Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Οικονομία

Από την «χρεωκοπία» των οικονομικών θεωριών[1]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η «χρεωκοπία» του μεγενθυμένου δημοσίου τομέα και η ιδεολογική απόρριψη του παρεμβατικού κράτους επέφερε μεταβολές στην ταυτότητα και την σύνθεση του δημοσίου τομέα. Επικράτησε … σε όλο σχεδόν τον πλανήτη, από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες έως και τις πλέον φιλελεύθερες οικονομίες, ένα νέο ρεύμα προσέγγισης και δημόσιας οικονομικής παρέμβασης. Το ρεύμα αυτό προκάλεσε το κύμα των αποκρατικοποιήσεων, οι οποίες διαμόρφωσαν τον δημόσιο επιχειρηματικό τομέα, όπως σήμερα αποτυπώνεται.

Οι αποκρατικοποίησεις διέφεραν από τις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις στον οικονομικό ρόλο του κράτους, καθόσον δεν συγκαταλέγονταν στις συνήθεις και αλληλοδιαδεχόμενες φάσεις παρεμβατισμού και αποκρατισμού ή φιλελευθερισμού. Δεν περιορίζονταν σε απλές μεταβολές στην έκταση της κρατικής παρέμβασης, αλλά προέβαλαν το αίτημα για δραστική και ολοκληρωτική αποχώρηση του κράτους από μια συγκεκριμένη οικονομικής του επέμβαση, από την δημόσια επιχειρηματική δραστηριότητα.

Το αίτημα για αποκρατικοποιήσεις δεν εξαντλείτο σε σχέδια απομάκρυνσης του κράτους από συγκεκριμένους επιχειρηματικούς τομείς, αλλά κατελάμβανε μία ευρεία παραίτηση … από την άσκηση δημόσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας – ακόμη και από μονοπώλια ή τομείς κοινής ωφέλειας.

Πρώτο βήμα στην προσπάθεια αυτή αποτελούσε η μεταβίβαση των ήδη λειτουργουσών δημοσίων επιχειρήσεων στον ιδιωτικό έλεγχο. Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις δεν συνοδεύονταν ευθέως από διαδικασίες απορρύθμισης, το αντίθετο μάλιστα, την θέση σχεδόν κάθε δημόσιας επιχειρηματικής παρουσίας κατελάμβανε μία εποπτεύουσα διοικητική αρχή με μεταρρυθμιστική κυρίως αρμοδιότητα. Οι μεταρρυθμίσεις πάντως πεοϋπέθεταν την απελευθέρωση των αγορών από τα νομικά μονοπώλια[2], τα οπόαι δεν συγχωρείτο να λειτουργούν πλέον εκτός ανταγωνισμού και υπό ιδιωτικό έλεγχο[3].

Οι αποκρατικοποίησεις, παρά τις ελάχιστες περί του αντιθέτου απόψεις, στερούνταν ιδιαίτερης ιδεολογικής φόρτισης ή ορθότερα προσαρμόσθηκαν να εξυπηρετούν τις περισσότερες ιδεολογικές φόρμες, καθόσον στηρίχθηκαν στον κοινό τόπο περί αδήριτης ανάγκης για μεταρρύθμιση ενός παρηκμασμένου δημόσιου τομέα[4]. Ο εξορθολογισμός της κρατικής δομής θα επιτυγχανόταν, αφενός με την απομάκρυνση του κράτους από την οικονομία της αγοράς, και αφετέρου με την ενδυνάμωση του παραδοσιακού διοικητικού ρόλου του κράτους. Εντούτοις, η εφαρμογή των διαδικασίων αποκρατικοποίησης δεν επιβεβαίωσε τους σκοπούς της.

