Η φθίνουσα ρώμη των Ελλήνων, οι ολιγάρχες, οι εθελόδουλοι στην υπηρεσία των ξένων αφεντάδων, αλλά και η μεγάλη ιδέα του εξαιρετικού προορισμού του ελληνικού έθνους, σε μια διαχρονική αλυσίδα αλληλοεπαναλαμβανόμενων επεισοδίων του παρελθόντος, του παρόντος και γιατί όχι και του άδηλου μέλλοντος της πολυτάραχης φυλής μας. Στεφανωμένη με δυσεπίλυτα προβλήματα η πολιτική, λαβυρινθώδης η ψυχοσύνθεση του Έλληνα, απρόβλεπτη, χαυνωτική κι εγερτική ταυτόχρονα. Τα διδάγματα του χθες, που δεν μετουσιώνονται σε πείρα, σκιαγραφούν την περιπέτεια του σήμερα.
Ι.Λ.
η φθίνουσα ελληνική οικουμένη[1]
Αφότου οι νίκες του Λύσανδρου σύντριψαν τη δύναμη των Αθηναίων, ο εξωτερικός κίνδυνος της ελληνικής οικουμένης από παντού ακατάπαυστα δυνάμωνε. Και ώρα μάλιστα, διασπασμένη σε κύκλους εντελώς χωρισμένους, έχανε παντού, σ' όλα της τα όρια, όλο και περισσότερο έδαφος: τους Έλληνες της Λιβύης τους είχαν συμπιέσει πέρ' απ' τη Σύρτη οι Καρχηδόνιοι (πούχανε πάρει και πάνω απ' το δυτικό μισό της Σικελίας), ενώ της Ιταλίας, σιγά-σιγά, καταπνίγηκαν από τα φύλα των Απεννίνων. Οι βάρβαροι του Κάτω Δούναβι, σπρωγμένοι κι αυτοί από τους Κέλτες, που αποκρούστηκαν στην Ιταλία, κινούνται πια κατά το νοτιά. Οι ελληνικές πόλεις βόρεια και δυτικά του Πόντου δύσκολα αντιστέκονται στους Τριβαλλούς, τους Γέτες και τους Σκύθες, και νοτιώτερα μεν η Ηράκλεια στυλώθηκε με την τυραννία κάποιου μαθητή του Πλάτωνα, μα οι άλλες ελληνικές πόλεις της Μικρασίας είν' υποτελείς του βασιλιά των Περσών και κυβερνιούνται από σατράπες του, δυνάστες, κ' εθελόδουλους ολιγαρχικούς, που τις εκμεταλλεύονται, ενώ και στα πλούσια κοντινά νησιά κυριαρχεί η περσική δύναμη, γιατ' η ελληνική θάλασσα δεν ανήκει πια στους Έλληνες. Η ανταλκίδεια ειρήνη έδωσε στα χέρια του πέρση βασιλιά και των οργάνων του μοχλό βαθύτερης κι όλο και πιο ριζικά προωθούμενης αποσύνθεσης του ελληνισμού, με τη μεθοδική συντήρηση κι ανάπτυξη των τόσο καλλιεργημένων άλλωστε κι από πριν αντιθέσεων των ηγεμονίδων ελληνικών πόλεων, ενώ τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα κρίνοντα' όλα εκεί, με προστάγματα του Μεγάλου Βασιλεώς, κ' εμπειροπόλεμες δυνάμεις Ελλήνων μαστεύει όσες θέλει ο ξένος κυριάρχος.[2]
[1] Johann Gustav Droysen, "Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου", σε μετάφραση των Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, τ. 1, σ. 27-28, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
[2] Ισοκάτης, Πανηγυρικός, IV, 124: "Μέγιστον δε των κακών, όταν υπέρ αυτής της δουλείας αναγκάζωνται συστρατεύεσθαι, και πολεμείν τοις ελευθέροις αξιούσιν είναι" και 125: "τον δε βάρβαρον τη των Ελλήνων ρώμη την αρχήν την αυτού κατασκευαζόμενον ;"
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
Ιστορία
αγώνας για καλλίτερη παιδεία[1]
Τα ελληνόπουλα διψούσαν για μάθηση. Στα χρόνια του Αγώνα - το 1826 - έγινε διανομή βιβλίων στα σχολεία της Αθήνας, δωρεά Γάλλων φιλελλήνων. Ήταν όμως λίγα και δεν επαρκούσαν για όλους τους μαθητές. "Τα δύο τρίτα των παιδιών που δεν πήραν βιβλία", γράφει ο αυτόπτης F. Schack, "ξέσπασαν σε κλάματα".
