Εις τους Έλληνας συγγραφείς απαντά το όνομα Τούρκοι κατά τον έκτον μΧ αιώνα, εις τους Λατίνους όμως το Turcae παλαιότερον[2]. Οι Κινέζοι έλεγαν τους Τούρκους Του – Κιουέ.
Οι Έλληνες συγγραφείς του έκτου μΧ αιώνος αποδίδουν και διάφορα παλαιότερα ονόματα εις τους Τούρκους. Ούτω ο Μένανδρος γράφει: «των Τούρκων, των Σακών καλουμένων το πάλαι». Ομοίως παρ’ αυτώ (σ. 85) : «Σκύθας άνδρας εκ του φύλου των επιλεγομένων Τούρκων». Ο Θεοφάνης Βυζάντιος γράφει: «τας προς εύρον άνεμον του Τανάϊδος Τούρκοι νέμονται, οι πάλαι Μασσαγέται καλουμένοι». Παρά Θεοφυλάκτω τω Σιμοκκάτη φέρεται: «των Ούνων των προς τω βορρά της Έω, ους Τούρκους έθος Πέρσαις καλείν» Ομοίως παρ’ αυτώ (σ. 167): «το προς το Σκυθικόν το Εώον, ους Τούρκους λέγειν ειώθαμεν».
Οι συγγραφείς λοιπόν του έκτου μΧ αιώνος απέδωκαν τα ονόματα Σκύθαι, Μασσαγέται, Σάκαι, Ούννοι εις Τουρκικάς φυλάς, διά των Περσών δε, οίτινες πρώτοι ήλθαν εις επικοινωνίαν προς αυτάς, εγνώσθη το όνομα Τούρκος. Εκ των λεγομένων όμως των ανωτέρω συγγραφέων δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι οι αρχαίοι Μασσαγέται, Σκύθαι και Σάκαι ήσαν πράγματι Τούρκοι, αλλά μάλλον απόγονοι των Ούννων, ήτοι των Χιουνγκ – Νου των Κινέζων, ανάμικτοι μάλιστα μετ’ άλλων εθνολογικών στοιχείων. Απόγονοι των Ούννων είναι και οι Τούρκοι, αλλ’ ανεμίχθησαν και ούτοι με διαφόρους λαούς κατά την μακράν διαδρομήν, που είχαν εις την ιστορίαν.
Αι πρώται επιδρομαί των νομάδων Χιουνγκ – Νου έγιναν προς την Κίναν και την Ανατολικήν Ασίαν. Οι Σίναι, ήτοι οι Κινέζοι, μετά πολλάς ήττας και δυσκόλους αγώνας, κατώρθωσαν να απαλλαγούν και να ησυχάσουν διά του μεγάλου Σινικού τείχους (215 – 205 πΧ), το οποίον ημπόδισε τας επιδρομάς των Χιουνγκ – Νου. Έκτοτε ούτοι εστράφησαν και προς άλλας διευθύνσεις, κατά τον τέταρτον δ’ αιώνα μΧ και προς την Ευρώπην. Οι αγώνες ούτοι και οι προς αλλήλους ανέδειξαν την ιδιαιτέραν φυλήν των Τούρκων, περί των οποίων έχομεν ειδήσεις Ελληνικάς από του έκτου μΧ αιώνος.
Οι Τούρκοι εικονίζονται ως φυλή πολεμική και υπερήφανος. Κατά τον Μένανδρον «οθνείον και έκφυλον ψεύδεσθαι Τούρκω ανδρί». Ο αγών προς την επίσης Τουρκικήν φυλήν των Εφθαλιτών ή λευκών Ούννων έφερε τους Τούρκους νικητάς μέχρι της Κασπίας Θαλάσσης και τους κατέστησε κυρίους και του εμπορίου αυτής.
Επί του αυτοκράτορος Ιουστίνου Β΄(568 μΧ) οι Τούρκοι έστειλαν πρασβείαν εις Κωνσταντινούπολιν διά της χώρας των Αλανών του Καυκάσου και εζήτησαν να συνάψουν συμμαχίαν («ομαιχμίαν Ρωμαίοις τε και Τούρκοις»), επιτρέπουσαν εις αυτούς να διεξάγουν μονοπωλιακώς το εμπόριον της μετάξης απ’ ευθείας, διότι οι Πέρσαι ημπόδιζαν την διά της χώρας των μεταφοράν. Οι Τούρκοι είχαν ήδη συγκρουσθή προς τους Πέρσας και προς τους Αβάρους, προς τους οποίους ήσαν άσπονδοι εχθροί, και διά τούτο επεζήτησαν την φιλίαν του Βυζαντίου[3].
Εις τας πρώτας προσκλήσεις των Τούρκων δεν έδωκαν οι Βυζαντινοί αμέσως απάντησιν, εφάνησαν πολύ επιφυλακτικοί και ηθέλησαν πρώτον δι’ απεσταλμένων να γνωρίσουν καλύτερον την κατάστασιν αυτών· ένεκα τούτων των λόγων δεν έγινε τότε η ζητούμενη συμμαχία. Οι Ελληνοπερσικοί εν τούτοις πόλεμοι και η εν τω μεταξύ κτηθείσα ακριβεστέρα γνώσις της πολεμικότητος των Τούρκων ηνάγκασε το Βυζάντιον να επιζητήση αυτό την συμμαχίαν ή απλώς την συνεργασίαν αυτών κατά των Περσών. Εις διάστημα οκτώ ετών (568 – 576) το Βυζάντιον έστειλεν επτά πρεσβείας προς τους Τούρκους χάριν συνεννοήσεων τούτων, των εμπορικών και πολιτικών[4]. Και συμμαχία μεν δεν έγινε, τουναντίον μάλιστα, οι σταλέντες διπλωμάται επροκάλεσαν πολλάς παρεξηγήσεις, κατά τον ιστορικόν Μένανδρον·αλλ’ οι Τούρκοι μόνοι των επολέμησαν πολλάκις κατά των Περσών, άλλοτε νικώντες και άλλοτε νικώμενοι[5]. Επίσης επίεσαν και ενίκησαν τους Αβάρους, οι οποίοι τότε εστράφησαν προς την Ευρώπην[6].