Όταν στα τέλη του 2008 επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι ότι το αρρύθμιστο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό περιβάλλον[5] είναι έτοιμο να καταρρεύσει και να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή και την πραγματική οικονομική δραστηριότητα, τότε όλα τα κράτη του κόσμου επεχείρησαν με μέτρα εκτεταμένων κρατικών παρεμβάσεων να αποτρέψουν την εξέλιξη αυτή[6]. Στη χώρα μας θεσπίστηκε ο ν. 3723/2008, ο οποίος μοναδική μέριμνα επέδειξε προς την κατεύθυνση της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών. Ο νόμος προέβλεψε την δυνατότητα και επέτρεψε στο δημόσιο να συμμετάσχει, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών.

Δεν υφίσταται … εύλογη εξήγηση στο ερώτημα, υπό ποία ιδιότητα παρενέβη το κράτος, όταν διά νόμου επεχείρησε να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο υγιών (;) τραπεζικών επιχειρήσεων, οι οποίες μάλιστα ήταν εντελώς απρόθυμες να κάνουν χρήση των οικείων διατάξεων και κατά τις δηλώσεις τους μάλλον σύρθηκαν στην επιλογή αυτή. Η προληπτική … κεφαλαιακή ενίσχυση υγιών (;) εταιρειών από το κράτος και η απόκτηση συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο δεν προδίδει εύλογο ή αυτονόητο δημόσιο συμφέρον[7].


[1] Απόσπασμα από το άρθρο του Αθανασίου Τσιρωνά, υπό τον τίτλο «Θεσμικές αλλοιώσεις της δημόσιας επιχείρησης. Από το κράτος επιχειρηματία στο κράτος επενδυτή», Νομικό Βήμα, τ. 58, τεύχος 4, Μάιος 2010.
[2] πχ τηλεπικοινωνίες
[3] Γ. Δελλύη, Κοινή ωφέλεια και αγορά, σ. 206 επ.
[4] για την παραδοσιακή έννοια του δημοσίου τομέα, βλ. Ο. Καραγιαννακίδη, Η έξοδος φορέων από τον Δημόσιο Τομέα, ΕΔΔ 1994, τ. 151, σ. 361 επ.
[5] Π. Σταϊκούρα, Το χρηματοοικονομικό κραχ του 2007-2008.
[6] Ν. Ρόκα, Η παγκόσμια οικονομική κρίση και μέτρα αντιμετώπισής της, σ. 241 επ.
[7] Δ. Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου, Η ρήτρα του δημοσίου συμφέροντος, 2005, σ. 6 επ.

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

οι Τούρκοι

Περί του ονόματος και της πρώτης εμφανίσεως των Τούρκων[1]

Εις τους Έλληνας συγγραφείς απαντά το όνομα Τούρκοι κατά τον έκτον μΧ αιώνα, εις τους Λατίνους όμως το Turcae παλαιότερον[2]. Οι Κινέζοι έλεγαν τους Τούρκους Του – Κιουέ.

Οι Έλληνες συγγραφείς του έκτου μΧ αιώνος αποδίδουν και διάφορα παλαιότερα ονόματα εις τους Τούρκους. Ούτω ο Μένανδρος γράφει: «των Τούρκων, των Σακών καλουμένων το πάλαι». Ομοίως παρ’ αυτώ (σ. 85) : «Σκύθας άνδρας εκ του φύλου των επιλεγομένων Τούρκων». Ο Θεοφάνης Βυζάντιος γράφει: «τας προς εύρον άνεμον του Τανάϊδος Τούρκοι νέμονται, οι πάλαι Μασσαγέται καλουμένοι». Παρά Θεοφυλάκτω τω Σιμοκκάτη φέρεται: «των Ούνων των προς τω βορρά της Έω, ους Τούρκους έθος Πέρσαις καλείν» Ομοίως παρ’ αυτώ (σ. 167): «το προς το Σκυθικόν το Εώον, ους Τούρκους λέγειν ειώθαμεν».