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1831, επί Καποδίστρια, στο Κεντρικό Σχολείο που ιδρύθηκε στην Αίγινα, οι μαθητές από όλη την Ελλάδα, παιδιά του Αγώνα, της φτώχειας και της ορφάνιας αλλά με πάθος για μάθηση και προκοπή, διαπίστωσαν με απογοήτευση πως αντί για τα "φώτα της Ευρώπης" και τα ιδεώδη της ελευθερίας διδάσκονταν τα κολυβογράμματα της τουρκοκρατίας και μάλιστα με δεσποτικές μεθόδους. Την διαμαρτυρία των μαθητών και το αίτημά τους για καλύτερη παιδεία αντιμετώπισε η εξουσία με τρομοκρατία, ένοπλη εισβολή και απειλή διώξεων για ανταρσία. Και οι μαθητές αναγκάστηκαν να υπογράψουν Δήλωση Μετανοίας. Γρήγορα όμως νιώθουν ταπείνωση, εξεγείρονται, ανακαλούν τη "δήλωση", καταγγέλουν με προκήρυξη τον αυταρχισμό και την βία, ξαναφορούν τα κουρέλια τους, εγκαταλείπουν το σχολείο και επιστρέφουν στα χωριά της δυστυχίας. Η καταγγελία - "διαμαρτύρησις" όπως την αποκαλούν - αποτελεί πολυσήμαντο κι σπαρακτικό ιστορικό κείμενο. Αποκαλύπτει από τη μια μεριά την αρετή, το πάθος για γνώση και την ωριμότητα αυτών των παιδιών που έζησαν τη δεκαετία του πολυαίμακτου Αγώνα και των πολεμικών συμφορών και από την άλλη τη βαναυσότητα και τον σκοταδισμό της τουρκομαθημένης εξουσίας.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, "Η διαφθορά της εξουσίας", σ. 415, Αθήνα 1992.
Τα ελληνόπουλα διψούσαν για μάθηση. Στα χρόνια του Αγώνα - το 1826 - έγινε διανομή βιβλίων στα σχολεία της Αθήνας, δωρεά Γάλλων φιλελλήνων. Ήταν όμως λίγα και δεν επαρκούσαν για όλους τους μαθητές. "Τα δύο τρίτα των παιδιών που δεν πήραν βιβλία", γράφει ο αυτόπτης F. Schack, "ξέσπασαν σε κλάματα".
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1831, επί Καποδίστρια, στο Κεντρικό Σχολείο που ιδρύθηκε στην Αίγινα, οι μαθητές από όλη την Ελλάδα, παιδιά του Αγώνα, της φτώχειας και της ορφάνιας αλλά με πάθος για μάθηση και προκοπή, διαπίστωσαν με απογοήτευση πως αντί για τα "φώτα της Ευρώπης" και τα ιδεώδη της ελευθερίας διδάσκονταν τα κολυβογράμματα της τουρκοκρατίας και μάλιστα με δεσποτικές μεθόδους. Την διαμαρτυρία των μαθητών και το αίτημά τους για καλύτερη παιδεία αντιμετώπισε η εξουσία με τρομοκρατία, ένοπλη εισβολή και απειλή διώξεων για ανταρσία. Και οι μαθητές αναγκάστηκαν να υπογράψουν Δήλωση Μετανοίας. Γρήγορα όμως νιώθουν ταπείνωση, εξεγείρονται, ανακαλούν τη "δήλωση", καταγγέλουν με προκήρυξη τον αυταρχισμό και την βία, ξαναφορούν τα κουρέλια τους, εγκαταλείπουν το σχολείο και επιστρέφουν στα χωριά της δυστυχίας. Η καταγγελία - "διαμαρτύρησις" όπως την αποκαλούν - αποτελεί πολυσήμαντο κι σπαρακτικό ιστορικό κείμενο. Αποκαλύπτει από τη μια μεριά την αρετή, το πάθος για γνώση και την ωριμότητα αυτών των παιδιών που έζησαν τη δεκαετία του πολυαίμακτου Αγώνα και των πολεμικών συμφορών και από την άλλη τη βαναυσότητα και τον σκοταδισμό της τουρκομαθημένης εξουσίας.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, "Η διαφθορά της εξουσίας", σ. 415, Αθήνα 1992.
