Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Λογοτεχνία

Οι φρεγάδες[1]

Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου φάνηκαν οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθ’ ερχόντανε ; για πού πήγαιναν ; ούτε άκουσε ούτε έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήταν βασιλικές φρεγάδες. Κι οι τέσσερες, λέει, το ίδιο είχαν χτίσιμο, χυτές πρύμη-πλώρη. Κι είχαν τις αρματωσιές τους, βασιλικές κι κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια μπρούτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα· τις αντένες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήταν ντυμένες. Κι είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο το Βαγγέλιο και στο μεσιανό κατάρτι, ψηλά σ’ ένα δικέφαλο αϊτό, την Παναγιά που έλαμπε – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήταν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που όριζε στην Πόλη. Εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξέρει τι αλλόφυλους πήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοδύναμο σε Ανατολή και Δύση τον Τίμιο Σταυρό !

Ήταν η αυγή ανοιξιάτικη· χαρά Θεού ! Φύλλο δε σειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πήχτρα. Στο διάφανο ουρανό πρόσμενες να ιδείς καθρεφτισμένα τα νησιά και τ’ ακρογιάλια με την πρασινάδα τους. Αριστερά φαίνονταν της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω απ’ την καταχνιά που τα έδενε σαν πουπουλένιο γεφύρι· και δεξιά κατέβαιναν τ’ ακρωτήρια και οι κόρφοι του Μοριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς χτυπούσεν ο ήλιος, έβλεπες στις στεριές να χύνουν λογιών λογιών χρώματα και τις φρεγάδες ν’ αστραποβολούν, ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.

Είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, γάμπιες και παπαφίγκοι και παρουκέτα και τρίγκοι, όλα στη θέση τους. Μα κέμονταν όλα παραλυμένα, και μόνο τα μπρούλια τους ανάδευαν καμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες κρέμονταν και κείνες, παράλυτες στα χέρια των ναυτών, που άδικα περιμένουν προσταγή να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Κοιμήθηκε απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· η βάρδια, στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά, κοιμήθηκε και κείνη, τηρώντας πάντα εμπρός της. Οι καπετάνοι, στα χρυσά και τα βελουδένια, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα, κάτω από την πρασινορόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, κοιμήθηκαν και κείνοι μέσα στις βαριές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπεί πώς κοιμήθηκαν ! Τα κουρασμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως κι η ψυχή τους. Εκείνη τρέχει και χαμοπατά στ’ άσπρα τους σπιτάκια, στις θλιμμένες γυναίκες και τ’ αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα τα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια, στ’ αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδα και τα πούλουδα γλυκιάς πατρίδας που δεν ελπίζουν να την ιδούν ποτέ.

Άξαφνα όμως ξύπνησαν οι θαλασσινοί.

«Παιδιά, τη βάρκα στη θάλασσα !» φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. «Α-λα τα χέρια στα κουπιά· βγείτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καμακώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια αγνά, ό,τι βρείτε !»

Το είπε κι έγινε ευθύς. Έριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδια αγνά, ό,τι βρίσκουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό, ξεκόβει από τ’ άλλα τα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια αγνά, ό,τι έβρει. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια, σαν κάτι να ζητεί. Τι είχε – τι έχασε ; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός – μεγάλος, πλούσιος – φτωχός, έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμει κατιτί ; Ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Βουλήθηκε να πάει πουθενά ; Ο οδηγός του έρχεται να τον ξυπνάει. Έτσι τώρα και τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνει ζητώντας πράμα που δεν έχασε. Τέλος είδε ο κασιδιάρης στο βράχο μια σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι ναι ιδεί ; Τοίχους γυμνούς περίγυρα. Πάει βαθιά· σκοτάδια, πίσσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει τικ-τακ, σαν ν’ αργοστάλαζε νερό. Ζυγώνει· ξανοίγει χάμου μια λακκούλα που δεχότανε του βράχου τη διαμαντένια σταλαματιά. Του ήρθε σαν κάμα. Παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογιέται. Αστόχαστα βγάνει κι ένα ψαράκι που ήβρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι ζωντάνεψε και αρχίζει να τριγυροφέρνει μέσα στο νερό.

«Μπρε !» λέει κάνοντας το σταυρό του.

Αλλά την ίδια ώρα νιώθει και κείνος το αρρωστημένο του κορμί να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες του. Τα λέπια πέφτουν και δείχνεται το δέρμα ολομέταξο. Αίμα πύρινο κρυφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρώνονται στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξει στα επουράνια. Κουφάρι ήταν, περιστέρι έγινε.

«Μπρε !» ξαναλέει. «Έλα, Χριστέ και Παναγιά, κοντά μου !»
Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κοιτάζουν και σταυροκοπιούνται. Άγγελος είναι, άνθρωπος είναι, δεν ξέρουν.
«Μωρέ, ποιος είσαι συ ;»
«Εγώ, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν, περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια».
Τρέχουν κοντά, τον κοιτάζουν από δω, τον φέρνουν από κει, τον καλογνωρίζουν.
«Αμ’ ποιος σ’ έκαμ’ έτσι ;»
«Τος και τος, ήβρα τ’ αθάνατο νερό».
«Πώς ; Πού ;»
«Μέσα στη σπηλιά».
Ακούνε και θαμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικία.
«Όχι, εγώ θα μπω πρώτος».
«Όχι, εγώ».
Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στιλέτα, μεκελοκόβονται. Να τι θα ειπεί παλιόκοσμος ! Για να έβρουν την αθανασία, ήβραν όλοι το θάνατο εμπρός στη πηγή της !