Οι συγγραφείς λοιπόν του έκτου μΧ αιώνος απέδωκαν τα ονόματα Σκύθαι, Μασσαγέται, Σάκαι, Ούννοι εις Τουρκικάς φυλάς, διά των Περσών δε, οίτινες πρώτοι ήλθαν εις επικοινωνίαν προς αυτάς, εγνώσθη το όνομα Τούρκος. Εκ των λεγομένων όμως των ανωτέρω συγγραφέων δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι οι αρχαίοι Μασσαγέται, Σκύθαι και Σάκαι ήσαν πράγματι Τούρκοι, αλλά μάλλον απόγονοι των Ούννων, ήτοι των Χιουνγκ – Νου των Κινέζων, ανάμικτοι μάλιστα μετ’ άλλων εθνολογικών στοιχείων. Απόγονοι των Ούννων είναι και οι Τούρκοι, αλλ’ ανεμίχθησαν και ούτοι με διαφόρους λαούς κατά την μακράν διαδρομήν, που είχαν εις την ιστορίαν.

Αι πρώται επιδρομαί των νομάδων Χιουνγκ – Νου έγιναν προς την Κίναν και την Ανατολικήν Ασίαν. Οι Σίναι, ήτοι οι Κινέζοι, μετά πολλάς ήττας και δυσκόλους αγώνας, κατώρθωσαν να απαλλαγούν και να ησυχάσουν διά του μεγάλου Σινικού τείχους (215 – 205 πΧ), το οποίον ημπόδισε τας επιδρομάς των Χιουνγκ – Νου. Έκτοτε ούτοι εστράφησαν και προς άλλας διευθύνσεις, κατά τον τέταρτον δ’ αιώνα μΧ και προς την Ευρώπην. Οι αγώνες ούτοι και οι προς αλλήλους ανέδειξαν την ιδιαιτέραν φυλήν των Τούρκων, περί των οποίων έχομεν ειδήσεις Ελληνικάς από του έκτου μΧ αιώνος.

Οι Τούρκοι εικονίζονται ως φυλή πολεμική και υπερήφανος. Κατά τον Μένανδρον «οθνείον και έκφυλον ψεύδεσθαι Τούρκω ανδρί». Ο αγών προς την επίσης Τουρκικήν φυλήν των Εφθαλιτών ή λευκών Ούννων έφερε τους Τούρκους νικητάς μέχρι της Κασπίας Θαλάσσης και τους κατέστησε κυρίους και του εμπορίου αυτής.

Επί του αυτοκράτορος Ιουστίνου Β΄(568 μΧ) οι Τούρκοι έστειλαν πρασβείαν εις Κωνσταντινούπολιν διά της χώρας των Αλανών του Καυκάσου και εζήτησαν να συνάψουν συμμαχίαν («ομαιχμίαν Ρωμαίοις τε και Τούρκοις»), επιτρέπουσαν εις αυτούς να διεξάγουν μονοπωλιακώς το εμπόριον της μετάξης απ’ ευθείας, διότι οι Πέρσαι ημπόδιζαν την διά της χώρας των μεταφοράν. Οι Τούρκοι είχαν ήδη συγκρουσθή προς τους Πέρσας και προς τους Αβάρους, προς τους οποίους ήσαν άσπονδοι εχθροί, και διά τούτο επεζήτησαν την φιλίαν του Βυζαντίου[3].

