Οι ηγέτες του έθνους[1]
(ποιόν και πολιτική)
Γράφει ο Γάλλος εθελοντής αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ σε επιστολή του από το Άργος (1 Ιουνίου 1824) προς την κυρία Ρεκαμιέ για τους προεστούς : «Οι Έλληνες είναι ικανοί για τις πιο ωραίες και γενναίες πράξεις. Αλλά δεν έχουν αντάξιους ηγέτες. Βγαίνοντας από την δουλεία βρέθηκαν με αρχηγούς και προεστούς, ανθρώπους πανούργους, δειλούς, παραδόπιστους και τόσο θλιβερά διεφθαρμένους που δεν θα δίσταζαν διόλου να θυσιάσουν την πατρίδα τους. Δυστυχώς η δύναμή τους είναι μεγάλη. Ελέγχουν ολόκληρη την πολιτική διοίκηση και ένα μέρος από την Εθνοσυνέλευση. Το έθνος χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση αλλά αυτοί οι αχρείοι φροντίζουν, με κρυφές ενέργειες, να διατηρήσουν την αναρχία που τους επιτρέπει να πλουτίζουν από την λαϊκή δυστυχία. Φοβούνται πως το πρώτο που θα έκανε μια τέτοια κυβέρνηση θα ήταν να τους ζητήσει λογαριασμό για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος» (Lettres sur la Grece, Paris 1826, σ. 76-77). Και ο Μάξιμος Ρεϋμπώ : «Οι προεστοί διαχειρίζονται τις τεράστιες περιουσίες των Τούρκων χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν». Αυτές οι αντιθέσεις προεστών και καπεταναίων στα συμβούλια της πολιορκίας (της Τριπολιτσάς) αποτελούσαν προέκταση της κοινωνικής διαμάχης των διεκδικήσεων δηλαδή της ελληνικής αγροτιάς που πήρε τα όπλα για αποκατάσταση στην εθνική γη. Δεν είναι όμως λίγοι εκείνοι που αμφισβητούν ή και αποκλείουν ολότελα ότι υπήρχαν και κοινωνικά κίνητρα στην Επανάσταση. Ο κοινωνικός, ωστόσο, χαρακτήρας του ξεσηκωμού – κοντά στον εθνικοαπελευθερωτικό – ήταν έκδηλος από την πρώτη στιγμή. Οι Έλληνες και κυρίως η αγροτιά - συνδύαζαν την εθνική απολύτρωση, την εκδίωξη και τον αφανισμό της οθωμανικής τυραννίας, με την κοινωνική αποκατάσταση. Το σύνθημα «δεν διώξαμε τον ξένο δυνάστη για να βάλουμε καινούργιο στη θέση του» κυριαρχούσε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η διανομή των κτημάτων που εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι ερέθιζε τον ζήλο των χωρικών. Γι’ αυτήν τη γη πολεμάμε, έλεγαν και ξανάλεγαν. Αυτή η κοινωνική πλευρά του ξεσηκωμού συσκοτίσθηκε από την ηγεσία του Αγώνα με πρόσχημα να μην προκαλέσει η Επανάσταση την αντίδραση των ευρωπαϊκών απολυταρχιών που έβλεπαν σε κάθε απελευθερωτικό κίνημα ανατρεπτικούς σκοπούς, υπονόμευση της εξουσίας και του δεσποτισμού τους. Στα αυστριακά αρχεία υπάρχει μια επιστολή Ανώνυμου προς τον Αθανάσιο Βασιλείου στην Πίζα (20 Οκτωβρίου 1821) με παραινέσεις προς τους Έλληνες να δείξουν στους Ευρωπαίους καλή συμπεριφορά, για να μην επισύρουν την οργή τους : «Ότι τέλος το έθνος δεν κινήθηκε από κοινωνικό επαναστατικό πνεύμα, όπως θέλουν μερικοί να του δώσουν τέτοια απόχρωση, αλλά αναγκάσθηκε να φερθεί έτσι, για να εξασφαλίσει την ύπαρξή του, την τιμή του και την θρησκεία του, που