Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Οικονομία

ανθρωποφαγικές ιδεολογίες[1]

Οι θεσμοί του «φιλελεύθερου κράτους» και μετέπειτα της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» που θεμελιώθηκαν με τα Συντάγματα και ρυθμίζουν τα όρια εξουσίας των κυβερνώντων απέναντι στους υπηκόους, έχουν ηλικία δύο μόλις αιώνων. Θεσπίσθηκαν στην Αμερική με τον αγώνα της Ανεξαρτησίας (1776) και στη Γαλλία μετά την Επανάσταση (1789) και ήταν κατάκτηση της αστικής τάξης στη σύγκρουσή της με την απολυταρχική μοναρχία και την αντιδραστική φεουδαρχία. Οι αστοί διεκδικούσαν προστασία της ιδιοκτησίας και ελευθερία ανταγωνισμού στην οικονομική ζωή. Όχι επεμβάσεις του κράτους, ανοιχτή αγορά, κανένα εμπόδιο στην ιδιωτική πρωτοβουλία – laissez faire, laissez passer, lemonade va de lui meme, όπως δίδασκαν οι φυσιοκράτες οικονομολόγοι του ΙΗ΄ αιώνα. Ελευθερία ανταγωνισμού αλλά και ατομικά δικαιώματα – προσωπική ασφάλεια, απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, ελευθερία της έκφρασης, απόρρητο αλληλογραφίας, ελευθεροτυπία.

Τα «φιλελεύθερα πολιτεύματα» καθόριζαν τα όρια της κρατικής εξουσίας και καθιέρωναν τον ελεύθερο ανταγωνισμό αλλά νομιμοποιούσαν και την ελεύθερη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Θα χρειαστούν μακροχρόνιοι αγώνες και θυσίες βαρειές για να θεσπιστεί η συλλογική δράση των μισθωτών και ο συνδικαλισμός.

Τη ροπή της εξουσίας προς την ασυδοσία είχε επισημάνει ο Μοντεσκιέ. «Όποιος ασκεί εξουσία έχει τάση για κατάχρησή της. Προχωρεί έτσι ακάθεκτος ώσπου να συναντήσει κάποιο φραγμό»[2].

Με τη γενίκευση των πολιτικών ελευθεριών οι λαϊκές μάζες αξιοποιούν το συνταγματικό δικαίωμα γνώμης και ψήφου, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Αρχίζουν οι κοινωνικοί αγώνες, η διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας και ζωής.

Το καθεστώς του χωρίς όρια ανταγωνισμού, η επικράτηση του ισχυροτέρου και η εξόντωση του αδύναμου, ο οικονομικός δαρβινισμός όπως αποκαλείται, εφαρμοζόταν με ζήλο στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οι κοινωνικές δαπάνες – για υγεία, πρόνοια, παιδεία – απορρίπτονταν στις περισσότερες πολιτείες. Και όποιος αποτολμούσε να εισηγηθεί πιστώσεις για κοινωνικούς σκοπούς κινδύνευε να χαρακτηρισθεί κομμουνιστής. Στα νομοθετικά σώματα των πολιτειών, γράφει ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζων Κ Γκαλμπραίθ, στα δημαρχεία και στις σχολικές επιτροπές, «κάθε συνηγορία για κρατικά κονδύλια χαρακτηριζόταν ανελεύθερη αντίληψη … Κάθε αίτημα για ανέγερση νέων σχολείων, για καταπολέμηση της ρύπανσης και αυστηρότερη εφαρμογή των κανονισμών στις βιομηχανικές ζώνες, ερμηνευόταν ως ένα απαράδεκτο βήμα στον ολισθηρό κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στον κομμουνισμό»[3].

Οι υπέρμαχοι του δαρβινισμού στην κοινωνία υποστήριζαν ότι ο ελεύθερος άνθρωπος καταλήγει στην επιβίωση και τον πλουτισμό των νικητών. Αυτοί είναι οι ισχυρότεροι και ικανότεροι. Οι άλλοι, οι ηττημένοι, προορίζονται για τον σκουπιδότοπο.