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009
Θουκυδίδης
Ο νόμος του Παγώνδα [ή ο γείτονας είναι πάντοτε επικίνδυνος]
Θουκυδίδου Δ 92
"Βοιωτοί. Ούτεαπό τον νου μας δεν έπρεπε να περάση, εμάς των αρχόντων, η ιδέα ότι δεν πρέπει να επιτεθούμε εναντίον των Αθηναίων αν δεν βρίσκωνται στο έδαφός μας. Εκείνοι, γείτονές μας, πέρασαν τα σύνορα, ήρθαν κ' έχτισαν τείχος σε βοιωτικό έδαφος, για να μας καταστρέψουν. Είναι, λοιπόν, εχθροί μας, όπου κι αν τους προφτάσωμε, και ιδιαίτερα στο έδαφος απ' όπου ξεκίνησαν για να δράσουν εναντίον μας. Όποιος νόμιζε, λοιπόν, έως τώρα, ότι ήταν ασφαλέστερο να μην τους επιτεθούμε, ας αλλάξη γνώμη. Δεν πρέπει να υπολογίζουν τις πιθανότητες επιτυχίας εκείνοι που υφίστανται μιαν επίθεση στο έδαφός τους, αλλά εκείνοι οι οποίοι, έχοντας ασφαλισμένα τα όσα καέχουν, επιθυμούν περισσότερα και ξεκινούν να επιτεθούν εναντίον άλλων. Είναι, άλλωστε, παράδοση για σας να πολεμάτε τους ξένους που κάνουν επιδρομές είτε στην δική σας είτε στις γειτονικές περιοχές, και τούτο είναι ακόμα επιτακτικότερο εναντίον των Αθηναίων που συνορεύουν μαζί σας. Εναντίον ων γειτόνων μόνο η αντίσταση εξασφαλίζει την ελευθερία, και μάλιστα γειτόνων σαν κι αυτούς οι οποίοι προσπαθούν να υποδουλώσουν όχι μόνο τους κοντινούς τους γείτονες, αλλά και τις μακρινότερες πολιτείες. Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να ισχυριστή ότι δεν πρέπει να τους πολεμήσωμε ως τα έσχατα ; Παράδειγμα για μας είναι το πώς κυβερνούν την αντικρινή Εύβοια και τα περισσότερα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Σκεφθήτε ότι, ενώ αλλού οι γείτονες πολεμούν μεταξύ τους για να πετύχουν μια διόρθωση συνόρων, για μας, αν νικηθούμε, ένα και μόνο αναμφισβήτητο πια σύνορο θα μας επιβληθή. Θα μας πάρουν όλη την γη. Θα μπουν διά της βίας και θα μας τα πάρουν όλα. Οι Αθηναίοι είναι, για μας, οι πιο επικίνδυνοι από τους γείτονές μας. Φυσικό είναι, εκείνοι που με το θράσος που τους δίνει η δύναμή τους, κάνουν αγώνα εναντίον των γειτόνων τους - όπως κάνουν τώρα οι Αθηναίοι - να εκστρατεύσουν πρόθυμα εναντίον εκείνων που μένουν αδρανείς και δεν βγαίνουν από τα συνορά τους, ανώ δεν έχουν την ίδια προθυμία να εκστρατεύουν εναντίον εκείνων που και έξω από τα σύνορά τους πηγαίνουν να τους αντιμετωπίσουν και, πρώτοι, αν παρουσιαστή ευκαιρία, αρχίζουν τον πόλεμο. Έχομε αυτήν την πείρα μαζί τους. Από τότε που τους νικήσαμε στην Κορώνεια, την εποχή που εξαιτίας των εμφυλίων ταραχών είχαν καταλάβει την χώρα μας, εξασφαλίσαμε για την Βοιωτία απόλυτη ησυχία έως τώρα. Αυτά ας θυμηθούμε. Κια οι πιο ηλικιωμένοι από μας ας φανούμε αντάξιοι των τότε κατορθωμάτων μας, ενώ οι πιο νέοι, οι γιοι εκείνων που έδειξαν, τότε, την αξία τους, ας προσπαθήσουν ν μην ντροπιάσουν την αρετή αυτή. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι θα μας βοηθήση ο Θεός του οποίου τον ιερό χώρο ετείχισαν άνομα και κατέχουν. Πρέπει να έχωμε εμπιστοσύνη και στα σημάδια που έδειξαν οι θυσίες και να προελάσωμε για να τους δέιξωμε ότι μπορούν, ίσως, να παίρνουν ό,τι θέλουν από εκείνους που δεν τους αντιστέκονται, αλλά ότι δεν θα φύγουν, χωρίς να πολεμήσουν, από την χώρα εκείνων που γενναίοι, αγωνίζονται σ' οποιαδήποτε περίπτωση για να ελευθερώσουν την γη τους και ποτέ δεν εκστρατεύουν άδικα για να υποδουλώσουν ξένη χώρα."
* Θουκυδίδου Ιστορία, σε μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου, Εστία, Αθήνα 2004.
Θουκυδίδου Δ 92
"Βοιωτοί. Ούτεαπό τον νου μας δεν έπρεπε να περάση, εμάς των αρχόντων, η ιδέα ότι δεν πρέπει να επιτεθούμε εναντίον των Αθηναίων αν δεν βρίσκωνται στο έδαφός μας. Εκείνοι, γείτονές μας, πέρασαν τα σύνορα, ήρθαν κ' έχτισαν τείχος σε βοιωτικό έδαφος, για να μας καταστρέψουν. Είναι, λοιπόν, εχθροί μας, όπου κι αν τους προφτάσωμε, και ιδιαίτερα στο έδαφος απ' όπου ξεκίνησαν για να δράσουν εναντίον μας. Όποιος νόμιζε, λοιπόν, έως τώρα, ότι ήταν ασφαλέστερο να μην τους επιτεθούμε, ας αλλάξη γνώμη. Δεν πρέπει να υπολογίζουν τις πιθανότητες επιτυχίας εκείνοι που υφίστανται μιαν επίθεση στο έδαφός τους, αλλά εκείνοι οι οποίοι, έχοντας ασφαλισμένα τα όσα καέχουν, επιθυμούν περισσότερα και ξεκινούν να επιτεθούν εναντίον άλλων. Είναι, άλλωστε, παράδοση για σας να πολεμάτε τους ξένους που κάνουν επιδρομές είτε στην δική σας είτε στις γειτονικές περιοχές, και τούτο είναι ακόμα επιτακτικότερο εναντίον των Αθηναίων που συνορεύουν μαζί σας. Εναντίον ων γειτόνων μόνο η αντίσταση εξασφαλίζει την ελευθερία, και μάλιστα γειτόνων σαν κι αυτούς οι οποίοι προσπαθούν να υποδουλώσουν όχι μόνο τους κοντινούς τους γείτονες, αλλά και τις μακρινότερες πολιτείες. Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να ισχυριστή ότι δεν πρέπει να τους πολεμήσωμε ως τα έσχατα ; Παράδειγμα για μας είναι το πώς κυβερνούν την αντικρινή Εύβοια και τα περισσότερα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Σκεφθήτε ότι, ενώ αλλού οι γείτονες πολεμούν μεταξύ τους για να πετύχουν μια διόρθωση συνόρων, για μας, αν νικηθούμε, ένα και μόνο αναμφισβήτητο πια σύνορο θα μας επιβληθή. Θα μας πάρουν όλη την γη. Θα μπουν διά της βίας και θα μας τα πάρουν όλα. Οι Αθηναίοι είναι, για μας, οι πιο επικίνδυνοι από τους γείτονές μας. Φυσικό είναι, εκείνοι που με το θράσος που τους δίνει η δύναμή τους, κάνουν αγώνα εναντίον των γειτόνων τους - όπως κάνουν τώρα οι Αθηναίοι - να εκστρατεύσουν πρόθυμα εναντίον εκείνων που μένουν αδρανείς και δεν βγαίνουν από τα συνορά τους, ανώ δεν έχουν την ίδια προθυμία να εκστρατεύουν εναντίον εκείνων που και έξω