Η βλακεία των Δυτικών και ο ποταπός ρόλος της Τουρκίας στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο[1]
Τρεις, τουλάχιστον, μήνες μετά την οριστική λήψη της, οι συμμαχικές υπηρεσίες αγνοούσαν την απόφαση του Χίτλερ να επιτεθεί κατά της Σοβιετικής Ενώσεως. Δραματικά ελλειπής ήταν και η πληροφόρησή τους γύρω από τις μυστικές διμερείς διαβουλεύσεις ανάμεσα στη γερμανική και τις βαλκανικές κυβερνήσεις. Η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, πράγματι, ενώ εξακολουθητικά άφηναν τους Συμμάχους να ελπίζουν σε πιθανή συμπαράσταση, έδιναν παράλληλα ολοένα και ουσιαστικότερο περιεχόμενο στον μυστικό διάλογο με το Βερολίνο. Ο πρωθυπουργός Τσβέτκοβιτς έφθανε, κατά τη διμερή διάσκεψη στο Φουσλ – μέσα Φεβρουαρίου – να προτείνει τη συγκρότηση αντιβρετανικού μετώπου στα Βαλκάνια, ενώ η Άγκυρα καλλιεργούσε αθόρυβα το έδαφος για την αποφυγή κάθε εμπλοκής στην πολεμική διαμάχη: η τουρκοβουλγαρική συμφωνία μη επιθέσεως, στις 17 Φεβρουαρίου, μέσο για την εξυπηρέτηση της τακτικής αυτής, διευκόλυνε σημαντικά τα σχέδια του Άξονα. Παράλληλα, στις 8 Φεβρουαρίου, η Βουλγαρία είχε συνάψει με τη Γερμανία στρατιωτικό πρωτόκολλο που καθόριζε τη θέση της ενόψει της επικείμενης εισβολής της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. Οι πραγματικές προθέσεις των γειτονικών βαλκανικών κρατών έμελλαν τελικά να αποκαλυφθούν όταν θα δημοσιοποιούνταν οι διπλωματικές πράξεις που συνομολόγησαν με την κυβέρνηση του Τρίτου Ράιχ: 1η Μαρτίου και 25 Μαρτίου, προσχώρηση στο Τριμερές Σύμφωνο της Βουλγαρίας, αντίστοιχα, και της Γιουγκοσλαβίας, με αντάλλαγμα, στη δεύτερη περίπτωση, την επέκταση ως τον Θερμαϊκό κόλπο (!), 8 Ιουνίου, τουρκογερμανικό Σύμφωνο Φιλίας. Σύμπτωση μονιμότερων συμφερόντων ή μήπως, πιθανότερα, εκδήλωση βραχυπρόθεσμου καιροσκοπισμού ; Ή, ακόμη, ειδικό φαινόμενο κρατών, τα οποία, όπως χαρακτηριστικά επισήμαναν κύκλοι του Φόρεϊν Όφφις, «εν τη επιθυμία τους όπως αποφύγωσιν ενέργειαν ην η Γερμανία θα εθεώρει προκλητικήν, αδρανούσιν επί τοσούτω ώστε αι μεταγενέστεραι γερμανικαί πιέσεις ευρίσκουσι ταύτα ανίκανα προς άμυναν» ;
Στο μέτρο που γινόταν αντιληπτή, έστω και με αισθητή καθυστέρηση, η κατολίσθηση των βαλκανικών γειτόνων της Ελλάδας στη σφαίρα της άμεσης επιρροής της χιτλερικής Γερμανίας, οι συμμαχικές ελπίδες ολοένα και συρρικνώνονταν για να εντοπιστούν, στις παραμονές της γερμανικής εισβολής, σε μόνη την Τουρκία. «Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Τούρκοι θα πολεμήσουν και μάλιστα γενναία», είχε προαναγγείλει στα μέσα του 1940 ο Λόρδος Χάλιφαξ, υπουργός των Εξωτερικών σε μια εποχή που η πρόταξη από την Ελλάδα αποτελεσματικής άμυνας απέναντι σε ενδεχόμενη ιταλική επίθεση δεν θεωρούνταν από την κυβέρνησή του πολύ πιθανή. Σύμφωνα, μάλιστα, με την εκτίμηση του βρετανικού Γενικού Επιτελείου, το πρόβλημα ήταν η προσέλκυση της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας προς την πλευρά της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Τουρκίας (!) – που συνδέονταν ήδη με τους δεσμούς του Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας του 1939.
[1] Από την «Ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900-1945», του Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, σ. 292-293, Εστία 1992.
