Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

1821_μικρές ιστορίες από το Μεσολόγγι

 


Ο σύντροφος[i]

Ο κυρ Άγγελος, ο γάιδαρος του μυλωνά του γερο-Παντελιού, βρέθηκε κι’ αυτός μαζί με τον αφέντη του στο Μεσολόγγι, όταν άρχισε η πολιορκία.

Σαν όλοι οι πολιορκημένοι, που μ’ αγόγγυστη καρδιά καθένας έκανε ό,τι παραγγελνόταν, έτσι κι’ ο κυρ Άγγελος, στρατιώτης ταπεινός, κι’ απ’ όλους ο ύστερος, ποτέ δεν έλειψε από το βαρύ έργο, πούπεσε στο μερδικό του, και του ταίριαζε στο φυσικό. Είχε δεν είχε ακόλουθο τον γερο-Παντελιό, έπρεπε αυτός να κουβαλήση τ’ άλεσμα απ’ τον Ανεμόμυλο στους φούρνους και να χαιρετήση και ν’ αντιχαιρετηθή στον δρόμο από τα μπουλούκια τα πολεμικά.

Αδείλιαστος, που είναι και λίγο να τον πη κανείς, αφρόντιστος σαν ήρωας που ο ίδιος δεν το ξέρει, άμα δεν είχε να δουλέψη έπιανε τη θέση του δώθε από τον μύλο στην ακρολιμνιά, κι’ αγνάντευε το πέλαγο, τριγυρισμένο τελευταία από τα τούρκικα καράβια και καΐκια.

Ο αγώνας τότε όλο και χειρότερα τραβούσε. Τα κανόνια πολλές φορές σημάδευαν και τον κυρ Άγγελο. Τις σφαίρες όμως και τις μπόμπες αυτός δεν τις ψηφούσε, κι’ ας χορεύαν τριγύρω του.

Τη νύχτα συνέβηκε πολλές φορές ένα παράξενο. Άμα οι Τούρκοι ‘τοιμαζόντανε για έφοδο, τόξερε αυτό ο κυρ Άγγελος. Τόξερε και το διαλαλούσε. Η σάλπιγγά του χτύπαγε τους κουρασμένους, που λαγοκοιμώνταν· και ξυπνούσαν, κι’ άρχιζαν τον πόλεμο. Τότε σώπαινε ο κυρ Άγγελος. Τραγική ήταν η σιωπή του, όσο κ’ η κραυγή του γαύρη.

Τέλος ο κυρ Άγγελος άμα ξεφώνιζε, ήταν η ώρα του πολέμου. Τόξεραν οι πολεμιστές αυτό. Κι’ όσο η πείνα, κι’ όσο ο πόλεμος θέριευε τους ανθρώπους, τόσο κι ο κυρ Άγγελος γινόταν αλλιώτικος, ανθρώπινος, ακόμα κ’ υπεράνθρωπος. Είχε καταντήσει αδύνατος σα φάντασμα, ίσκιος καρτερικός κι’ ακίνητος, ίδιο το πνεύμα της αλύγιστης Φρουράς, που χαρομαχούσε, και δεν παραδινότανε.

Μια νύχτα, από τις τελευταίες εκείνες, η κραυγή του κυρ Άγγελους πια δεν ακούστηκε, άξαφνα. Το ρέκασμα του το πολεμικό, από φοβερές  χιλιάδες καμωμένο, το ξέσυρμά του το στριγκό έσβυσε για πάντα. Ο γάιδαρος σφάχτηκε και φαγώθηκε από τους πεινασμένους. Δεν είχε πια να μοιράση άλεσμα και δεν είχε μήτε ο ίδιος τί να φάη. Και φαγώθηκε. Αυτό ήταν το χαμπέρι το πρωϊνό και το πικρότερο. Τότε βαρυθύμησε η Φρουρά πρώτη φορά, σα να νικήθηκε.

Έπειτα ήρθε της Έξοδος η ώρα. Ο γερο-Παντελιός μάζεψε τα κόκκαλα του φίλου του και τάχωσε στον  Ανεμόμυλο, να μην τα βρουν οι Τούρκοι. Κι’ όσοι ήταν να περάσουν, πέρασαν, γλύτωσαν. Μα όσοι γύρισαν πίσω, και κλείστηκαν στον Ανεμόμυλο, βάλανε φωτιά. Τότε και τα κόκκαλα του κυρ Άγγελου ανεβήκανε στον ουρανό. 


[i] Γιάννης Βλαχογιάννης, Μεγάλα χρόνια, Εκδόσεις Έστίας.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

1821_ιστορίες από την ανάσταση του Έθνους των Ελλήνων

 

Περί τιτλομανίας[1]