από τα σύνορά τους πηγαίνουν να τους αντιμετωπίσουν και, πρώτοι, αν παρουσιαστή ευκαιρία, αρχίζουν τον πόλεμο. Έχομε αυτήν την πείρα μαζί τους. Από τότε που τους νικήσαμε στην Κορώνεια, την εποχή που εξαιτίας των εμφυλίων ταραχών είχαν καταλάβει την χώρα μας, εξασφαλίσαμε για την Βοιωτία απόλυτη ησυχία έως τώρα. Αυτά ας θυμηθούμε. Κια οι πιο ηλικιωμένοι από μας ας φανούμε αντάξιοι των τότε κατορθωμάτων μας, ενώ οι πιο νέοι, οι γιοι εκείνων που έδειξαν, τότε, την αξία τους, ας προσπαθήσουν ν μην ντροπιάσουν την αρετή αυτή. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι θα μας βοηθήση ο Θεός του οποίου τον ιερό χώρο ετείχισαν άνομα και κατέχουν. Πρέπει να έχωμε εμπιστοσύνη και στα σημάδια που έδειξαν οι θυσίες και να προελάσωμε για να τους δέιξωμε ότι μπορούν, ίσως, να παίρνουν ό,τι θέλουν από εκείνους που δεν τους αντιστέκονται, αλλά ότι δεν θα φύγουν, χωρίς να πολεμήσουν, από την χώρα εκείνων που γενναίοι, αγωνίζονται σ' οποιαδήποτε περίπτωση για να ελευθερώσουν την γη τους και ποτέ δεν εκστρατεύουν άδικα για να υποδουλώσουν ξένη χώρα."
* Θουκυδίδου Ιστορία, σε μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου, Εστία, Αθήνα 2004.
Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009
Φιλοσοφία
Πολλές φορές, σκέφτομαι πως ακόμα κι αν δεν είχε ποτέ υπάρξει Χριστός, ακόμα και τότε ο κόσμος μας θα ήταν σήμερα χριστιανικός. Γιατί ; Μα απλούστατα, γιατί η στωική φιλοσοφία είχε προλειάνει επαρκώς το έδαφος, για να δεχτεί ο κόσμος το χριστιανικό μήνυμα. Για την ακρίβεια οι Στωικοί είχαν ήδη μετατρέψει την κοινωνία σε χριστιανική ή αν θέλετε είχαν μεταστρέψει τους παρακμιακούς πολίτες της απρόσωπης και διεφθαρμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ώριμους κοινωνούς των χριστιανικών αντιλήψεων. Ο κόσμος, με άλλα λόγια, μετατράπηκε σε χριστιανικό, πριν καλά, καλά εξαπλωθεί το μήνυμα του Χριστού, κι αυτό δεν θα μπορούσε να είχε γίνει παρά με θεία παρέμβαση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως στην στωική προσέγγιση της φιλοσοφίας το περίφημο, αλλά και αισιόδοξο, εξαιτίας της αποδιδόμενης ισοτιμίας στην σχέση θεών κι ανθρώπων, «συν Αθηνά και χείρα κίνει» είχε ήδη υποχωρήσει και αντικαθίσταται από την Επικτήτεια θέση περί προσομοιώσεως ζωής και θεατρικής παράστασης. «Να θυμάσαι» λέει ο Επίκτητος «ότι είσαι ηθοποιός δράματος, τη φύση του οποίου καθόρισε ο δάσκαλος. Αν το θέλησε σύντομο, τότε θα είναι σύντομο, αν το θέλησε μακρύ, θα είναι μακρύ. Αν επιθυμεί να υποδυθείς τον φτωχό, οφείλεις να τον υποδυθείς με επιδεξιότητα, όπως και τον χωλό, τον άρχοντα και τον απλό πολίτη. Γιατί αυτό είναι το καθήκον σου, να υποδύεσαι καλά το πρόσωπο που σου έχει ανατεθεί. Την επιλογή όμως δεν την κάνεις εσύ. Είναι δουλειά άλλου.»