Εις τας πρώτας προσκλήσεις των Τούρκων δεν έδωκαν οι Βυζαντινοί αμέσως απάντησιν, εφάνησαν πολύ επιφυλακτικοί και ηθέλησαν πρώτον δι’ απεσταλμένων να γνωρίσουν καλύτερον την κατάστασιν αυτών· ένεκα τούτων των λόγων δεν έγινε τότε η ζητούμενη συμμαχία. Οι Ελληνοπερσικοί εν τούτοις πόλεμοι και η εν τω μεταξύ κτηθείσα ακριβεστέρα γνώσις της πολεμικότητος των Τούρκων ηνάγκασε το Βυζάντιον να επιζητήση αυτό την συμμαχίαν ή απλώς την συνεργασίαν αυτών κατά των Περσών. Εις διάστημα οκτώ ετών (568 – 576) το Βυζάντιον έστειλεν επτά πρεσβείας προς τους Τούρκους χάριν συνεννοήσεων τούτων, των εμπορικών και πολιτικών[4]. Και συμμαχία μεν δεν έγινε, τουναντίον μάλιστα, οι σταλέντες διπλωμάται επροκάλεσαν πολλάς παρεξηγήσεις, κατά τον ιστορικόν Μένανδρον·αλλ’ οι Τούρκοι μόνοι των επολέμησαν πολλάκις κατά των Περσών, άλλοτε νικώντες και άλλοτε νικώμενοι[5]. Επίσης επίεσαν και ενίκησαν τους Αβάρους, οι οποίοι τότε εστράφησαν προς την Ευρώπην[6].

Τον έβδομον αιώνα οι Τούρκοι επροχώρησαν δυτικώτερα και ενίκησαν τους μεταξύ Τανάϊδος και Καυκάσου λαούς, τους Χαζάρους, τους Αλανούς και άλλους. Έκτοτε όμως οι Βυζαντινοί συγγραφείς ονομάζουν Τούρκους τους Χαζάρους[7], οι οποίοι αποσπασθέντες των λοιπών Τούρκων έγινα εναξάρτητοι, με βάσιν αργότερον την αρχαίαν Ταυρικήν Χερσόνησον, την νεωτέραν Κριμαίαν.

Κατά τους πολέμους του Ηρακλείου προς τους Πέρσας επήλθε συμμαχία Βυζαντίου και Τούρκων Χαζάρων. Έγινε μάλιστα τότε συνάντησις του Ηρακλείου του Ηρακλείου με τον ηγεμόνα των συμμάχων του νοτίως του Καυκάσου. Ο Ηράκλειος υπεσχέθη να δώση εις τον Τούρκον ηγεμόνα σύζυγον την κόρην του Ευδοκίαν[8]. Οι Τούρκοι έδωκαν εις τον Ηράκλειον τότε 40.000 στρατού και συνετέλεσαν ουκ ολίγον εις την νίκην κατά των Περσών.

Κατά τον έβδομον και όγδοον αιώνα Τούρκοι ονομάζονται ειδικώς οι Χάζαροι, κατά τον ένατον όμως επεκράτησε το όνομα τούτο, Τούρκοι δ’ εκλήθησαν οι Ούγγροι.

Οι Τούρκοι του εβδόμου αιώνος εύκολα εγίνοντο Χριστιανοί, ο δε Θεοφύλακτος Σιμοκάττης αναφέρει (σ. 208) ότι κατά την επιδημίαν λοιμού μεγάλου εις την χώραν των Τούρκων τη εισηγήσει Χριστιανών «ενεκέντησαν» εις το μέτωπον των νέων το σημείον του σταυρού, ούτω δ’ έσωσαν αυτούς από την λοιμώδη νόσον. Οι σωθέντες ησπάσθησαν τον Χριστιανισμόν.

Κατά τον ένατον μΧ αιώνα Τούρκους ωνόμαζαν οι Έλληνες συγγραφείς του Βυζαντίου τους Ούγγρους, οι οποίοι όμως μετά των Σαμογετών, των Φινλανδών και των Λαπώνων αποτελούν ίδιον κλάδον, τον ουραλοαλταϊκόν, έχοντα μεν κοινούς προγόνους τους Χιουνγκ – Νου, τους Ούννους, αλλ’ ενωρίς αποσπασθέντα και απομακρυθέντα των Τούρκων. Κατά τον Bury[9], η απονομή εις τους Ούγγρους της ονομασίας Τούρκων δικαιολογείται πιθανώς εκ του γεγονότος ότι η Τουρκική φυλή των Καβάρων ανεμίχθη μετά των Ούγγρων. Τα ονόματα Τούρκοι = Ούγγροι και Τουρκία = Ουγγαρία είναι συνήθη εις τους συγγραφείς του Βυζαντίου και μετά την εγκατάστασιν των Ούγγρων εις την αρχαίαν Παννονίαν, την σημερινήν Ουγγαρίαν.