Στην γραπτή επικοινωνία των πρώτων χρόνων  του Ξεσηκωμού κυριαρχούσε ένα πνεύμα αξιοπρέπειας, σεμνότητας και αλληλεγγύης. Οι αγωνιστές γράφουν με αυθορμητισμό και ειλικρίνεια. Χωρίς υπαγορεύσεις και εσωτερικούς καταναγκασμούς, με μοναδικό κίνητρο το πατριωτικό χρέος. Απευθύνονταν «προς το Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα», «προς την Υπερτάτην Διοίκησιν» και υπέγραφαν : «Με το προσήκον σέβας». Υπήρχε αίσθηση ισοτιμίας, θέρμη, συνείδηση ισοπολιτείας και αυθορμητισμός στην επικοινωνία και προς τα άνω και προς τα κάτω. Οι οπλαρχηγοί, πριν από το όνομά τους, έγραφαν «ο πατριώτης» ή «φίλος ειλικρινής και αδελφός». Τα έγγραφα της Πελοποννησιακής Γερουσίας προς τους Εφόρους άρχιζαν με την δημοκρατική προσφώνηση «Φιλογενέστατοι αδελφοί Έφοροι» ή «Φιλογενέστατοι κύριοι, σας προσφέρουμε τον πατριωτικόν ασπασμόν». Η Διοίκηση απευθυνόταν προς τους «προμάχους της Ελλάδος», τους «γενναίους οπλαρχηγούς». Οι κοινότητες προσαγόρευαν τους παραλήπτες των επιστολών τους «αδελφοί πατριώται»[2].

Αυτή την αντίληψη της πατριωτικής αλληλεγγύης και του αλληλοσεβασμού – επιταγή του δημοκρατικού πολιτεύματος – είχαν ενστερνισθεί όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες στην αλληλογραφία τους κατά την πρώτη διετία του Αγώνα, όπως προκύπτει από την αναδίφηση των Αρχείων με έγγραφα της εποχής. Η Διοίκηση προς τους αγωνιστές: «Γενναίοι αδελφοί καπεταναίοι και στρατιώται». Ο Βρεσθαίνης Θεοδώρητος προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού: «Μένωμε όλην την αδελφικήν αγάπην και ειλικρίνειαν». Ένας αγωνιστής, αρχίζει το γράμμα του: «Υπέρ πίστεως και πατρίδος, με το ταπεινό μου φανερώνω …». Άλλοι υπογράφουν: «Οι επαινούντες και τιμώντες σε»[3].

Δεν θα κρατήσει όμως πολύ η στάση αυτή που ξεχειλίζει από πατριωτισμό, φιλαλληλία και δημοκρατική συνείδηση. Οι άνθρωποι της εξουσίας που σεληνιάζονται στην ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας, κατακτώντας νευραλγικά αξιώματα, ονειρεύονται τα μεγαλεία του οθωμανικού δολβετιού και συνασπίζονται για να καταπνίξουν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα που δονεί την ελληνική κοινωνία του Εικοσιένα.

Μυκτιρίζει ο Κολοκοτρώνης : «Και ευγενέστατον και πανευγενέστατον και εκλαμπρότατον και εξοχώτατον και μεγαλειότατον με ωνόμασαν και μόνον τον τίτλον του παναγιωτάτου δεν μ’ έδωσαν». Τις διακρίσεις και την γελοία τιτλομανία στιγματίζει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σε επιστολή του προς τον Μαυροκορδάτο : «Γλέπω τους προκομμένους του Έθνους μας οπού ελπίζομεν να μας ορμηνεύουν απ’ τα καλά φρονήματα οπού εις την Ευρώπην εμάθανε» … και αντί «να εβγάλουν από ημάς την ιδέα του τιτλομανισμού βλέπομεν αυτούς να λυσσάνε ως σκύλοι μανιασμένοι δια βαθμούς και αξιώματα»[4]



[1] Κυριάκος Σιμόπουλος, «Η Διαφθορά της Εξουσίας», Αθήνα 1992, σ.σ. 122-123 και 120.

[2] Μερικές φορές ξαναζωντανεύει το αρχαίο ελληνικό ήθος στην επικοινωνία δημοσίων ανδρών και υπηρεσιών. «Ο Άρειος Πάγος τηι υπερτάτηι Βουλήι ευ πράττειν» (Σάλωνα, 22 Φεβρουαρίου 1822). Ο Άρειος Πάγος «τωι μινίστρωι των Εσωτερικών, χαίρειν» (22 Μαρτίου 1822). Ακριβώς όπως απευθυνόταν ο Ισοκράτης προς τον βασιλιά Φίλιππο και τον γιο του Αλέξανδρο. «Ισοκράτης Φιλίπωι των Μακεδόνων βασιλεί χαίρειν». «Αλεξάνδρωι χαίρειν». Στην αρχαία ελληνική δημοκρατία οι τίτλοι είναι άγνωστοι. Υπήρχαν μόνο θεσμοί και θεσμοθέτες, πολίτες ελεύθεροι, ισότιμοι και αυτόνομοι. Και όπως γράφει ο Κοραής, «τοιαύτην ισονομικήν και αληθώς ανδρώση αποστροφήν των τίτλων έδειχναν οι πολίται, όχι μόνον αναμεταξύ των, αλλά και λαλούντες ή γράφοντες προς βασιλείς των άλλων εθνών» (Άπαντα, τ. Α΄, σ. 347-348).

[3] Κυρ. Σιμόπουλος, η γλώσσα και το Εικοσιένα, σ. 95 κ.ε.)

[4] Ιστορικόν Αρχείον Μαυροκορδάτου, τεύχος IV, σ. 205. Και ο Μακρυγιάννης : «Αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους και τους Εξοχώτατους … Τους φκιάσαν αυτήνοι οι διακοναραίοι οι αγωνισταί Εκλαμπρότατους … Αυτήνοι βαθ/μολογώνται, αυτήνοι πλερώνονται βαριούς μιστους» (Ν. Δραγούμης, τ. Α΄, σ. 156)