[1]. Στον Επίκτητο ο Θεός είναι ο δάσκαλος, ο άλλος κι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε απέναντι, σαν μαθητές κι οφείλουμε υπακοή. Εάν το κάνουμε – και αυτή θα είναι κι η μοναδική μας συμβολή, αλλά και ταυτόχρονα η μόνη μας ελευθερία – τότε η παράσταση της ζωής μας θα έχει επιτυχία, διαφορετικά, απλά το πέρασμά μας από τη ζωή θα είναι ανούσιο. Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής το «θέλω» υποτάσσεται στο «πρέπει» και αυτό το «πρέπει» το καθορίζει ο «δάσκαλος», που μόνο αυτός γνωρίζει το ωφέλιμο και το πραγματικό. Το έργο των Αποστόλων και των συνεχιστών τους, στην πραγματικότητα, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Το ήδη εύφορο έδαφος, η κοινωνία δηλαδή, διψούσε για τη ζωογόνο δύναμη που υπό την μορφή κηρύγματος αγάπης, αδελφοσύνης και ισότητας θα το καθιστούσε καρπερό.
Ιωάννης Λιάκουρας
Στοχασμοί στη φύση της ισότητας[2]
Ο Ρουσσώ συχνά απηχεί απόψεις των Στωικών από τους οποίους αναμφίβολα επηρεάστηκε. Βλέπει στη φιλαυτία μία από τις μεγαλύτερες πηγές δεινών. Προχωρεί, ωστόσο, και πιο πέρα από τους Στωικούς. Υπάρχει μια μακροσκελής ανάλυση της φιλαυτίας με στωικές και χριστιανικές αποχρώσεις, η οποία καταλήγει με την προτροπή να ξεφύγουμε εντελώς από την έγνοια που έχουμε για την καλή γώνμη των άλλων. Καλούμαστε να εξοβελίσουμε αυτή τη διάσταση του ανθρώπινου βίου που σχετίζεται με την αναζήτηση, τη δημιουργία και την απώλεια της φήμης. Η δημόσια εικόνα μας δεν θα πρέπει να μας απασχολεί. Ο Ρουσσώ συχνά δίνει την εντύπωση ότι υιοθετεί αυτήν τη συλλογιστική. Ειδικότερα, το ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την ακεραιότητά του μπροστά στην αδικαιολόγητη εχθρότητα και την συκοφαντία του κόσμου αποτελεί στοιχείο της δραματοποιημένης αυτοπαρουσίασης που επειχειρεί. Αλλά εάν στραφούμε στις απόψεις του σχετικά με την εν δυνάμει καλή κοινωνία, θα διαπιστώσουμε ότι η εκτίμηση διατηρεί εδώ ένα σημαντικό ρόλο και ότι οι άνθρωποι ζουν σε μεγάλο βαθμό υπό το δημόσιο βλέμμα. ... Σε ένα χωρίο των «Στοχασμών για την διακυβέρνηση της Πολωνίας» ο Ρουσσώ περιγράφει το πως φρόντισαν οι αρχαίοι νομοθέτες να φέρουν τους πολίτες κοντά στην πατρική γη. Ένα από τα μέσα που μετήλθαν για να επιτύχουν αυτή τη διασύνδεση ήταν και οι δημόσιοι αγώνες. Ο Ρουσσώ αναφέρεται στα βραβεία που δίνονταν στους νικητές των αθλητικών αγώνων στην αρχαία Ελλάδα, οι οποίοι στεφανώνονταν εν μέσω των χειροκροτημάτων των συμπολιτών τους. Έτσι, ανανεώνοντας συνεχώς το πνεύμα της άμιλλας και τη φιλοδοξία, έφεραν την ανδρεία και τις άλλες ελληνικές αρετές σε τέτοια ύψη που σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να τις θυμίζει ούτε στο ελάχιστο – κι αυτό είναι κάτι που οι σύγχρονοί μας αδυνατούν να το πιστέψουν.