…
Τον έβδομον αιώνα οι Τούρκοι επροχώρησαν δυτικώτερα και ενίκησαν τους μεταξύ Τανάϊδος και Καυκάσου λαούς, τους Χαζάρους, τους Αλανούς και άλλους. Έκτοτε όμως οι Βυζαντινοί συγγραφείς ονομάζουν Τούρκους τους Χαζάρους[7], οι οποίοι αποσπασθέντες των λοιπών Τούρκων έγινα εναξάρτητοι, με βάσιν αργότερον την αρχαίαν Ταυρικήν Χερσόνησον, την νεωτέραν Κριμαίαν.
Κατά τους πολέμους του Ηρακλείου προς τους Πέρσας επήλθε συμμαχία Βυζαντίου και Τούρκων Χαζάρων. Έγινε μάλιστα τότε συνάντησις του Ηρακλείου του Ηρακλείου με τον ηγεμόνα των συμμάχων του νοτίως του Καυκάσου. Ο Ηράκλειος υπεσχέθη να δώση εις τον Τούρκον ηγεμόνα σύζυγον την κόρην του Ευδοκίαν[8]. Οι Τούρκοι έδωκαν εις τον Ηράκλειον τότε 40.000 στρατού και συνετέλεσαν ουκ ολίγον εις την νίκην κατά των Περσών.
Κατά τον έβδομον και όγδοον αιώνα Τούρκοι ονομάζονται ειδικώς οι Χάζαροι, κατά τον ένατον όμως επεκράτησε το όνομα τούτο, Τούρκοι δ’ εκλήθησαν οι Ούγγροι.
Οι Τούρκοι του εβδόμου αιώνος εύκολα εγίνοντο Χριστιανοί, ο δε Θεοφύλακτος Σιμοκάττης αναφέρει (σ. 208) ότι κατά την επιδημίαν λοιμού μεγάλου εις την χώραν των Τούρκων τη εισηγήσει Χριστιανών «ενεκέντησαν» εις το μέτωπον των νέων το σημείον του σταυρού, ούτω δ’ έσωσαν αυτούς από την λοιμώδη νόσον. Οι σωθέντες ησπάσθησαν τον Χριστιανισμόν.
…
Κατά τον ένατον μΧ αιώνα Τούρκους ωνόμαζαν οι Έλληνες συγγραφείς του Βυζαντίου τους Ούγγρους, οι οποίοι όμως μετά των Σαμογετών, των Φινλανδών και των Λαπώνων αποτελούν ίδιον κλάδον, τον ουραλοαλταϊκόν, έχοντα μεν κοινούς προγόνους τους Χιουνγκ – Νου, τους Ούννους, αλλ’ ενωρίς αποσπασθέντα και απομακρυθέντα των Τούρκων. Κατά τον Bury[9], η απονομή εις τους Ούγγρους της ονομασίας Τούρκων δικαιολογείται πιθανώς εκ του γεγονότος ότι η Τουρκική φυλή των Καβάρων ανεμίχθη μετά των Ούγγρων. Τα ονόματα Τούρκοι = Ούγγροι και Τουρκία = Ουγγαρία είναι συνήθη εις τους συγγραφείς του Βυζαντίου και μετά την εγκατάστασιν των Ούγγρων εις την αρχαίαν Παννονίαν, την σημερινήν Ουγγαρίαν.
[1] Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου, Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων, σ. 21-24, ΟΕΔΒ, Αθήγναι 1955.
[2] Παρά Pomponius Mela, εκδ. Parthey, σ. 31, 7. Το παρ’ Ηροδότω (IV, 22) Ιύρκαι, υπετέθη ότι = Τούρκοι. Περί των διαφόρων Τουρκικών λαών και της σχετικής βιβλιογραφίας βλ. G. Moravcsik, Byzantinoturcica, τ. 1, 1942, σ. 27 κ. εξ. Και τ. 2, 1943, σ. 269.
[3] Βλ. Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. 1, 1953, σ. 252, Grousset, L’ Empire des Steppes, σ. 128.
[4] Ο χαρακτηριστικός τίτλος του ηγεμόνος των Τούρκων εις επιστολήν του προς τον αυτοκράτοραν Μαυρίκιον: «τω βασιλεί των Ρωμαίων ο χαγάνος, ο μέγας δεσπότης επτά γενεών και κύριος κλιμάτων της Οικουμένης επτά» (Θεοφύλ. Σιμοκ., εκδ. de Boor, σ. 257). Ο αριθμός επτά είναι ιερός ενταύθα, δεν έχει πραγματικήν, αλλ’ εικονικήν μόνον σημασίαν.
[5] Πβ. Θεοφάν. Χρονογρ., εκδ. de Boor, σ. 262 κ.ά.
[6] Ευάγρ., εκδ. Bidez – Paermentier, σ. 196.
[7] Θεοφάν. Χρονογρ., εκδ. de Boor, τ. 1, σ. 315: «τους Τούρκους εκ της Εώας, ους Χαζάρεις ονομάζουσιν».
[8] Νικηφόρου Πατριάρχου, Ιστορία σύντομος, εκδ. de Boor, σ. 16.
[9] J. Bury, S History of the Eastern Roman Empire, 1912, σ. 492.