Το ναυτόπουλο, καθώς είδε αυτά, πηδάει στ’ ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν βάρκες στη θάλασσα, α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν και κείνοι το θάμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί αν χωρίσουν, πιάνουν τη φιλονικία.
«Όχι, εγώ θα μπω πρώτος».
«Όχι, εγώ».
Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στιλέτα, μεκελοκόβονται και κείνοι.

Το ναυτόπουλο, βλέποντας έτσι, πηδάει πάλι στ’ ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το τσούρμο μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται από δω, τρέχουν από κει, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν· μα ποιος τους ακούει ; Όλοι οι άντρες είναι πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κι αιμάτου δίψα κυρίευε καθέναν που πλησίαζε σε κείνη τη σπηλιά, λες και άχνιζε γύρω του Κάη ο θυμός. Οι ναύτες με τα στιλέτα θρήνο έκαναν, οι σκλάβοι, που δεν είαν στιλέτα, σήκωναν τις αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν τον τάφο του εχθρού. Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες σήκωναν· κι όσοι δεν είχαν πέτρες, είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που κατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έβαφε τις πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες σπαρτάριζαν κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι έφραζαν την πόρτα της σπηλιάς κι οι λαβωμένοι βαρυβογκούσαν. Ωστόσο δεν έπαυε ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Οι ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να νιω΄θουν κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνει στο χαμό και δυο-τρεις φορές έφεραν το χέρι στο στιλέτο και γλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της. Μα κρατήθηκαν.

«Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε !» είπαν αναμεταξύ τους. «Τούτο είναι θείκή κατάρα ! … Σε τι κριματίσαμε κι ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο ! …»
Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα, κλαίνε, μύρονται, σταυροκοπιένται.
«Αμάν, Θεέ΄μου, σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη χάρη σου ! Ξεχνούμε τον κόσμο και τα καλά του· παρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος !»

Μόλις τάχτηκαν οι καπετάνοι, αμέσως έπαψε το κακό. Μεμιάς συνήρθε το τσούρμο. Σαν να μην ήξεραν τι έκαναν ως τώρα, είδαν με φρίκη το σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Πέταξαν στη θάλασσα τα στιλέτα και άρχισαν να κλαίνε τους συντρόφους που σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Οι καπετάνοι πήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξει τη σπηλιά για να έβρουν το αθάνατο νερό. Άμα το έβρουν, σκέφτηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν από δω, γυρεύουν από κει· σταλιά νερό. Ο φόνος το μόλεψε κι έφυγε από το μάτι του ανθρώπου· μαζί χάθηκε και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι βγήκαν έξω οι καπετάνοι. Αλλ’ ώσπου να έβγουν, ακούνε που φρεσκάριζε ο καιρός. Ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνονται στα ριζιμιά σπηλάδια.

«Τις βάρκες, μωρέ παιδιά !» φωνάζουν δυνατά.
Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ’ ορθολίθι ν’ αγναντέψουν τις φρεγάδες. Μα πού φρεγάδες ; Το κύμα που ερχότανε δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό κι ο άνεμος, άξιοι κι οι δυο γεμιτζήδες, πόδισαν τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωκαν δρόμο στ’ ανοιχτά.

Οι καπετάνοι πέφτουν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν πως ήταν θέλημα Θεού ν’ απομείνουν στο φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί τα εικοσι τέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό δεν ξαναφάνηκε. Μόνο δυο φορές το χρόνο, στην πρώτη Ανάσταση του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα επουράνια, ο βράχος ρίχνει από μια στάλα στη γη. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγεροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντίλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει κι η γη ζηλιάρα το αναρρουφά ευθύς. Φοβάται, λες, μην τ’ αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλιτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Κι οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ιδούν άλλο παρά τα κάτασπρα κόκαλα που κείτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.

Εγώ είδα τα κόκαλα και γω άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Αφού παράδειραν για χρόνια στ’ ανοιχτά, κατέβηκαν σύξυλες στον άμμο του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά, η άλλη κάπου στη Ρόδο κι οι άλλες δυο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είναι ακόμα ίδιες κι απαράλλαχτες, όπως πρωτοφάνηκαν στα νερά του καβομαλιά. Είναι χυτές πρύμη-πλώρη κι έχουν τις αρματωσιές τους βασιλικές και κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια μπρούτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες, σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα είναι ντυμένες. Κι έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, επάνω στο τιμόνι, έχουν το Άγιο Βαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι, ψηλά, σ’ ένα δικέφαλο αϊτό, την Παναγιά που λάμπει – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Κάθε αυγή, με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν στα γαλανά νερά. Τώρα ψυχή δεν έχουν· έρμες είναι από ναύτες κι από καπετάνιους. Όμως θα έρθει η ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισσες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στο δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα λιμάνια, στο διξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά.

[1] Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης, εκδόσεις Αλόη, Αθήνα 2002.