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009
Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009
Ιστορία
«Υπάρχει μια λέξη, που πάντοτε την αγνόησα. Είναι η λέξη συνθηκολόγηση …»
Λόγοι του Αδόλφου Χίτλερ, στον Ράιχσταγ, την 1η Σεπτεμβρίου 1939[1]
Γιουγκοσλαβία
Ο πόλεμος εναντίον της Γιουγκοσλαβίας είναι επανάληψη του πολέμου στην Πολωνία, χωρίς τον ηρωισμό της πολωνικής άμυνας. Εξαιρετικά υπερόπτες, πεπεισμένοι για την εξαιρετική στρατιωτική αξία τους οι στρατηγοί του Βελιγραδίου αρνήθηκαν να ακούσουν τις αγγλικές συμβουλές και επέμειναν να θέλουν να υπερασπίσουν το σύνολο των συνόρων τους. Μια ομάδα στρατιών καλύπτει την Κροατία από το φιούμε ως το μπροντ. Μια δεύτερη εκτείνεται ως τις Σιδηρές Πύλες. Η Τρίτη είναι παρατεταγμένη στην βουλγαρική μεθόριο και επί πλέον σχεδιάζει να εισβάλη στην Αλβανία. Αλλά ο όρος «στρατιά» δεν σημαίνει παρά τρεις ή τέσσερεις μεραρχίες, χωρίς να έχουν κανένα θωρακισμένο όχημα και αντιαρματικά όπλα. Η αεροπορία αριθμεί 700 πρωτόγονα αεροσκάφη, που τα περισσότερα καταστρέφονται από την πρώτη ημέρα επί του εδάφους. Η γερμανική εκστρατεία εναντίον αυτού του στρατού, που ανήκει σ’ άλλη εποχή, είναι αξιοθαύμαστη μόνο για την καταπληκτική ικανότητα των μηχανοκινήτων να εξουδετερώνουν τα φυσικά εμπόδια. Ο Κλάινστ παραβιάζει τα στενά του Τσάριμπορντ στη σιδηροδρομική γραμμή του Οριάν-Εξπρές, καταλαμβάνει τη Νίσα, στέλνει την 5η μεραρχία πάντζερ προς την Αλβανία, κατεβαίνει από την κοιλάδα του μοράβα με την 11η και την 60η μηχανοκίνητη μεραρχία, καταλαμβάνει από τα νώτα το Βελιγράδι και προχωρεί προς τα νότια για να εγκλωβίση τα υπολείμματα του γιουγκοσλαβικού στρατού στη Βοσνία. Διεξάγοντας τις επιχειρήσεις του σε μια περιοχή που είναι ακόμα πιο φτωχή σε δρόμους ο Στούμμε καταλαμβάνει τα Σκόπια, ύστερα χωρίζει στα δύο τη φάλαγγά του, συναντιέται με τους Ιταλούς στη λίμνη της Οχρίδας και παρακάμπτει τις αγγλοελληνικές θέσεις στην περιοχή της Φλώρινας. Στην Κροατία, τη στιγμή που εμφανίζονται στο Ζάγκρεμπ τα θωρακισμένα, συγκροτείται μια αυτονομιστική κυβέρνηση. Η Γιουγκοσλαβία, τεχνητό δημιούργημα, διαλύεται μαζί με την κατάρρευση του στρατού της.
Μέσα σε ένδεκα μέρες ο πόλεμος έχει τελειώσει. … η Βέρμαχτ είχε επιτύχει τη λιγότερο δαπανηρή της νίκη : 151 νεκροί, 15 εξαφανισθέντες, 392 τραυματίες. Η συντριβή ενός από τα κράτη που θεωρούσαν πως είναι διάδοχοι των Αψβούργων χρειάστηκε ελάχιστα περισσότερο αίμα από ένα ευρωπαϊκό σαββατοκύριακο τον καιρό της ειρήνης.
Ελλάδα
Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας εξαπελύθη ταυτόχρονα με την επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Παρ’ όλες τις αγγλικές παραστάσεις οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να πεισθούν να εγκαταλείψουν την εξαίρετη γραμμή Μεταξά, που είχε κατασκευασθή, για να αντιμετωπισθή μια βουλγαρική εισβολή, που τώρα την υποκαθιστούσε η χιτλερική εισβολή. Ο στρατηγός Μπακόπουλος διαθέτει για την άμυνά της τις ταξιαρχίες «Έβρος» και «Νέστος», τις μεραρχίες πεζικού 7η, 14η, 18η, και 19η. Η τελευταία αποκαλείται μηχανοκίνητη, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνολικά διαθέτει 25 τάγματα, 37 πυροβολαρχίες και 24 οχυρά από μπετόν. Με τους Άγγλους, που παίρνουν θέση 50 χλμ. Πίσω από την πρώτη γραμμή, ο Παπάγος αφήνει μόνο το 12ο και το 20ο σύνταγμα πεζικού. Έτσι οι δύο σύμμαχοι στρατοί διασπούν τις δυνάμεις τους και προετοιμάζουν δύο ξεχωριστές μάχες εναντίον ενός συντριπτικού αντιπάλου. Οι Έλληνες όμως είναι πολεμιστές διαφορετικοί από τους Γιουγκοσλάβους. Οι τρεις γερμανικές μεραρχίες, που επιτίθενται στο Νέστο, υποχρεώνονται απότομα να σταματήσουν. Στο στενό του Ρούπελ η 5η ορεινή μεραρχία γνωρίζει μια αιματηρή αποτυχία και η 6η προχωρεί με κόπο πάνω στις κορυφογραμμές δυτικά του Στρυμόνος. Επί τρεις ημέρες σφοδρές επιθέσεις από την ξηρά κι από τον αέρα διαδέχονται η μία την άλλη στη γραμμή Μεταξά, που δεν διασπάται σε κανένα σημείο.