[1] Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου, Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων, σ. 21-24, ΟΕΔΒ, Αθήγναι 1955.
[2] Παρά Pomponius Mela, εκδ. Parthey, σ. 31, 7. Το παρ’ Ηροδότω (IV, 22) Ιύρκαι, υπετέθη ότι = Τούρκοι. Περί των διαφόρων Τουρκικών λαών και της σχετικής βιβλιογραφίας βλ. G. Moravcsik, Byzantinoturcica, τ. 1, 1942, σ. 27 κ. εξ. Και τ. 2, 1943, σ. 269.
[3] Βλ. Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. 1, 1953, σ. 252, Grousset, L’ Empire des Steppes, σ. 128.
[4] Ο χαρακτηριστικός τίτλος του ηγεμόνος των Τούρκων εις επιστολήν του προς τον αυτοκράτοραν Μαυρίκιον: «τω βασιλεί των Ρωμαίων ο χαγάνος, ο μέγας δεσπότης επτά γενεών και κύριος κλιμάτων της Οικουμένης επτά» (Θεοφύλ. Σιμοκ., εκδ. de Boor, σ. 257). Ο αριθμός επτά είναι ιερός ενταύθα, δεν έχει πραγματικήν, αλλ’ εικονικήν μόνον σημασίαν.
[5] Πβ. Θεοφάν. Χρονογρ., εκδ. de Boor, σ. 262 κ.ά.
[6] Ευάγρ., εκδ. Bidez – Paermentier, σ. 196.
[7] Θεοφάν. Χρονογρ., εκδ. de Boor, τ. 1, σ. 315: «τους Τούρκους εκ της Εώας, ους Χαζάρεις ονομάζουσιν».
[8] Νικηφόρου Πατριάρχου, Ιστορία σύντομος, εκδ. de Boor, σ. 16.
[9] J. Bury, S History of the Eastern Roman Empire, 1912, σ. 492.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

μέθοδοι εξαθλίωσης

Η Γη[1]

Είμαι ο κύριός σας και κύριός μου είναι ο Τσάρος. Ο Τσάρος έχει δικαίωμα να μου δίνει διαταγές και πρέπει να υπακούω, αλλ’ όχι να τις δίνει σε σας. Στα κτήματά μου εγώ είμαι ο Τσάρος, είμαι ο θεός σας επί της γης και πρέπει να είμαι υπόλογος για σας ενώπιον του Θεού στα ουράνια
Ρώσος γαιοκτήμονας στους δουλοπάροικούς του[2]

Το να διαθέτει ένας αγρότης μια δυο αγελάδες, ένα γουρούνι και μερικές χήνες ασφαλώς τον ανεβάζει, κατά τη δική του αντίληψη, σε θέση υψηλότερη από τους αδελφούς του της ίδιας κοινωνικής βαθμίδας … Σεργιανίζοντας πίσω απ’ τις αγελάδες του, αποκτά τη συνήθεια της νωθρότητας … η καθημερινή δουλειά γίνεται απεχθής· η αποστροφή αυξάνεται με την ανοχή· και τελικά η πώληση ενός κακοθρεμμένου μοσχαριού ή χοίρου προσφέρει τα μέσα ώστε στην οκνηρία να προστεθεί και το πιοτό. Συχνά ακολουθεί η πώληση της αγελάδας, και ο άθλιος και απογοητευμένος ιδιοκτήτης της, απρόθυμος να ξαναρχίσει την καθημερινή, τακτική δουλειά από την οποία αντλούσε τα προς το ζην … παίρνει από το μερίδιο του φτωχού το βοήθημα το οποίο καθόλου δεν δικαιούται.
Επισκόπηση του Γεωργικού Επιμελητηρίου για το Somerset, 1798[3]

