Βαυαρική αποικία[1]
Έλληνες και ξένοι ιστοριογράφοι επισημαίνουν μια «αφύπνιση του φιλελληνισμού» στην Ευρώπη μετά το 1826. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αφύπνιση του ενδιαφέροντος των Δυνάμεων για το ελληνικό πρόβλημα ύστερα από την αιγυπτιακή εισβολή στην Ελλάδα και την απειλητική για τα συμφέροντά τους κατάσταση του δημιουργούσε το προγεφύρωμα του Μεχμέτ Αλή στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το φιλελληνικό κίνημα, σύμφυτο με τον φιλελευθερισμό των λαών, αν όχι ταυτόσημο, ελεγχόταν σταθερά σε όλα τα χρόνια του Αγώνα από τις κυβερνήσεις και χρησιμοποιούνταν επιδέξια για την προσέγγιση πολιτικών σκοπών και εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων. Άλλοτε συμπιεζόταν, άλλοτε αφηνόταν ελεύθερο και άλλοτε υποδαυλιζόταν. Ουσιαστικά το λεγόμενο φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη και στην Αμερική δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην πολιτική λύση του ελληνικού προβλήματος. Οι ευρωπαϊκοί λαοί έτρεφαν φιλελληνικά αισθήματα αλλά η φωνή τους μεταστοιχειωνόταν και απενεργοποιόταν από τον μηχανισμό των Κομιτάτων που ελέγχονταν απόλυτα από τις κυβερνήσεις και τις μυστικές υπηρεσίες.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι φιλελληνικές εκδηλώσεις ερμηνεύονταν ως προοίμιο και εγγύηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Μέσα στο 1826 οργίαζαν οι φήμες και οι διαδόσεις για άμεση στρατιωτική βοήθεια. Το φθινόπωρο μια χαρμόσυνη είδηση κυκλοφορούσε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα προκαλώντας ενθουσιασμό και αναπτερώνοντας τις ελπίδες. Από στιγμή σε στιγμή φθάνει από τη Βαυαρία τακτικό στράτευμα τριάντα χιλιάδων ανδρών. Έφθασαν – τον Δεκέμβριο του 1826 – πραγματικά οι Βαυαροί, αλλά ήταν μόνο δώδεκα. Μια μικρή ομάδα – αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιωτικοί γιατροί – με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Κάρολο Χάιντεκ. Δεν ήταν εθελοντές αλλά μέλη «στρατιωτικής αποστολής». Υπηρετούσαν όλοι στο βαυαρικό στράτευμα, φορούσαν τις στολές τους και ταξίδευαν στην Ελλάδα επίσημα, με κανονική άδεια, ως συγκροτημένη ομάδα, με εντολή του βασιλιά Λουδοβίκου[2]. Ήταν η πρώτη φορά που μια ξένη χώρα έστελνε στην Ελλάδα, ανοιχτά και απροσχημάτιστα, στρατιωτικούς. Αλλά η Βαυαρία ήταν ένα κρατίδιο στην καρδιά της Ευρώπης, χωρίς ειδικά συμφέροντα στην Ανατολή, χωρίς εμπορικό στόλο στη Μεσόγειο και οικονομικοπολιτικές σχέσεις με την Τουρκία. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και της Αμερικής απέφευγαν κάθε φανερή ανάμιξη στις φιλελληνικές εκδηλώσεις και στην αποστολή βοήθειας. Κρατούσαν υπό τον έλεγχό τους τα Κομιτάτα ή καθοδηγούσαν τους εθελοντές άμεσα ή έμμεσα και τους χρησιμοποιούσαν ως όργανα εθνικής πολιτικής, τηρούσαν τα προσχήματα και υποκρίνονταν ουδετερότητα για να μην διακινδυνεύσουν τα συμφέροντά τους στην οθωμανική αυτοκρατορία και να μην διαταραχθούν οι σχέσεις τους με την Πύλη. Για τον Λουδοβίκο, όμως, της Βαυαρίας αυτή η συμβολική χειρονομία αποτελούσε εφαρμογή μιας πολιτικής που επέτρεπε διασυνδέσεις με τον ελληνικό χώρο και καλλιέργεια επιρροής χωρίς κανένα κίνδυνο περιπλοκών με την Πύλη. Και όπως είναι γνωστό, με την φιλελληνική εκείνη πρωτοβουλία, ο Λουδοβίκος πέτυχε την έκδοση μιας συναλλαγματικής που θα εξαργυρωθεί αργότερα με την ανάρρηση στο θρόνο του ανήλικου γιου του. Ο συνταγματάρχης Χάιντεκ θα ξαναγυρίσει σε λίγα χρόνια στην Ελλάδα ως μέλος της τριμελούς αντιβασιλείας[3]. Υπερκερδοφόρα η αποπληρωμή. Η Ελλάδα θα γίνει για ένα διάστημα βαυαρική αποικία.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», τ. Ε΄, σ.σ. 289-290, Αθήνα 1984
[2] Στην βαυαρική αποστολή υπό τον Χάιντεκ πήραν μέρος οι λοχαγοί Θ. Χύγκλερ και Φρ. Σνίτσλαιν, οι υπολοχαγοί Σενχάμμερ, Κραζάιζεν, Αντ. Σίλτσερ και Γ. φον Ας, ο στρατιωτικός γιατρός Σεμπ. Σράινερ, οι λοχίες Μέζινγκ, Γκορτ, Βιλντ, Μάντλερ και Μάγιερ, ο δεκανέας Γκυρτελάιν και ο πυροβολητής Ρύππρεχτ. Ο φον Ας αρρώστησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και γύρισε στο Μόναχο τον Νοέμβριο του 1827. Ο υπολοχαγός Σίλτσερ πέθανε στην Ελλάδα.
[3] το 1844 έγινε βαρώνος. Αποστρατεύθηκε το 1855.