Τη λύση δίνει μία από τις μεραρχίες του Σεντάν, η 2η πάντζερ, της οποίας διοικητής είναι οστρατηγός Φάιερ. Μπαίνει στη Γιουγκοσλαβία από την κοιλάδα του ποταμού Στρούμιτσα και χωρίς να συναντήση αντίσταση προχωρεί ως την ομώνυμη πόλη. Η κοιλάδα συνεχίζεται προς τα δυτικά, αλλά ο Φάιερ έχει μια έμπνευση. Στρίβει προς το νότο, ανεβάζει τη μεραρχία του ως τη λίμνη της Δοϊράνης ακολουθώντας έναν άθλιο ορεινό δρόμο, παρακάμπτει τη λίμνη από τα δυτικά, περνάει την ελληνοσερβική μεθόριο και κατεβαίνει από ένα δρόμο όλο στροφές στην κοιλάδα του Αξιού. Η 19η μηχανοκίνητη μεραρχία, μοναδική εφεδρεία του Μπακόπουλου, δεν είναι σε θέση να τον σταματήση. Στις 8 Απριλίου ο Φάιερ προχωρεί 90 χλμ. Και μπαίνει στη Θεσσαλονίκη τα μεσάνυχτα.
Περικυκλωμένοι πια οι υπερασπιστές της γραμμής Μεταξά παίρνουν από τον Παπάγο την έγκριση να συνθηκολογήσουν. Οι Γερμανοί τους γεμίζουν επαίνους, θαυμάζουν την ποιότητα των οχυρωματικών τους έργων και διατυπώνουν την ακόλουθη κρίση, που ο Χίτλερ θα επαναλάβη μερικές μέρες αργότερα στον ύμνο του θριάμβου του : "Είσαστε ο μόνος στρατός, που άντεξε στα Στούκας".
[1] Ιστορία του 2ου παγκοσμίου πολέμου, σελ. 204-206, Larousse – Paris Match / Πάπυρος.
Λόγοι του Αδόλφου Χίτλερ, στον Ράιχσταγ, την 1η Σεπτεμβρίου 1939[1]
Γιουγκοσλαβία
Ο πόλεμος εναντίον της Γιουγκοσλαβίας είναι επανάληψη του πολέμου στην Πολωνία, χωρίς τον ηρωισμό της πολωνικής άμυνας. Εξαιρετικά υπερόπτες, πεπεισμένοι για την εξαιρετική στρατιωτική αξία τους οι στρατηγοί του Βελιγραδίου αρνήθηκαν να ακούσουν τις αγγλικές συμβουλές και επέμειναν να θέλουν να υπερασπίσουν το σύνολο των συνόρων τους. Μια ομάδα στρατιών καλύπτει την Κροατία από το φιούμε ως το μπροντ. Μια δεύτερη εκτείνεται ως τις Σιδηρές Πύλες. Η Τρίτη είναι παρατεταγμένη στην βουλγαρική μεθόριο και επί πλέον σχεδιάζει να εισβάλη στην Αλβανία. Αλλά ο όρος «στρατιά» δεν σημαίνει παρά τρεις ή τέσσερεις μεραρχίες, χωρίς να έχουν κανένα θωρακισμένο όχημα και αντιαρματικά όπλα. Η αεροπορία αριθμεί 700 πρωτόγονα αεροσκάφη, που τα περισσότερα καταστρέφονται από την πρώτη ημέρα επί του εδάφους. Η γερμανική εκστρατεία εναντίον αυτού του στρατού, που ανήκει σ’ άλλη εποχή, είναι αξιοθαύμαστη μόνο για την καταπληκτική ικανότητα των μηχανοκινήτων να εξουδετερώνουν τα φυσικά εμπόδια. Ο Κλάινστ παραβιάζει τα στενά του Τσάριμπορντ στη σιδηροδρομική γραμμή του Οριάν-Εξπρές, καταλαμβάνει τη Νίσα, στέλνει την 5η μεραρχία πάντζερ προς την Αλβανία, κατεβαίνει από την κοιλάδα του μοράβα με την 11η και την 60η μηχανοκίνητη μεραρχία, καταλαμβάνει από τα νώτα το Βελιγράδι και προχωρεί προς τα νότια για να εγκλωβίση τα υπολείμματα του γιουγκοσλαβικού στρατού στη Βοσνία. Διεξάγοντας τις επιχειρήσεις του σε μια περιοχή που είναι ακόμα πιο φτωχή σε δρόμους ο Στούμμε καταλαμβάνει τα Σκόπια, ύστερα χωρίζει στα δύο τη φάλαγγά του, συναντιέται με τους Ιταλούς στη λίμνη της Οχρίδας και παρακάμπτει τις αγγλοελληνικές θέσεις στην περιοχή της Φλώρινας. Στην Κροατία, τη στιγμή που εμφανίζονται στο Ζάγκρεμπ τα θωρακισμένα, συγκροτείται μια αυτονομιστική κυβέρνηση. Η Γιουγκοσλαβία, τεχνητό δημιούργημα, διαλύεται μαζί με την κατάρρευση του στρατού της.