Εδώ, η δόξα και η δημόσια αναγνώριση σημαίνουν πολλά. Και το γεγονός ότι είχαν σημασία απέβη ιδιαίτερα επωφελές. Εάν αυτό αληθεύει, τότε γιατί οι τιμές στη νεότερη εποχή κρίνονται αρνητικά ;
Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην ισότητα και συγκεκριμένα στην εξισορροπημένη αμοιβαιότητα που τη χαρακτηρίζει. ... Ο Ρουσσώ διατέινεται ότι το βασικό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εκδηλώσεων, αγώνων, εορτασμών και απαγγελιών που τις καθιστούσε πηγές αρετής και πατριωτισμού υπήρξε η πλήρης απουσία ταξικών διαφοροποιήσεων ή διακρίσεων μεταξύ των πολιτών. Όλα αυτά συνέβαιναν στο ύπαιθρο με τη συμμετοχή όλων. Οι άνθρωποι ήταν ταυτόχρονα θεατές και θέαμα. Και βέβαια στο χωρίο αυτό επισημαίνεται η αντίθεση με τις σύγχρονες θρησκευτικές τελετές που διεξάγονται μέσα σε κλειστούς ναούς και, το κυριότερο, με το σύγχρονο θέατρο που παρουσιάζεται κεκλεισμένων των θυρών σε όσους έχουν πληρώσει για την είσοδό τους και εκπροσωπείται από μια τάξη επαγγελματιών που ετοιμάζουν παραστάσεις για άλλους.
...
Αλλά ποιό θα είναι το αντικείμενο αυτών των θεαμάτων ; Ποιό το περιεχόμενό τους ; Κανένα, αν θέλετε. Εάν υπάρχει ελευθερία, όπου κυριαρχεί η αφθονία, θα κυριαρχεί και η ευζωία. Βάλτε ένα κοντάρι στεφανωμένο με λουλούδια στη μέση μιας πλατείας και έχετε μια γιορτή. Ή κάντε κάτι καλύτερο. Αφήστε τους θεατές να γίνουν οι ίδιοι θέαμα. Κάντε τους ηθοποιούς. Κάντε το ίδιο ώστε ο καθένας να βλέπει τον εαυτό του στους άλλους και να τον αγαπάει, και όλοι μαζί γίνονται ένα.[3]
[1] Εγχειρίδιο, κεφ. 17
[2] Τσάρλς Ταίηλορ, «Πολυπολιτισμικότητα», σ. 96-98, εκδόσεις Πόλις 1999.
[3] Lettre a d’ Alembert.
Ιωάννης Λιάκουρας
Στοχασμοί στη φύση της ισότητας[2]
Ο Ρουσσώ συχνά απηχεί απόψεις των Στωικών από τους οποίους αναμφίβολα επηρεάστηκε. Βλέπει στη φιλαυτία μία από τις μεγαλύτερες πηγές δεινών. Προχωρεί, ωστόσο, και πιο πέρα από τους Στωικούς. Υπάρχει μια μακροσκελής ανάλυση της φιλαυτίας με στωικές και χριστιανικές αποχρώσεις, η οποία καταλήγει με την προτροπή να ξεφύγουμε εντελώς από την έγνοια που έχουμε για την καλή γώνμη των άλλων. Καλούμαστε να εξοβελίσουμε αυτή τη διάσταση του ανθρώπινου βίου που σχετίζεται με την αναζήτηση, τη δημιουργία και την απώλεια της φήμης. Η δημόσια εικόνα μας δεν θα πρέπει να μας απασχολεί. Ο Ρουσσώ συχνά δίνει την εντύπωση ότι υιοθετεί αυτήν τη συλλογιστική. Ειδικότερα, το ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την ακεραιότητά του μπροστά στην αδικαιολόγητη εχθρότητα και την συκοφαντία του κόσμου αποτελεί στοιχείο της δραματοποιημένης αυτοπαρουσίασης που επειχειρεί. Αλλά εάν στραφούμε στις απόψεις