των Ελλήνων είναι τέτοια που η συμπεριφορά τους γεφυρώνει ένα ευρύ φάσμα ιδεολογικών και αφηγηματικών στρατηγικών που κυμαίνονται από τις νηφάλιες εξορθολογισμένες «δυτικοευρωπαϊκές» μέχρι την πιο σκοτεινή συνωμοτική «μεσανατολική» φημοκαπηλεία. Η ελληνική συμβατική αντίληψη διαμορφώθηκε στο πλαίσιο εξήντα χρόνων στενής πολιτικής και στρατιωικής σχέσης με τις ΗΠΑ.

Οι δώδεκα τυχαίοι Έλληνες που κάθονται γύρω από το τραπέζι, με την ευγενική ώθηση του μεσολαβητή, εξέφρασαν αρκετό θαυμασμό για τις ΗΠΑ ως χώρα, για τους Αμερικανούς ως λαό και για ένα σύνολο δημοκρατικών θεσμών. Χρόνια ολόκληραδηκτικών σχολίων από τους Έλληνες διανοούμενους με είχαν αφήσει απροετοίμαστο για τον βαθμό που οι απλοί Έλληνες αναγνωρίζουν και επικροτούν την αμερικανική εργασιακή ηθική, την θρησκευτική πίστη και τις οικογενειακές αξίες – γνωρίσματα που ενσαρκώνονται στους Ελληνο-αμερικανούς συγγενείς τους.

Οι συμμετέχοντες επέκριναν, κατά το σύνηθες, μια τυπική σειρά αμερικανικών πολιτικών επιλογών. Είχα ακούσει και προηγουμένως αυτές τις επικρίσεις και μορούσα να τις απαγγείλω ακόμη και κοιμισμένος. Οι Έλληνες πολιτικοί αισθάνονται το πατριωτικό καθήκον να υπενθυμίζουν ευγενικά στους Αμερικανούς συναδέλφους, από την αρχή μιας επίσημης επίσκεψης, ποια πράγματα ενοχλούν τους Έλληνες σε σχέση με τις ΗΠΑ: η αμερικανική επέμβαση στην εσωτερική πολιτική της Ελλάδας κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, η υποστήριξη της χούντας στην επταετία 1967-1974, η αποτυχία[5] τους να αποτρέψουν την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, η φιλοισραηλινή τους πολιτική και ο βομβαρδισμός της Σερβίας το 1999.

Τα μέλη της ομάδας γνώριζαν ασαφώς και σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένα τις ανομίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Στη συζήτηση ελάχιστα μνημονεύτηκε η βλάβη στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε η πληγωμένη υπερηφάνεια εξαιτίας της «αμερόληπτης»[6] πολιτικής της Αμερικής έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας: κάτι που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους δημοκρατικούς, φιλειρηνικούς, πολιτισμένους Έλληνες και στους βάναυσους, επιθετικούς, αυταρχικούς Τούρκους. Αυτό ήταν απόδειξη αδικίας. Οι αποφάσεις της εξωτερικής πολιτικής που είχαν προκαλέσει οργή στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου επισημάνθηκαν, για να επιβεβαιώσουν απλώς το στερεότυπο μιας άδικης υπερδύναμης.

[1] Τζων Μρείντυ Κήσλινγκ, «Μαθήματα Διπλωματίας», σ. 252 κ. επ., εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
[2] Ο συγγραφέας μιλά για την Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα.
[3] Ουδέποτε είδα, λέει ο Κήσλινγκ, την αναφορά που προέκυψε. Ίσως οι συστάσεις να μην ήταν ευπρόσδεκτες, όπως εκείνες της διαβόητης έκθεσης, του Σεπτεμβρίου του 2004, για τις στρατηγικές επικοινωνίες, της Επιτροπής για την Επιστημονική Επισκόπηση της Άμυνας. Ή ίσως το ξήλωμα της 17Ν τον Ιούλιο του 2002 έκανε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να χάσει το ενδιαφέρον του για την γνώμη των Ελλήνων.
[4] Ο Κήσλινγκ αντιλαμβάνεται, όπως είναι φυσικό, τις διαφοροποιήσεις στην ποιότητα και την ουσία των αμερικανικών επιλογών ως γνήσιος Αμερικανός. Θεωρεί τις διαφοροποιήσεις αυτές «περιορισμένες» και αδυνατεί να κατανοήσει τα «ακραία αρνητικά τους αποτελέσματα» στην συνείδηση των λαών του κόσμου.
[5] Ο συγγραφέας μιλά για «αποτυχία» αρνούμενος, ουσιαστικά, κάθε συζήτηση περί «ενεργής ανάμιξης» ης χώρας του στην υπόθεση της τουρκικής εισβολής εις βάρος της κυρίαρχης και ανεξάρτητης Κύπρου.
[6] Έκπληξη αποτελεί η παράθεση της λέξης ‘αμερόληπτη’ εντός εισαγωγικών. Ένας οποιοσδήποτε μέσος αμερικανός αξιωματούχος υποθέτω πως θα είχε το ελάχιστο απαιτούμενο θάρρος να χαρακτηρίσει την πολιτική αυτή τουλάχιστον «ρεαλιστική» υπονοώντας το προφανές και το αναγκαίο της εξυπηρέτησης των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Ο όρος όμως που χρησιμοποιείται εδώ δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί ως αφελής. Εντούτοις, η παράθεση του όρου αυτού εντός εισαγωγικών υποδηλώνει μια κάποια δόση γενναιότητας από μέρους του Κήσλινγκ, που έτσι παρουσιάζεται, αν όχι επικριτικός, τουλάχιστον σκεπτικιστής απέναντι στην εν λόγω αμερικανική αμφοτεροβαρή πολιτική.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