Μέσα σε ένδεκα μέρες ο πόλεμος έχει τελειώσει. … η Βέρμαχτ είχε επιτύχει τη λιγότερο δαπανηρή της νίκη : 151 νεκροί, 15 εξαφανισθέντες, 392 τραυματίες. Η συντριβή ενός από τα κράτη που θεωρούσαν πως είναι διάδοχοι των Αψβούργων χρειάστηκε ελάχιστα περισσότερο αίμα από ένα ευρωπαϊκό σαββατοκύριακο τον καιρό της ειρήνης.
Ελλάδα
Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας εξαπελύθη ταυτόχρονα με την επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Παρ’ όλες τις αγγλικές παραστάσεις οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να πεισθούν να εγκαταλείψουν την εξαίρετη γραμμή Μεταξά, που είχε κατασκευασθή, για να αντιμετωπισθή μια βουλγαρική εισβολή, που τώρα την υποκαθιστούσε η χιτλερική εισβολή. Ο στρατηγός Μπακόπουλος διαθέτει για την άμυνά της τις ταξιαρχίες «Έβρος» και «Νέστος», τις μεραρχίες πεζικού 7η, 14η, 18η, και 19η. Η τελευταία αποκαλείται μηχανοκίνητη, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνολικά διαθέτει 25 τάγματα, 37 πυροβολαρχίες και 24 οχυρά από μπετόν. Με τους Άγγλους, που παίρνουν θέση 50 χλμ. Πίσω από την πρώτη γραμμή, ο Παπάγος αφήνει μόνο το 12ο και το 20ο σύνταγμα πεζικού. Έτσι οι δύο σύμμαχοι στρατοί διασπούν τις δυνάμεις τους και προετοιμάζουν δύο ξεχωριστές μάχες εναντίον ενός συντριπτικού αντιπάλου. Οι Έλληνες όμως είναι πολεμιστές διαφορετικοί από τους Γιουγκοσλάβους. Οι τρεις γερμανικές μεραρχίες, που επιτίθενται στο Νέστο, υποχρεώνονται απότομα να σταματήσουν. Στο στενό του Ρούπελ η 5η ορεινή μεραρχία γνωρίζει μια αιματηρή αποτυχία και η 6η προχωρεί με κόπο πάνω στις κορυφογραμμές δυτικά του Στρυμόνος. Επί τρεις ημέρες σφοδρές επιθέσεις από την ξηρά κι από τον αέρα διαδέχονται η μία την άλλη στη γραμμή Μεταξά, που δεν διασπάται σε κανένα σημείο.
Τη λύση δίνει μία από τις μεραρχίες του Σεντάν, η 2η πάντζερ, της οποίας διοικητής είναι οστρατηγός Φάιερ. Μπαίνει στη Γιουγκοσλαβία από την κοιλάδα του ποταμού Στρούμιτσα και χωρίς να συναντήση αντίσταση προχωρεί ως την ομώνυμη πόλη. Η κοιλάδα συνεχίζεται προς τα δυτικά, αλλά ο Φάιερ έχει μια έμπνευση. Στρίβει προς το νότο, ανεβάζει τη μεραρχία του ως τη λίμνη της Δοϊράνης ακολουθώντας έναν άθλιο ορεινό δρόμο, παρακάμπτει τη λίμνη από τα δυτικά, περνάει την ελληνοσερβική μεθόριο και κατεβαίνει από ένα δρόμο όλο στροφές στην κοιλάδα του Αξιού. Η 19η μηχανοκίνητη μεραρχία, μοναδική εφεδρεία του Μπακόπουλου, δεν είναι σε θέση να τον σταματήση. Στις 8 Απριλίου ο Φάιερ προχωρεί 90 χλμ. Και μπαίνει στη Θεσσαλονίκη τα μεσάνυχτα.
Περικυκλωμένοι πια οι υπερασπιστές της γραμμής Μεταξά παίρνουν από τον Παπάγο την έγκριση να συνθηκολογήσουν. Οι Γερμανοί τους γεμίζουν επαίνους, θαυμάζουν την ποιότητα των οχυρωματικών τους έργων και διατυπώνουν την ακόλουθη κρίση, που ο Χίτλερ θα επαναλάβη μερικές μέρες αργότερα στον ύμνο του θριάμβου του : "Είσαστε ο μόνος στρατός, που άντεξε στα Στούκας".
[1] Ιστορία του 2ου παγκοσμίου πολέμου, σελ. 204-206, Larousse – Paris Match / Πάπυρος.
