δυο ταγάρια λαοί και κόσμοι[1]
«Τον είχα στα χέρια μου τον σκύλο σου λέω, στα χέρια μου», είπε ο Σελίμ κι έδειξε την παλάμη του.
«Πόσοι τέτοιοι. Πόσο ασήμαντοι. Την άλλη φορά θα τον κρεμάσουμε χωρίς να το καταλάβεις. Σάμπως κάμει και τίποτα ; Σπαρταράει σαν ψάρι λίγο και μετά ψοφάει όπως όλοι», παρατήρησε ο στρατοδίκης, ανακτώντας την αυτοπεποίθησή του. «Ένα σκαφίδι έχει, κι αυτό έτοιμο να βουλιάξει».
«Σύμφωνοι, καλά το λες. Όμως είναι άλλο που με θεριεύει. Καταλαβαίνεις ;»
«Καταλαβαίνω … Κι έχεις δίκιο. Είν’ αποστάτης».
«Όταν σου λέω εγώ, το λοιπόν, έχω πάντα δίκιο. Σ’ αυτά δεν κάμω χωρατά. Δεν είναι Τούρκος ; Πάει, δεν είναι δικός μας. Αυτό είναι όλο».
«Κι άλλοι δεν είναι Τούρκοι, μα γίνονται», διαφώνησε ο στρατοδίκης.
«Ποιοι μπρε ; Τι μου λες ;», νευρίασε ο Σελίμ. «Γίνονται Τούρκοι οι Γιουνάν ; όχι πες μου, γίνονται ;»
«Πολλοί άπιστοι γονάτισαν στην δόξα του Αλλάχ».
«Πολλοί λαοί, ναι. Κι άλλοι τόσοι θα γονατίσουν με κεφάλια ή δίχως κεφάλια. Αλλά τούτος ο λαός είναι διαβολεμένος, που σου λέω. Και που ‘χουν γίνει πολλοί από δαύτους Μουσουλμάνοι, κακό είναι. Ζεσταίνουμε φίδια στον κόρφο μας. Σάμπως οι Ζεϊμπέκοι πού ‘ρθαν στο Ισλάμ τι έκαμαν μπρε ; Άτακτοι στρατιώτες είναι, βρωμο – Γιουνάν, όποιον τους έρθει πολεμάνε».
… «Μωρέ Σελίμ, τι λες ; Μήπως μιλάς σαν αιρετικός ; Να μην τους κάνουμε μουσουλμάνους και να τους αφήσουμε χριστιανούς ;»
«Τι λέει το Κοράνι στρατοδίκη μου ; Τι λέει ; Ή να πιστεύουν ή να πεθαίνουν. Ε, αυτό σου λέω κι εγώ, να πεθαίνουν ! Διαβόλου ράτσα τούτη, ακούς ;»
«Σ’ αυτό δεν έχεις άδικο», διαπίστωσε ο στρατοδίκης. «Ή θα τους κυριέψουμε μια και καλή ή θα τρωγόμαστε μεταξύ μας. Αυτή ‘ναι η αλήθεια Τουρκομάνε μου».
«Άμα σκέφτονταν πολλοί σαν κι εμένα, πολλά θα ‘χανε τελειώσει», περηφανεύτηκε ο Σελίμ και ξαναχτύπησε τα κανιά του με τη βίτσα του. "Έτσι δεν είναι μπρε, τι λες και συ ;", είπε απευθυνόμενος προς τον παλαίμαχο στρατιώτη, γνωστό θαμώνα του καφενέ.
«Ααχ !», ξεφύσηξε ‘κείνος τον βαρύ του αναστεναγμό. «Πόσα μου θυμίζεις νεαρέ διοικητή μου. Πόσα μου θυμίζεις !». Κούνησε το κεφάλι του πάνω – κάτω και συνέχισε. «Αυτό ήταν τ’ όνειρο και του Σουλτάνου Βαγιαζήτ. Αλλά τον τσάκισε ο Ταμερλάνος στην Άγκυρα κι έπιετα γιομίσαμε το Αιγαίο δυο ταγάρια λαοί και κόσμοι».