Ο σύντροφος[i]
Ο κυρ Άγγελος, ο γάιδαρος του μυλωνά του γερο-Παντελιού, βρέθηκε κι’ αυτός μαζί
με τον αφέντη του στο Μεσολόγγι, όταν άρχισε η πολιορκία.
Σαν όλοι οι πολιορκημένοι, που μ’ αγόγγυστη καρδιά καθένας έκανε ό,τι
παραγγελνόταν, έτσι κι’ ο κυρ Άγγελος, στρατιώτης ταπεινός, κι’ απ’ όλους ο
ύστερος, ποτέ δεν έλειψε από το βαρύ έργο, πούπεσε στο μερδικό του, και του
ταίριαζε στο φυσικό. Είχε δεν είχε ακόλουθο τον γερο-Παντελιό, έπρεπε αυτός να
κουβαλήση τ’ άλεσμα απ’ τον Ανεμόμυλο στους φούρνους και να χαιρετήση και ν’
αντιχαιρετηθή στον δρόμο από τα μπουλούκια τα πολεμικά.
Αδείλιαστος, που είναι και λίγο να τον πη κανείς, αφρόντιστος σαν ήρωας που
ο ίδιος δεν το ξέρει, άμα δεν είχε να δουλέψη έπιανε τη θέση του δώθε από τον
μύλο στην ακρολιμνιά, κι’ αγνάντευε το πέλαγο, τριγυρισμένο τελευταία από τα τούρκικα
καράβια και καΐκια.
Ο αγώνας τότε όλο και χειρότερα τραβούσε. Τα κανόνια πολλές φορές σημάδευαν
και τον κυρ Άγγελο. Τις σφαίρες όμως και τις μπόμπες αυτός δεν τις ψηφούσε, κι’
ας χορεύαν τριγύρω του.
Τη νύχτα συνέβηκε πολλές φορές ένα παράξενο. Άμα οι Τούρκοι ‘τοιμαζόντανε
για έφοδο, τόξερε αυτό ο κυρ Άγγελος. Τόξερε και το διαλαλούσε. Η σάλπιγγά του
χτύπαγε τους κουρασμένους, που λαγοκοιμώνταν· και ξυπνούσαν, κι’
άρχιζαν τον πόλεμο. Τότε σώπαινε ο κυρ Άγγελος. Τραγική ήταν η σιωπή του, όσο κ’
η κραυγή του γαύρη.
Τέλος ο κυρ Άγγελος άμα ξεφώνιζε, ήταν η ώρα του πολέμου. Τόξεραν οι
πολεμιστές αυτό. Κι’ όσο η πείνα, κι’ όσο ο πόλεμος θέριευε τους ανθρώπους,
τόσο κι ο κυρ Άγγελος γινόταν αλλιώτικος, ανθρώπινος, ακόμα κ’ υπεράνθρωπος.
Είχε καταντήσει αδύνατος σα φάντασμα, ίσκιος καρτερικός κι’ ακίνητος, ίδιο το
πνεύμα της αλύγιστης Φρουράς, που χαρομαχούσε, και δεν παραδινότανε.
Μια νύχτα, από τις τελευταίες εκείνες, η κραυγή του κυρ Άγγελους πια δεν
ακούστηκε, άξαφνα. Το ρέκασμα του το πολεμικό, από φοβερές χιλιάδες καμωμένο, το ξέσυρμά του το στριγκό
έσβυσε για πάντα. Ο γάιδαρος σφάχτηκε και φαγώθηκε από τους πεινασμένους. Δεν
είχε πια να μοιράση άλεσμα και δεν είχε μήτε ο ίδιος τί να φάη. Και φαγώθηκε.
Αυτό ήταν το χαμπέρι το πρωϊνό και το πικρότερο. Τότε βαρυθύμησε η Φρουρά πρώτη
φορά, σα να νικήθηκε.
Έπειτα ήρθε της Έξοδος η ώρα. Ο γερο-Παντελιός μάζεψε τα κόκκαλα του φίλου του και τάχωσε στον Ανεμόμυλο, να μην τα βρουν οι Τούρκοι. Κι’ όσοι ήταν να περάσουν, πέρασαν, γλύτωσαν. Μα όσοι γύρισαν πίσω, και κλείστηκαν στον Ανεμόμυλο, βάλανε φωτιά. Τότε και τα κόκκαλα του κυρ Άγγελου ανεβήκανε στον ουρανό.
[i] Γιάννης Βλαχογιάννης, Μεγάλα
χρόνια, Εκδόσεις Έστίας.