διαβάστε για την υποχώρηση των Άγγλων από την ηπειρωτική Ελλάδα στον ΔημοΔιδάσκαλο : http://dimodidaskalos.blogspot.com/2009/10/blog-post_21.html
Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009
Πολιτική
Μακροστρατηγική[1]
Ο Μαρκ Γκρόσμαν, διπλωμάτης καριέρας, διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (1994-1997) και Υφυπουργός για ευρωπαϊκές υποθέσεις (2001-2005) υπό την ευθύνη του οποίου δρομολογήθηκε η τελευταία φάση του σχεδίου Ανάν. Για τον κύριο Γκρόσμαν υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο. Εναντίον του εκκρεμούν ισχυρισμοί και κατηγορίες, ότι την περίοδο που διετέλεσε Υφυπουργός (2001-2005) υπήρξε αποδέκτης τουλάχιστον 15.000 δολαρίων σε μετρητά υπό τη μορφή δωροδοκίας από την τουρκο-αμερικανική οργάνωση «Αμερικανο-Τουρκικό Συμβούλιο». Κατά τους ισχυρισμούς ο Γκρόσμαν συνεργάζετο με την τουρκική πρεσβεία και Τούρκους πράκτορες στην παροχή πληροφοριών για πυρηνικά ζητήματα, που κατέληγαν στην Τουρκία, το Πακιστάν και το Ισραήλ, σε ένα όργιο κατασκοπείας κατά των ΗΠΑ από τρεις κατά τα άλλα σύμμαχές της χώρες. Για το Γκρόσμαν ανοίχτηκε φάκελος από το αμερικανικό Εφ Μπι Άι, τα τηλέφωνά του παρακολουθούντο, και από τη διαδικασία αυτή προέκυψαν οι ισχυρισμοί εναντίον του αναφορικά με τη δωροδοκία. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει αλλά δεν φαίνεται και να προχωρεί. Η αμερικανική δικαιοσύνη έχει επιβάλει πρωτόγνωρα δικαστικά ασφαλιστικά μέτρα στον κύριο μάρτυρα, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» στην υπόθεση Γκρόσμαν.
Τίποτα από τα παραπάνω, ωστόσο, δεν σταμάτησαν τον κύριο Γκρόσμαν που εμφανίστηκε την επομένη του ταξιδιού της κυρίας Κλίντον στην Τουρκία, ως το κύριο πρόσωπο που παρείχε πληροφορίες στην εφημερίδα «Ουάσιγκτων Ποστ»[2]. Η εφημερίδα στο πρωτοσέλιδό της, εκθειάζει την Τουρκία και τη στρατηγική της σημασία για τις ΗΠΑ, στην προσπάθεια της τελευταίας να κερδίσει τον μουσουλμανικό κόσμο, να απεμπλακεί από το Αφγανιστάν, και να εκτονώσει την Μέση Ανατολή.
Αυτά που λέει ο κύριος Γκρόσμαν, σήμερα, ότι δηλαδή η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, τα έλεγε αυτολεξεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως Αμερικανός αξιωματούχος. Τα ίδια έλεγε και ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ[3] την ίδια ακριβώς περίοδο, και τα ίδια εκφώνησε ο πρόεδρος Κλίντον στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του 1999 στον πανηγυρικό του λόγο στην μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, όπου οι Τούρκοι τον χειροκροτούσαν επί ποδός για αρκετή ώρα[4].
Ωστόσο, οι σχέσεις ΗΠΑ – Άγκυρας δεν βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο λόγω και μόνο της σύμπλευσης συμφερόντων των δύο κρατών σε μία σειρά ζητημάτων. Θυμίζω ότι ο αντιαμερικανισμός και ο αντισημητισμός, που πάνε χέρι-χέρι, βρίσκεται στα ύψη στην Τουρκία. Και ότι τον Μάρτιο του 2003, οι σχέσεις ΗΠΑ – Άγκυρας ήταν στο ναδίρ, λόγω της άρνησης της τελευταίας να συνδράμει τη μεγάλη σύμμαχό της στην εισβολή στο Ιράκ[5].
Από τις αρχές του 1980, η τουρκική κυβέρνηση υλοποιεί, με την βοήθεια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, μια στρατηγική άλωσης και βραχυκύκλωσης όλων των κέντρων εξουσίας των ΗΠΑ, κυρίως μέσα στον Ουάσιγκτων, αλλά και έξω από αυτήν[6].
Είναι πράγματι εντυπωσιακό, ότι δεν υπάρχει think tank στην Ουάσιγκτων το οποίο ασχολείται με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, όπου δεν υπάρχει τουρκική παρουσία και πάμπολλα τουρκικά λεφτά. Πουθενά στην Ουάσιγκτων δεν λαμβάνει χώρα δραστηριότητα που να επηρεάζει τα τουρκικά συμφέροντα και να μην εμφανίζεται μια κουστωδία εργαλειακών επιστημόνων και «επαγγελματιών» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας για να τις ακυρώσει[7].
Αντίθετα, η παρουσία της Ελλάδας και της Κύπρου στα κέντρα εξουσίας στην Ουάσιγκτων είναι στην καλύτερη περίπτωση παθητική, αρκετές φορές αρνητική ενίοτε και γελοία. Στην γελοιότητα καταλήγουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, όταν συγχέουν την ουσία με την επίφαση και οι ηγεσίες των οποίων πιστεύουν ότι η προσωπική διπλωματία μπορεί να υποκαταστήσει θεσμικά κενά, ανικανότητες και τη συσσωρευμένη αξιοπιστία μιας υπερκομματικής στρατηγικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.
[1] Μάριου Ευρυβιάδη, Η διαχρονική συνέχεια της αμερικανικής μακροστρατηγικής, Γεωστρατηγική – Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, Σεπτέμβριος 2008 – Απρίλιος 2009, Τεύχη 15-16.