κινδύνευαν» (Γ. Λάϊου, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821. Ιστορικά δοκουμέντα από τα αυστριακά αρχεία, Αθήνα 1958, σ. 271). Ωστόσο, το κοινωνικό επαναστατικό πνεύμα ήταν φανερό από την αρχή του αγώνα. Και στη στεριά και στη θάλασσα. Το πρώτο αίτημα της ελληνικής αγροτιάς ήταν η διανομή των εθνικών γαιών. Αυτό άλλωστε το νόημα είχε το θέσπισμα της 7 Μαΐου 1822 για την αμοιβή των αγωνιστών με κτήματα : «Όσοι στρατιώται ευρίσκονται ήδη εις δούλευσιν της πατρίδος και όσοι, ένοπλοι όντες, καταγραφούν εις το εξής ως στρατιώται, όλοι χωρίς καμμίαν εξαιρεση, θέλουν λάβει δι’ αντιμισθίαν ανά εν στρέμμα γης κατά μήνα από την ημέραν της καταγραφής των» (Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Εν Αθήναις 1857, τ. Α΄, σ. 167). Δύο χρόνια αργότερα ο Βύρων θα καταστρέψει όλα τα αντίτυπα ενός φύλλου των «Ελληνικών Χρονικών» του Μεσολογγίου επειδή κάποιο άρθρο καλούσε τους καταπιεζόμενους Μαγυάρους να εξεγερθούν κατά της αυστριακής τυραννίας. Άλλωστε κοινωνικές προεκτάσεις έδωσε και ο Δημήτριος Υψηλάντης καταγγέλοντας στις 6 Οκτωβρίου 1821 με προκήρυξή του προς τον λαό, τους προεστούς : «Καιρός είναι επιτέλους να παύση η τυραννία, όχι μόνο εκείνη των Τούρκων αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων τα οποία συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να βλάψουν και να καταπιέζουν τον λαόν».
…
Την κατάσταση που επικρατούσε στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς εξεικονίζει το γράμμα από την Καλαμάτα ενός Ευρωπαίου αξιωματικού σε φίλους του στο Τριέστι. Το γράμμα, με ημερομηνία 21 Ιουλίου, έπεσε στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας και αντίγραφο βρίσκεται στα αυστριακά αρχεία. «… Μόλις φθάσαμε στο Μωριά βρήκαμε θρονιασμένη μια ανώτατη Γερουσία, που αποτελείται από οχτώ άτομα … Είναι τύραννοι και καταπιέζουν τον λαό. Πήραν δύναμη από τα πλούτη των Τούρκων και τώρα αφήνουν τους πολιορκητές να λιμοκτονούν. Με λίγα λόγια πρόκειται για κτήνη. Μ’ όλα αυτά έχουν το θράσος να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα και ότι δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Τώρα τους αφήνει κανείς γιατί δεν ήρθε η ώρα να υποστούν την πρέπουσα τιμωρία για την απαίσια συμπεριφορά τους …» (Γ. Λάϊου, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821, Αθήνα 1958, σ. 158-159) Η αυστριακή υπηρεσία χαρακτηρίζει Έλληνα τον επιστολογράφο αξιωματικό. Προφανώς επειδή γράφει ελληνικά. Αλλά δεν ήταν Έλληνας. Πρόκειται σίγουρα για τον Γάλλο απόστρατο αξιωματικό Μπαλέστ που είχε ζήσει στην Κρήτη πολλά χρόνια και γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα. Βρισκόταν στο Τριέστι για εμπορικές υποθέσεις όταν ακολούθησε τον Υψηλάντη και ανέλαβε στην Καλαμάτα την οργάνωση του Τακτικού.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 1821», τ. Α΄, σ.σ. 344-345 & 349-350 εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.