Η ζωή και ο θάνατος των περισσότερων ανθρώπων στα χρόνια 1789-1848 συνδέθηκε με το τι συνέβη στη γη. Κατά συνέπεια, ο αντίκτυπος της διττής επανάστασης στην έγγεια ιδιοκτησία, στη μορφή της γαιοκτησίας και στη γεωργία ήταν το πιο καταστροφικό φαινόμενο της περιόδου που μας απασχολεί. Διότι ούτε η πολιτική ούτε η οικονομική επανάσταση μπορούσαν να αγνοήσουν τη γη, την οποία η πρώτη σχολή των οικονομολόγων, οι Φυσιοκράτες, θεωρούσαν τη μόνη πηγή πλούτου, και της οποίας ο επαναστατικός μετασχηματισμός ήταν, κατά γενική συναίνεση, η απαραίτητη προϋπόθεση και η συνέπεια της αστικής κοινωνίας, αν όχι και κάθε γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης.

Δύο σημαντικά εμπόδια έφραζαν το δρόμο για το έργο αυτό: οι προκαπιταλιστές γαιοκτήμονες και η παραδοσιακή αγροτιά. Και τα δύο απαιτούσαν συνδυασμό πολιτικής και οικονομικής δράσης. … Το έργο θα μπορούσε να επιτελεστεί με ποικίλους τρόπους. Οι πιο ριζοσπαστικοί ήταν ο βρετανικός και ο αμερικανικός, γιατί και οι δύο εξαφάνιζαν τους αγρότες, ενώ ο ένας εξαφάνιζε και τον γαιοκτήμονα. Από την κλασική βρετανική λύση προέκυψε μια χώρα όπου 4.000 ίσως ιδιοκτήτες κατείχαν τα 4/7 περίπου της γης[4] … Η κλασική αμερικανική λύση ήταν ο κτηματίας-ιδιοκτήτης που προσανατολιζόταν στην εμπορευματική παραγωγή και αντιστάθμιζε την έλλειψη εργατικής δύναμης με εντατικό εκμηχανισμό.

Στη Βρετανία, ο νόμος στράφηκε κυρίως ενάντια στα κατάλοιπα των αγροτών, τους μικροκληρούχους και τους αγρεργάτες. … Ο Νόμος περί πτωχών του 1834 στόχευε στο να κάνει τόσο αφόρητη τη ζωή των φτωχών της υπαίθρου ώστε να τους αναγκάσει να πάνε οπουδήποτε υπήρχαν δουλειές διαθέσιμες. … Στη δεκαετία του 1840 πολλές κομητείες είχαν ήδη φτάσει στα πρόθυρα μιας απόλυτης απώλειας πληθυσμού, και από το 1850 η εγκατάλειψη της γης γενικεύτηκε.
...
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός θέλησε να επιλύσει το πρόβλημα του εργάτη με τον συνήθη σκληρό κι αλύπητο τρόπο, υποχρεώνοντάς τον δηλαδή να βρει δουλειά με χαμηλό ημερομίσθιο ή να μεταναστεύσει. Ο Νέος Νόμος περί πτωχών του 1834, ασυνήθιστης πώρωσης και σκληρότητας, του παρείχε επίδομα απορίας μόνο αν πήγαινε στα νέα πτωχοκομεία χωρίς πια την εγγύηση του ελάχιστου εισοδήματος που του εξασφάλιζε προηγουμένως η ενορία του. Το κόστος των κοινωνικών παροχών μειώθηκε δραστικά, και οι εργάτες άρχισαν σιγά σιγά να μετακινούνται.

[1] E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, σ. 213 κ.επ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.
[2] Haxthausen, Studien uber Russland, 1847, II, σ. 3.
[3] J. Billingsley, Survey of the Board of Agriculture for Somerset, 1798, σ. 52.
[4] Οι αριθμοί βασίζονται στο “New Domesday Book” του 1871-1873, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι δεν απεικονίζουν την κατάσταση του 1848.