[2] Περιοδεία Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένης και της επίσκεψης στην Τουρκία, 8 Μαρτίου 2009.
[3] Σήμερα εκπρόσωπος του Ομπάμα για το Αφγανιστάν.
[4] Βλ. Μόρτον Αμπράμοβιτς, Η μεταμόρφωση της Τουρκίας και η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική (Νέα Υόρκη, the century foundation press, 2000), σελ. 153-184.
[5] Βλ. Ρόμπερτ Πόλλοκ, «ο ασθενής της Ευρώπης, πάλι – Ισλαμισμός και εθνικισμός προστίθενται στην αντιαμερικανική τρέλλα στην Τουρκία», Γουώλ Στρήτ Τζέρναλ, 16 Φεβρουαρίου 2005.
[6] Βλ. Σπύρου Βρυώνη, Τουρκικό κράτος και ιστορία: η Κλειώ συναντά τον γκρίζο λύκο, Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών, Αρ. 237, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 89-131.
[7] Τουρκικές χρηματοδοτήσεις συντηρούν ερευνητικά, δήθεν, προγράμματα όπως το Council of Foreign Relations, το RAND, το Brookings (αποδέκτης από το 2006 του ποσού των 650 χιλιάδων δολαρίων από την Τουρκία και με Τούρκο αντιπρόεδρο), το Carnegie Endowment, το Center for Strategic and International Studies – CSIS, το Hudson Institute, το Washington Institute for New East Policy, το Jamestown Foundation, το Eurasia Foundation, το German Marshall Fund of the US – GMFUS, το US Peace Institute, το Center for American Progress, το Middle East Progress, το The Center for a new American Security, το New America Foundation, το The Century Foundation, το Stanley Foundation, το Potogomac Institute, καθώς επίσης και άλλα που ασχολούνται με ζητήματα τρομοκρατίας και ενέργειας, των οποίων οι χρηματοδοτήσεις παραμένουν αδιαφανείς.
Ο Μαρκ Γκρόσμαν, διπλωμάτης καριέρας, διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (1994-1997) και Υφυπουργός για ευρωπαϊκές υποθέσεις (2001-2005) υπό την ευθύνη του οποίου δρομολογήθηκε η τελευταία φάση του σχεδίου Ανάν. Για τον κύριο Γκρόσμαν υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο. Εναντίον του εκκρεμούν ισχυρισμοί και κατηγορίες, ότι την περίοδο που διετέλεσε Υφυπουργός (2001-2005) υπήρξε αποδέκτης τουλάχιστον 15.000 δολαρίων σε μετρητά υπό τη μορφή δωροδοκίας από την τουρκο-αμερικανική οργάνωση «Αμερικανο-Τουρκικό Συμβούλιο». Κατά τους ισχυρισμούς ο Γκρόσμαν συνεργάζετο με την τουρκική πρεσβεία και Τούρκους πράκτορες στην παροχή πληροφοριών για πυρηνικά ζητήματα, που κατέληγαν στην Τουρκία, το Πακιστάν και το Ισραήλ, σε ένα όργιο κατασκοπείας κατά των ΗΠΑ από τρεις κατά τα άλλα σύμμαχές της χώρες. Για το Γκρόσμαν ανοίχτηκε φάκελος από το αμερικανικό Εφ Μπι Άι, τα τηλέφωνά του παρακολουθούντο, και από τη διαδικασία αυτή προέκυψαν οι ισχυρισμοί εναντίον του αναφορικά με τη δωροδοκία. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει αλλά δεν φαίνεται και να προχωρεί. Η αμερικανική δικαιοσύνη έχει επιβάλει πρωτόγνωρα δικαστικά ασφαλιστικά μέτρα στον κύριο μάρτυρα, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» στην υπόθεση Γκρόσμαν.
Τίποτα από τα παραπάνω, ωστόσο, δεν σταμάτησαν τον κύριο Γκρόσμαν που εμφανίστηκε την επομένη του ταξιδιού της κυρίας Κλίντον στην Τουρκία, ως το κύριο πρόσωπο που παρείχε πληροφορίες στην εφημερίδα «Ουάσιγκτων Ποστ»[2]. Η εφημερίδα στο πρωτοσέλιδό της, εκθειάζει την Τουρκία και τη στρατηγική της σημασία για τις ΗΠΑ, στην προσπάθεια της τελευταίας να κερδίσει τον μουσουλμανικό κόσμο, να απεμπλακεί από το Αφγανιστάν, και να εκτονώσει την Μέση Ανατολή.
Αυτά που λέει ο κύριος Γκρόσμαν, σήμερα, ότι δηλαδή η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, τα έλεγε αυτολεξεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως Αμερικανός αξιωματούχος. Τα ίδια έλεγε και ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ[3] την ίδια ακριβώς περίοδο, και τα ίδια εκφώνησε ο πρόεδρος Κλίντον στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του 1999 στον πανηγυρικό του λόγο στην μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, όπου οι Τούρκοι τον χειροκροτούσαν επί ποδός για αρκετή ώρα[4].