του σχετικά με την εν δυνάμει καλή κοινωνία, θα διαπιστώσουμε ότι η εκτίμηση διατηρεί εδώ ένα σημαντικό ρόλο και ότι οι άνθρωποι ζουν σε μεγάλο βαθμό υπό το δημόσιο βλέμμα. ... Σε ένα χωρίο των «Στοχασμών για την διακυβέρνηση της Πολωνίας» ο Ρουσσώ περιγράφει το πως φρόντισαν οι αρχαίοι νομοθέτες να φέρουν τους πολίτες κοντά στην πατρική γη. Ένα από τα μέσα που μετήλθαν για να επιτύχουν αυτή τη διασύνδεση ήταν και οι δημόσιοι αγώνες. Ο Ρουσσώ αναφέρεται στα βραβεία που δίνονταν στους νικητές των αθλητικών αγώνων στην αρχαία Ελλάδα, οι οποίοι στεφανώνονταν εν μέσω των χειροκροτημάτων των συμπολιτών τους. Έτσι, ανανεώνοντας συνεχώς το πνεύμα της άμιλλας και τη φιλοδοξία, έφεραν την ανδρεία και τις άλλες ελληνικές αρετές σε τέτοια ύψη που σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να τις θυμίζει ούτε στο ελάχιστο – κι αυτό είναι κάτι που οι σύγχρονοί μας αδυνατούν να το πιστέψουν.
Εδώ, η δόξα και η δημόσια αναγνώριση σημαίνουν πολλά. Και το γεγονός ότι είχαν σημασία απέβη ιδιαίτερα επωφελές. Εάν αυτό αληθεύει, τότε γιατί οι τιμές στη νεότερη εποχή κρίνονται αρνητικά ;
Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην ισότητα και συγκεκριμένα στην εξισορροπημένη αμοιβαιότητα που τη χαρακτηρίζει. ... Ο Ρουσσώ διατέινεται ότι το βασικό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εκδηλώσεων, αγώνων, εορτασμών και απαγγελιών που τις καθιστούσε πηγές αρετής και πατριωτισμού υπήρξε η πλήρης απουσία ταξικών διαφοροποιήσεων ή διακρίσεων μεταξύ των πολιτών. Όλα αυτά συνέβαιναν στο ύπαιθρο με τη συμμετοχή όλων. Οι άνθρωποι ήταν ταυτόχρονα θεατές και θέαμα. Και βέβαια στο χωρίο αυτό επισημαίνεται η αντίθεση με τις σύγχρονες θρησκευτικές τελετές που διεξάγονται μέσα σε κλειστούς ναούς και, το κυριότερο, με το σύγχρονο θέατρο που παρουσιάζεται κεκλεισμένων των θυρών σε όσους έχουν πληρώσει για την είσοδό τους και εκπροσωπείται από μια τάξη επαγγελματιών που ετοιμάζουν παραστάσεις για άλλους.
...
Αλλά ποιό θα είναι το αντικείμενο αυτών των θεαμάτων ; Ποιό το περιεχόμενό τους ; Κανένα, αν θέλετε. Εάν υπάρχει ελευθερία, όπου κυριαρχεί η αφθονία, θα κυριαρχεί και η ευζωία. Βάλτε ένα κοντάρι στεφανωμένο με λουλούδια στη μέση μιας πλατείας και έχετε μια γιορτή. Ή κάντε κάτι καλύτερο. Αφήστε τους θεατές να γίνουν οι ίδιοι θέαμα. Κάντε τους ηθοποιούς. Κάντε το ίδιο ώστε ο καθένας να βλέπει τον εαυτό του στους άλλους και να τον αγαπάει, και όλοι μαζί γίνονται ένα.[3]
[1] Εγχειρίδιο, κεφ. 17
[2] Τσάρλς Ταίηλορ, «Πολυπολιτισμικότητα», σ. 96-98, εκδόσεις Πόλις 1999.
[3] Lettre a d’ Alembert.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)