Περί τιτλομανίας[1]
Στην γραπτή επικοινωνία των πρώτων χρόνων του Ξεσηκωμού κυριαρχούσε ένα πνεύμα αξιοπρέπειας, σεμνότητας και αλληλεγγύης. Οι αγωνιστές γράφουν με αυθορμητισμό και ειλικρίνεια. Χωρίς υπαγορεύσεις και εσωτερικούς καταναγκασμούς, με μοναδικό κίνητρο το πατριωτικό χρέος. Απευθύνονταν «προς το Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα», «προς την Υπερτάτην Διοίκησιν» και υπέγραφαν : «Με το προσήκον σέβας». Υπήρχε αίσθηση ισοτιμίας, θέρμη, συνείδηση ισοπολιτείας και αυθορμητισμός στην επικοινωνία και προς τα άνω και προς τα κάτω. Οι οπλαρχηγοί, πριν από το όνομά τους, έγραφαν «ο πατριώτης» ή «φίλος ειλικρινής και αδελφός». Τα έγγραφα της Πελοποννησιακής Γερουσίας προς τους Εφόρους άρχιζαν με την δημοκρατική προσφώνηση «Φιλογενέστατοι αδελφοί Έφοροι» ή «Φιλογενέστατοι κύριοι, σας προσφέρουμε τον πατριωτικόν ασπασμόν». Η Διοίκηση απευθυνόταν προς τους «προμάχους της Ελλάδος», τους «γενναίους οπλαρχηγούς». Οι κοινότητες προσαγόρευαν τους παραλήπτες των επιστολών τους «αδελφοί πατριώται»[2].
Αυτή την αντίληψη της πατριωτικής αλληλεγγύης και του αλληλοσεβασμού –
επιταγή του δημοκρατικού πολιτεύματος – είχαν ενστερνισθεί όλοι οι πολιτικοί
και στρατιωτικοί ηγέτες στην αλληλογραφία τους κατά την πρώτη διετία του Αγώνα,
όπως προκύπτει από την αναδίφηση των Αρχείων με έγγραφα της εποχής. Η Διοίκηση προς
τους αγωνιστές: «Γενναίοι αδελφοί καπεταναίοι και στρατιώται». Ο Βρεσθαίνης
Θεοδώρητος προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού: «Μένωμε όλην την αδελφικήν αγάπην
και ειλικρίνειαν». Ένας αγωνιστής, αρχίζει το γράμμα του: «Υπέρ πίστεως και
πατρίδος, με το ταπεινό μου φανερώνω …». Άλλοι υπογράφουν: «Οι επαινούντες και
τιμώντες σε»[3].
Δεν θα κρατήσει όμως πολύ η στάση αυτή που ξεχειλίζει από πατριωτισμό,
φιλαλληλία και δημοκρατική συνείδηση. Οι άνθρωποι της εξουσίας που σεληνιάζονται
στην ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας, κατακτώντας νευραλγικά αξιώματα, ονειρεύονται
τα μεγαλεία του οθωμανικού δολβετιού και συνασπίζονται για να καταπνίξουν το
φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα που δονεί την ελληνική κοινωνία του Εικοσιένα.
…
Μυκτιρίζει ο Κολοκοτρώνης : «Και ευγενέστατον και πανευγενέστατον και εκλαμπρότατον
και εξοχώτατον και μεγαλειότατον με ωνόμασαν και μόνον τον τίτλον του
παναγιωτάτου δεν μ’ έδωσαν». Τις διακρίσεις και την γελοία τιτλομανία
στιγματίζει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σε επιστολή του προς τον Μαυροκορδάτο : «Γλέπω
τους προκομμένους του Έθνους μας οπού ελπίζομεν να μας ορμηνεύουν απ’ τα καλά
φρονήματα οπού εις την Ευρώπην εμάθανε» … και αντί «να εβγάλουν από ημάς την
ιδέα του τιτλομανισμού βλέπομεν αυτούς να λυσσάνε ως σκύλοι μανιασμένοι δια
βαθμούς και αξιώματα»[4]
[1] Κυριάκος Σιμόπουλος, «Η Διαφθορά της
Εξουσίας», Αθήνα 1992, σ.σ. 122-123 και 120.
[2] Μερικές φορές ξαναζωντανεύει το
αρχαίο ελληνικό ήθος στην επικοινωνία δημοσίων ανδρών και υπηρεσιών. «Ο Άρειος
Πάγος τηι υπερτάτηι Βουλήι ευ πράττειν»
(Σάλωνα, 22 Φεβρουαρίου 1822). Ο Άρειος Πάγος «τωι μινίστρωι
των Εσωτερικών, χαίρειν» (22 Μαρτίου 1822). Ακριβώς όπως απευθυνόταν ο
Ισοκράτης προς τον βασιλιά Φίλιππο και τον γιο του Αλέξανδρο. «Ισοκράτης Φιλίπωι
των Μακεδόνων βασιλεί χαίρειν». «Αλεξάνδρωι χαίρειν». Στην αρχαία
ελληνική δημοκρατία οι τίτλοι είναι άγνωστοι. Υπήρχαν μόνο θεσμοί και
θεσμοθέτες, πολίτες ελεύθεροι, ισότιμοι και αυτόνομοι. Και όπως γράφει ο
Κοραής, «τοιαύτην ισονομικήν και αληθώς ανδρώση αποστροφήν των τίτλων έδειχναν
οι πολίται, όχι μόνον αναμεταξύ των, αλλά και λαλούντες ή γράφοντες προς βασιλείς
των άλλων εθνών» (Άπαντα, τ. Α΄, σ. 347-348).
[3] Κυρ. Σιμόπουλος, η γλώσσα και το
Εικοσιένα, σ. 95 κ.ε.)
[4] Ιστορικόν Αρχείον Μαυροκορδάτου,
τεύχος IV, σ. 205. Και
ο Μακρυγιάννης : «Αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους και τους Εξοχώτατους
… Τους φκιάσαν αυτήνοι οι διακοναραίοι οι αγωνισταί Εκλαμπρότατους … Αυτήνοι
βαθ/μολογώνται, αυτήνοι πλερώνονται βαριούς μιστους» (Ν. Δραγούμης, τ. Α΄, σ.
156)