Ωστόσο, οι σχέσεις ΗΠΑ – Άγκυρας δεν βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο λόγω και μόνο της σύμπλευσης συμφερόντων των δύο κρατών σε μία σειρά ζητημάτων. Θυμίζω ότι ο αντιαμερικανισμός και ο αντισημητισμός, που πάνε χέρι-χέρι, βρίσκεται στα ύψη στην Τουρκία. Και ότι τον Μάρτιο του 2003, οι σχέσεις ΗΠΑ – Άγκυρας ήταν στο ναδίρ, λόγω της άρνησης της τελευταίας να συνδράμει τη μεγάλη σύμμαχό της στην εισβολή στο Ιράκ[5].
Από τις αρχές του 1980, η τουρκική κυβέρνηση υλοποιεί, με την βοήθεια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, μια στρατηγική άλωσης και βραχυκύκλωσης όλων των κέντρων εξουσίας των ΗΠΑ, κυρίως μέσα στον Ουάσιγκτων, αλλά και έξω από αυτήν[6].
Είναι πράγματι εντυπωσιακό, ότι δεν υπάρχει think tank στην Ουάσιγκτων το οποίο ασχολείται με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, όπου δεν υπάρχει τουρκική παρουσία και πάμπολλα τουρκικά λεφτά. Πουθενά στην Ουάσιγκτων δεν λαμβάνει χώρα δραστηριότητα που να επηρεάζει τα τουρκικά συμφέροντα και να μην εμφανίζεται μια κουστωδία εργαλειακών επιστημόνων και «επαγγελματιών» σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας για να τις ακυρώσει[7].
Αντίθετα, η παρουσία της Ελλάδας και της Κύπρου στα κέντρα εξουσίας στην Ουάσιγκτων είναι στην καλύτερη περίπτωση παθητική, αρκετές φορές αρνητική ενίοτε και γελοία. Στην γελοιότητα καταλήγουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, όταν συγχέουν την ουσία με την επίφαση και οι ηγεσίες των οποίων πιστεύουν ότι η προσωπική διπλωματία μπορεί να υποκαταστήσει θεσμικά κενά, ανικανότητες και τη συσσωρευμένη αξιοπιστία μιας υπερκομματικής στρατηγικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.
[1] Μάριου Ευρυβιάδη, Η διαχρονική συνέχεια της αμερικανικής μακροστρατηγικής, Γεωστρατηγική – Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, Σεπτέμβριος 2008 – Απρίλιος 2009, Τεύχη 15-16.
[2] Περιοδεία Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένης και της επίσκεψης στην Τουρκία, 8 Μαρτίου 2009.
[3] Σήμερα εκπρόσωπος του Ομπάμα για το Αφγανιστάν.
[4] Βλ. Μόρτον Αμπράμοβιτς, Η μεταμόρφωση της Τουρκίας και η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική (Νέα Υόρκη, the century foundation press, 2000), σελ. 153-184.
[5] Βλ. Ρόμπερτ Πόλλοκ, «ο ασθενής της Ευρώπης, πάλι – Ισλαμισμός και εθνικισμός προστίθενται στην αντιαμερικανική τρέλλα στην Τουρκία», Γουώλ Στρήτ Τζέρναλ, 16 Φεβρουαρίου 2005.
[6] Βλ. Σπύρου Βρυώνη, Τουρκικό κράτος και ιστορία: η Κλειώ συναντά τον γκρίζο λύκο, Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών, Αρ. 237, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 89-131.
[7] Τουρκικές χρηματοδοτήσεις συντηρούν ερευνητικά, δήθεν, προγράμματα όπως το Council of Foreign Relations, το RAND, το Brookings (αποδέκτης από το 2006 του ποσού των 650 χιλιάδων δολαρίων από την Τουρκία και με Τούρκο αντιπρόεδρο), το Carnegie Endowment, το Center for Strategic and International Studies – CSIS, το Hudson Institute, το Washington Institute for New East Policy, το Jamestown Foundation, το Eurasia Foundation, το German Marshall Fund of the US – GMFUS, το US Peace Institute, το Center for American Progress, το Middle East Progress, το The Center for a new American Security, το New America Foundation, το The Century Foundation, το Stanley Foundation, το Potogomac Institute, καθώς επίσης και άλλα που ασχολούνται με ζητήματα τρομοκρατίας και ενέργειας, των οποίων οι χρηματοδοτήσεις παραμένουν αδιαφανείς.
Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009
μαθήματα ιστορίας
Η Ασσυριακή κατοχή της Κύπρου[1]
Μετά το τέλος της δεύτερης π.Χ. χιλιετηρίδας η Κύπρος αποκτά χαρακτήρα καθαρά ελληνικό. Άποικοι από την Κρήτη, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία καταφθάνουν και εγκαθίστανται στο νησί. Οι παλαιότεροι κάτοικοι, γνωστοί ως Ετεοκύπριοι αρχίζουν να παίζουν πλέον δευτερεύοντα ρόλο στη ζωή της τοπικής κοινωνίας.