πολιτική

Πολιτικοί στοχασμοί [1]

Το πολιτεύεσθαι βέβαια δεν είναι θεωρία, ούτε φιλοσοφική ούτε επιστημονική. Είναι τέχνη που πρέπει να παρακολουθή την αδιακόπον κίνησιν της ομαδικής ζωής και των συμφερόντων της, την διηνεκώς μεταμορφουμένην πλοκήν, το αιώνιον γίγνεσθαι. Χρειάζεται μεν επιστημονικήν προπαρασκευήν και παρατήρησιν η πολιτική, αλλά επιστήμη δεν είναι. Τα πολιτικά προγράμματα, συνεπώς θα ήσαν περιττά, εάν δεν ήσαν μόνον θεωρητικώς λογικά, εάν δεν ελάμβανον υπ’ όψει την γύρω πραγματικότητα και εάν είχαν την αξίωσιν να παραμείνουν αιώνια και αναλλοίωτα, πετρωμένα και αποκρυσταλλωμένα, και να εξαντλούν όλας τας δυνατάς προβλέψεις.

Τα πολιτικά προγράμματα γίνονται διά να αντιμετωπίσουν ανάγκας και συνθήκας ωρισμένης εποχής. Ή μάλλον είναι απαυγάσματα και αντανακλάσεις ωρισμένης εποχής και ωρισμένης χώρας. Ευρίσκονται δηλαδή τεθειμένα εν τόπω και χρόνω απείρως μεταμορφώσιμα, όχι απόλυτα, ουδ’ ισχύοντα εις αιώνα τον άπαντα.

Εν τούτοις η αφετηρία ενός πολιτικού προγράμματος είναι σταθερά, απορρέει από την ιδιοσυγκρασίαν εκείνων που το συλλαμβάνουν και η ιδιοσυγκρασία των αυτή είναι σταθερά και μόνιμη. Αυτή κυβερνά τον νουν και κατευθύνει την προσοχήν του πολιτικού.

Περισσοτέραν επομένως σημασίαν από τα προγράμματα έχει η ψυχική διάθεσις και σύστασις των προσώπων που πολιτεύονται και διευθύνουν ένα κόμμα. Περισσοτέρας εγγυήσεις παραδείγματος χάριν, ημπορεί να δώση εις τον λαόν η ειλικρινώς φιλελευθέρα ροπή των πολιτικών ανδρών παρά το περιεχόμενον του προγράμματός των ή ο τίτλος του κόμματος.

Εις χώρας μη τελείως εξειλιγμένας οικονομικώς, ως είναι η Ελλάς, τα κόμματα και τα πολιτικά των προγράμματα διαλέγουν συνήθως ένα τίτλον είτε απλώς διά να προξενήση εντύπωσιν εις τους πολλούς είτε διά να αντιτίθεται – ονομαστικώς μόνον εννοείται – εις τον τίτλον του αντιπάλου κόμματος.

Εις την Ελλάδα τα προγράμματα είναι αντιγραφή το ένα του άλλου, καταστρώνονται δε συνήθως εις παραμονάς εκλογών διά να τεθούν αμέσως μετά τας εκλογάς κατά μέρος. Είναι ένα είδος εκλογικού εθίμου. Τελευταίως ήρχισε να γίνεται αντιγραφή μερικών κεφαλαιών και από πολιτικά προγράμματα κομμάτων της αλλοδαπής, χωρίς να ανταποκρίνεται το περιέχόμενόν των προς πραγματικάς ανάγκας της Ελλάδος.

[1] Ιωνός Δραγούμη, το κείμενο – μικρό απόσπασμα του οποίου παρατίθεται, σήμερα, εδώ – δημοσιεύτηκε σε παράρτημα της «Πολιτικής Επιθεωρήσεως» τον Μάιο του 1916. σελ. 12-13, εκδόσεις Μπάϋρον, Αθήναι 1972.