Ήρωες*
Οι ομηρικοί ήρωες είναι αναμφίβολα ωραίοι και γενναίοι αλλά πάντοτε στο ανθρώπινο μέτρο … Όλοι οφείλουν να υποφέρουν και να πεθάνουν· οι πολλαπλές επεμβάσεις των θεοτήτων που τους παραστέκονται δεν μπορούν να τους απαλλάξουν από αυτό το διπλό πεπρωμένο.
Και ο ίδιος ο Αχιλλέας θα πεθάνει. … Και όταν πεθαίνει ο Πάτροκλος, ο Όμηρος δείχνει τον Αχιλλέα πεσμένο στη γη από την απελπισία του – όμοιο με νεκρό, γύρω από τον οποίον οι άλλοι θρηνούν.
Η Θέτις … δεν μπορεί να αντιδράσει. Ακόμα και ο Δίας είναι ανίσχυρος όταν πρόκειται για το δικό του γιο, το Σαρπηδόνα, πρίγκιπα της Λυδίας και σύμμαχο των Τρώων. Ο Όμηρος, για να δείξει καλύτερα ότι ακόμα και αυτός ο γιος του Δία είναι θνητός, εισάγει ένα σπαραχτικό δισταγμό. Ο Δίας βλέπει το γιο του στα πρόθυρα του θανάτου κι αναρωτιέται ανάστατος αν, παρόλα αυτά, θα μπορούσε να τον σώσει. Τότε η Ήρα διαμαρτύρεται : «Έναν άνθρωπο θνητό, που είναι από μιας αρχής γραμμένος να σκοτωθεί, θέλεις πάλι να γλιτώσεις από τον καταραμένο θάνατο ;» (Π 441 κ.εξ.). Και ο Δίας υποχωρεί. Σε ένδειξη πένθους ραντίζει τη γη με σταγόνες αίμα, αλλά αφήνει το γιο του να πεθάνει. Οι ήρωες είναι λοιπόν θνητοί έστω κι αν πρόκειται για παιδιά θεού ή θεάς. Και γι’ αυτούς υπάρχει το τέλος. …
Ο Αχιλλέας του Ομήρου δεν είναι άτρωτος. Και η Ιλιάδα δεν γνωρίζει το θρύλο της φτέρνας του. Τα όπλα του δεν είναι μαγικά ούτε η πανοπλία του αδιαπέραστη … Ο Αχιλλέας, γιος μιας θεάς, δεν διέθετε παρά ανθρώπινα μέσα.
Ακόμα και στην ηθική τάξη δεν είναι υπεράνθρωπος, κάθε άλλο. Η οργή του υπήρξε ένα σοβαρό σφάλμα που στοίχισε τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους και πάνω σε αυτή τη διαπίστωση αρχίζει το ποίημα. Ο Αχιλλέας είναι οργισμένος, δεν έχει μέτρο, υποπίπτει σε σφάλματα.
Και τελικά, ακόμα και ο ηρωισμός παίρνει στον Όμηρο ανθρώπινη διάσταση που δεν ξανασυναντάμε ούτε σε άλλους πολιτισμούς ούτε στην Ελλάδα. Σχεδόν όλοι οι ήρωές του γνωρίζουν κάποτε την αμφιβολία και το δισταγμό· αυτές οι σύντομες στιγμές προβάλλουν τον ηρωισμό τους, αλλά φέρνουν αυτόν τον ηρωισμό πιο κοντά σε μας, τον κάνουν πιο ικανό να συγκινήσει.
Πριν ο Έκτορας … αποδεχτεί την τελική μάχη, ακούει τις πανικόβλητες ικεσίες του πατέρα του και της μητέρας του. Ο ίδιος, χωρίς να οπισθοχωρήσει, μετράει τον κίνδυνο που διατρέχει : «Αλίμονό μου ! Αν χωθώ μέσα στις πύλες και στα τείχη …». Αντιμετωπίζει ακόμα και μια ύστατη διαπραγμάτευση : «Αν πάλι βάλω κάτω την αφαλωτή ασπίδα και το δυνατό κράνος, κι ακουμπώντας το δόρυ μου στο τείχος προχωρήσω ο ίδιος και έρθω αντίκρυ στον αψεγάδιαστο Αχιλλέα και του υποσχεθώ …». Αναλογίζεται τις υποσχέσεις και τις εγγυήσεις και ύστερα συνέρχεται : «Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά ;». Και καταλήγει : «Πιο καλά να χτυπηθώ μια ώρα αρχύτερα. Ας δούμε σε ποιόν από τους δυο θα δώσει ο Ολύμπιος τη δόξα» (Χ 99-130).
Στον δικό μας κόσμο, όπου οι έννοιες της τιμής και της δόξας φαίνονται απογυμνωμένες από κάθε απήχηση και ακτινοβολία, αυτές οι τελικές δηλώσεις κινδυνεύουν να φανούν σχεδόν πομπώδεις. …
… «Αλίμονο, τι θα πάθω ; Μεγάλο κακό είναι να φύγω γιατί φοβήθηκα τον πολύ στρατό, χειρότερα όμως το να σκοτωθώ μονάχος …» λέει ο Οδυσσέας στην Ιλιάδα (Λ 404-412). Αλλά παίρνει τη μεγάλη απόφαση, όπως ο Έκτορας : «Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά ; Ξέρω πως οι δειλοί φεύγουν από τον πόλεμο …». Το ίδιο και ο Μενέλαος, στη ραψωδία Ρ (91-108) : «Αλίμονο σε μένα αν αφήσω τα όμορφα όπλα … Αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή, μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί …». Ίσως να υποχωρούσε, αλλά μια επίθεση των Τρώων δεν τον αφήνει να ταλντευτεί περισσότερο.
… Οι ήρωες αψηφούν το θάνατο χωρίς ποτέ να αγνοούν την αξία της ζωής.
* Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «Γιατί η Ελλάδα ;», σ. 38 κ.επ., εκδόσεις το Άστυ 1993