Περί τα τέλη του όγδοου π.Χ. αιώνα η Κύπρος βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία των Ασσυρίων. Το νησί περιγράφεται διαιρεμένο σε πόλεις – βασίλεια με τοπικές πρωτεύουσες τη Σαλαμίνα, το Κίτιο, την Αμαθούντα[2], το Κούριο, την Πάφο και τη Λάπιθο. Οι Κύπριοι, αν και υποτελείς των Ασσυρίων, διατήρησαν τον μηκυναϊκό τρόπο ζωής, απολάμβαναν δε πλήρη ελευθερία στη διαχείριση των εσωτερικών τους υποθέσεων.
Στην πραγματικότητα, η κατάληψη της Κύπρου από τους Ασσυρίους είχε σαν στόχο την προάσπιση των δυτικών συνόρων της Ασσυριανής αυτοκρατορίας που εκτείνονταν έως τις ακτές της Συρίας και της νότιας Μικράς Ασίας. Όπως φαίνεται, σκοπός τους δεν ήταν να κυριαρχήσουν πολιτικά στο νησί. Η κυριαρχία τους δεν κράτησε τελικά πολύ[3], αλλά η στήλη του Σάργου του Β΄[4], που βρέθηκε στο Κίτιο και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου, αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ενθύμιο της Ασσυριανής κατοχής. Στα ασσυριακά κείμενα της εποχής η Κύπρος είναι γνωστή με το όνομα «Ιατανάκα».
Μετά την κατάρρευση της Ασσυριανής ισχύος και για έναν περίπου αιώνα οι Κύπριοι απόλαυσαν πλήρη πολιτική ανεξαρτησία.
[1] Σταύρου Παντελή, «Νέα ιστορία της Κύπρου», μέρος Ι, σ. 21, εκδόσεις Ι. Φλώρος.
[2] Οι Φοίνικες, ως σύμμαχοι των Περσών επεξέτειναν την παρουσία τους στην Κύπρο στη διάρκεια της Περσικής κυριαρχίας. Την περίοδο εκείνη το Κίτιο και η Αμαθούς [με αυτήν την σειρά] απέκτησαν εντονότερο φοινικικό χαρακτήρα. Η πρώτη εγκατάσταση Φοινίκων στο νησί χρονολογείται περίπου στα 1050 – 1058 π.Χ..
[3] ίσως γύρω στα 50 έτη.
[4] Σαργών Β΄
Μετά το τέλος της δεύτερης π.Χ. χιλιετηρίδας η Κύπρος αποκτά χαρακτήρα καθαρά ελληνικό. Άποικοι από την Κρήτη, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία καταφθάνουν και εγκαθίστανται στο νησί. Οι παλαιότεροι κάτοικοι, γνωστοί ως Ετεοκύπριοι αρχίζουν να παίζουν πλέον δευτερεύοντα ρόλο στη ζωή της τοπικής κοινωνίας.
Περί τα τέλη του όγδοου π.Χ. αιώνα η Κύπρος βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία των Ασσυρίων. Το νησί περιγράφεται διαιρεμένο σε πόλεις – βασίλεια με τοπικές πρωτεύουσες τη Σαλαμίνα, το Κίτιο, την Αμαθούντα[2], το Κούριο, την Πάφο και τη Λάπιθο. Οι Κύπριοι, αν και υποτελείς των Ασσυρίων, διατήρησαν τον μηκυναϊκό τρόπο ζωής, απολάμβαναν δε πλήρη ελευθερία στη διαχείριση των εσωτερικών τους υποθέσεων.
Στην πραγματικότητα, η κατάληψη της Κύπρου από τους Ασσυρίους είχε σαν στόχο την προάσπιση των δυτικών συνόρων της Ασσυριανής αυτοκρατορίας που εκτείνονταν έως τις ακτές της Συρίας και της νότιας Μικράς Ασίας. Όπως φαίνεται, σκοπός τους δεν ήταν να κυριαρχήσουν πολιτικά στο νησί. Η κυριαρχία τους δεν κράτησε τελικά πολύ[3], αλλά η στήλη του Σάργου του Β΄[4], που βρέθηκε στο Κίτιο και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου, αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ενθύμιο της Ασσυριανής κατοχής. Στα ασσυριακά κείμενα της εποχής η Κύπρος είναι γνωστή με το όνομα «Ιατανάκα».
Μετά την κατάρρευση της Ασσυριανής ισχύος και για έναν περίπου αιώνα οι Κύπριοι απόλαυσαν πλήρη πολιτική ανεξαρτησία.
[1] Σταύρου Παντελή, «Νέα ιστορία της Κύπρου», μέρος Ι, σ. 21, εκδόσεις Ι. Φλώρος.
[2] Οι Φοίνικες, ως σύμμαχοι των Περσών επεξέτειναν την παρουσία τους στην Κύπρο στη διάρκεια της Περσικής κυριαρχίας. Την περίοδο εκείνη το Κίτιο και η Αμαθούς [με αυτήν την σειρά] απέκτησαν εντονότερο φοινικικό χαρακτήρα. Η πρώτη εγκατάσταση Φοινίκων στο νησί χρονολογείται περίπου στα 1050 – 1058 π.Χ..
[3] ίσως γύρω στα 50 έτη.
[4] Σαργών Β΄
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)