Γενάρχες αυτής της αμείλικτης και ανθρωποφαγικής ιδεολογίας υπήρξαν κυρίως ο Άγγλος οικονομολόγος Δαυΐδ Ρικάρντο και ο Άγγλος επίσης κοινωνιολόγος Ερβέρτος Σπένσερ (ΙΘ΄ αιώνας). Ο Ρικάρντο έλεγε ότι ο ανθρωπισμός δεν έχει καμμιά θέση στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς. Οι νόμοι για την προστασία των φτωχών πρέπει να καταργηθούν. Δεν είναι λογικό η συμπόνια και η φιλανθρωπία να παρεμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη.

Ο Σπένσερ υποστήριζε ότι δεν πρέπει να επιβαρύνεται το κράτος με την εκπαίδευση. Είναι φροντίδα που αφορά αποκλειστικά τους γονείς. Εκείνοι πρέπει να αποφασίσουν αν τα παιδιά τους θα μορφωθούν – με δικές τους αποκλειστικά δαπάνες – ή θα μείνουν αγράμματα. Ούτε με την υγειονομική περίθαλψη των φτωχών πρέπει να ασχολείται το κράτος. Γιατί η οργάνωση δημόσιων υπηρεσιών υγείας κρατά στη ζωή αδύναμα, δηλαδή άχρηστα άτομα του ανθρώπινου είδους[4].

Αλλά ενώ οι θιασώτες του «φιλελευθερισμού» θεωρούν την αγορά αυτόνομο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, αποξενωμένο από την πολιτική, η οικονομική ολιγαρχία όχι μόνο επεμβαίνει σε όλες τις φάσεις του δημόσιου βίου αλλά και ελέγχει την πολιτική εξουσία επιβάλλοντας τους εκλεκτούς της , πρόθυμους πάντοτε να υπερασπισθούν τα συμφέροντα και να επεκτείνουν τα προνόμια των υπερκυριάρχων της οικονομίας.

Μερικοί επικαλούνται τον Άνταμ Σμιθ, τον θεμελιώτη της κλασσικής οικονομίας και προφήτη της «κοινωνίας της αγοράς», για να δικαιολογήσουν το θηριοτροφείο του «φιλελευθερισμού». Αλλά ο επιφανής Άγγλος διανοητής, όπως και ο συμπατριώτης του Τζων Λόκ, ο θεωρητικός της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης, είχαν συνδέσει την ελευθερία των συναλλαγών με τη δίκαιη ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων, με την ευημερία των λαών και την παγκόσμια ειρήνη. Μιλούσαν για ατομικά δικαιώματα, για λαϊκές ελευθερίες, για περιορισμό των αυθαιρεσιών της εξουσίας, για αντίσταση κατά του αυταρχισμού των ισχυρών, για κοινωνική δικαιοσύνη. Μιλούσαν ακόμα για ηθική συνείδηση, για αλληλεγγύη και ειρηνική συνύπαρξη και απέκρουαν την αρπακτικότητα, τον αδελφοκτόνο ανταγωνισμό και την ασυδοσία των εδραιωμένων συμφερόντων[5]

[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Η διαφθορά της εξουσίας, σ. 565 κ.επ., Αθήνα 1992
[2] De l’ esprit des lois, βιβλ. XI, κεφ. IV.
[3] the Affluent Society, New York 1958, ελλ. μετ. σ. 89.
[4] Social Statistics, New York 1865, σ. 413. Κατά τον Σπένσερ κάθε προσπάθεια για ανακούφιση της δυστυχίας παραβιάζει θεμελιώδη νόμο της κοινωνικής ζωής – την επιβίωση του ισχυροτέρου (Principles Of Ethics, New York 1897, τ. Β΄, σ. 260). Συνηγορεί ο κοινωνιολόγος Γουίλιαμ Γκράχαμ Σάμερ. Παρέμβαση του κράτους με κοινωνικές δαπάνες οδηγεί στην επιβίωση των ανικάνων. Και τονίζει πως χρειάζεται μάχη εναντίον της φορολογίας και της φιλανθρωπίας (Essays in Politics and Politial Science, σ. 85). Και ο … Αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Χοφστάντερ : Η επιβίωση των ισχυροτέρων είναι πρακτική εφαρμογή ενός νόμου της φύσης και του Θεού ! (Social Darvinism in American thought, Boston 1955, s. 45
[5] Έγραφε ο Άνταμ Σμιθ το 1776: «Το εμπόριο, που από φυσικού του πρέπει να είναι χώρος ομόνοιας και φιλίας, κατάντησε αστείρευτη πηγή μίσους και διαμάχης».