Ζωή μέσα στα παραμύθια*
Η θυσία μάς δειχνόταν πανηγύρι. Η θέα του Σολωμού με την κόψη του σπαθιού την τρομερή, αλλά και με τη δύναμη όλα γύρω της φως να τα κάνη, σα να είχε κατεβή ανάμεσό μας μέσα σε δεύτερη όμοια επική ενσάρκωση. Πολύ καλά γνωρίζω πως μέσα στο βάθος όλων εκείνων των πραγμάτων και των ακουσμάτων που μας συντάραζαν, μας ηλέκτριζαν και μας ζωντάνευαν, στέκονταν κατακάθια γλιστερά, στρώματα σχηματίζονταν ύποπτα πολύ στη στερεότητα και στην πάστρα. Η πολιτική παντού θολώνει τα νερά. Ό,τι μας παρουσιάζεται στη σκηνή με αρχοντική μεγαλοπρέπεια στα παρασκήνια παραδέρνει με τα κουρέλλια. Ένας λαός, ο ίδιος, που δείχνετ’ έτοιμος να πεθάνη για το θρίαμβο μιας ιδέας, λίγο να μπορούσε να προσέξη, λίγο να τα στύλωνε ανοιγμένα τα μάτια του, μπορούσε να καταλάβη πώς γίνεται το παιγνίδι καλοθελητών ανίερων, και θα πάγωνε και θα σταματούσε. Η ιστορία συχνά πυκνά δεν είναι παρά σκηνοθεσία. Και όμως μέσα στη φρεναπάτη αυτή βρίσκεται ο οίστρος που κάνει και τους ανθρώπους χωριστά και τους λαούς ομαδικά να τραβάν’ εμπρός, και με τη φαντασία πως είναι κάτι, να γίνωνται «κάτι», αγάλια αγάλια, αργά αργά, και χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνουν, να ξημερώνωνται καλύτεροι. Προ ολίγου καιρού μέσα στην Εθνοσυνέλευση, σε συνεδρία ιστορική, που το Έθνος φαίνοταν σα να ήθελε να εξοφλήση μια για πάντα με τα περασμένα, μια φωνή ακούστηκεν· ένας πληρεξούσιος θέλησε να συνοψίση, να συμπυκνώση επιγραμματικά την καταφρόνησή του προς το καθεστώς που είτανε για να καταλυθή : «Ίσα με τα τώρα, έκραξε, ζούσαμε με τα παραμύθια !». Η κραυγή εκείνη έσπερνε τη μελαγχολία στη σκέψη που χτυπούσε μέσα της το βάρος μιας αλήθειας καθώς την έρριχνε το απελπιστικό εκείνο και ενθαρρυντικό μαζί ανάκρασμα.
Όμως το ερώτημα του Πιλάτου προς τον Κύριο «Τί ἐστὶν ἀλήθεια ;» μένει πάντα χωρίς απόκριση. Υπάρχει αλήθεια, καθώς τη στοχαζόμαστε ; Και αν υπάρχη, είναι μία η αλήθεια ; Είναι πολλές ; Ποιος ξέρει ! Ξέρω μονάχα πως η σκέψη αν άφηνε να τη θρέψουν αποκλειστικά, τα μελαγχολικά επακόλουθα τα εμπνευσμέν’ από κραυγές σαν εκείνη που ακούστηκε στην Εθνοσυνέλευση, γλήγορα θ’ απόμενε ατροφική, πια δε θα είχε τίποτε με τη ζωή να κάμη. Μέσα μας κράζει μια φωνή που είναι ικανή να σκεπάση, με την κρυσταλλένια μελωδία της, με την ασύγκριτή της ηχηρότητα, κάθε βοή· και μας λέει ! Πάντα ζούσαμε, ζούμε και θα ζούμε με τα παραμύθια ! Αυτά, η πρώτη αρχή και ο έσχατος λόγος της ζωής.
*Κωστή Παλαμά, «Άπαντα», τ. ΙΒ΄, σ. 269-270, εκδόσεις Γκοβόστη.