Το μίσος του κακού (1)
Η διάκριση που έκανε ο Μπωντλαίρ, στο περίφημο δοκίμιό του για την «ουσία του γέλιου» παραμένει. Υπάρχει ένα κωμικό αθώο και ένα κωμικό πονηρό. Το πρώτο προκαλεί το αυθόρμητο και ηχηρό γέλιο που το χαιρόμαστε στα παιδιά και στους απλοϊκούς ανθρώπους και διασκεδάζει χωρίς αναχαιτίσεις όσους το συναντούν. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό μόνο από εκείνους που γνωρίζουν τα υπονοούμενά του και ευχαριστιούνται όταν συμμετέχουν στην πρόθεση του δημιουργού να «πειράξει» με τα τεχνάσματά του και τους υπαινιγμούς του· αλλιώς στενοχωριούνται ή και θυμώνουν. Το αθώο κωμικό είναι – ας πούμε – διδιάστατο, σκέτη επιφάνεια, δεν έχει «από πίσω» τίποτα και για τούτο μας κάνει να γελούμε «με την καρδιά μας». … Αντίθετα στο πονηρό κωμικό υπάρχει τρίτη διάσταση, βάθος, «σημασία» και απαιτεί σκέψη. Κάτι εννοεί και πρέπει να το συλλάβεις αυτό το νόημά του για να διεγερθείς και να ευθυμήσεις ή να οργιστείς. …
Επικρατέστερο κοινωνικά και για την Τέχνη σπουδαιότερο είναι όχι το αθώο, αλλά το πονηρό κωμικό. Προϊόν του καλλιεργημένου πνεύματος, άνθος προηγμένου πολιτισμού. Και αμαρτωλό, όπως πολλές άλλες ανθρώπινες επιτυχίες. Αυτή τη φυσιογνωμία του στοχάζεται, ασφαλώς, ο Μπωντλαίρ όταν γράφει για το γέλιο ότι έχει διαβολική καταγωγή· «είναι ένα από τα κουκούτσια του συμβολικού μήλου της αμαρτίας». … Το πονηρό κωμικό μόνο ο πονηρός μπορεί να το γευθεί και του είδους τούτου η πονηριά δεν βρίσκει έδαφος στις πρωτόγονα αγνές ψυχές για να βλαστήσει.
Στην κατηγορία του πονηρού κωμικού ανήκει το δηκτικό χιούμορ, η σάτιρα, που από τους πολύ αρχαίους χρόνους καλλιεργείται και ευδοκιμεί στις πολιτισμένες κοινωνίες. Ακόμη και στην ιστορία της Τέχνης έχει περίβλεπτη θέση· ας θυμηθούμε τον μεγάλο της μάστορα στο χώρο του θεάτρου, τον ανυπέρβλητο Αριστοφάνη. Σάτιρα δεν είναι απλώς το «χωρατό που πειράζει», γιατί το χωρατό, καθώς το λέει άλλωστε και το όνομά του, είναι συνήθως μια χονδροειδής και άτεχνη κοροϊδία. Αλλά ένα έξυπνο παιχνίδι με απομιμήσεις ή λόγια, μια αστειότητα που, καθώς πάλι το λέει η ίδια η λέξη – αστεία είναι τα ήθη του «άστεος» – γίνεται με πνεύμα και λεπτό χειρισμό, για να μπορεί να βρει το στόχο και να «καρφώσει».
Η σάτιρα είναι ένας τρόπος επιθετικής συμπεριφοράς που κρύβει μέσα του και συχνά τη φανερώνει με πολλήν αυθάδεια, μια δόση κακίας· τουλάχιστον την έλλειψη επιείκειας. Τρόπος ίσως όχι γενναίος, γιατί το χτύπημα δίνεται στον αντίπαλο από πίσω και με μάσκα, στα «αστεία». Σκοπός είναι κι εδώ η «σφαγή», αλλά επιδιώκεται χωρίς τον κίνδυνο της απευθείας αναμέτρησης. Σάτιρα αθώα δεν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, αφού πάντα πληγώνει και πληγώνει – επικρίνει, στηλιτεύει, διαπομπεύει – με πρόθεση να πληγώσει. Γι’ αυτό αναζητεί και προκρίνει την πιο ευαίσθητη πλευρά, το πιο νευραλγικό σημείο του εχθρού κι εκεί χτυπάει αδυσώπητα. Και, όπως είπα, εκ του ασφαλούς. Θα ονομάσουμε άραγε τη σάτιρα άνανδρο είδος πολέμου ; Θα την ειπούμε δειλία, μικροψυχία, ευτέλεια ; Πριν αποφανθούμε οριστικά, ας σκεφτούμε ότι όταν απεχθάνεσαι έναν ισχυρό γιατί κάνει απάνθρωπη κατάχρηση της δύναμής του, ή μια κατάσταση πραγμάτων που επιβάλλεται με τη ρομφαία της βίας, και δεν έχει άλλο τρόπο να εκδηλώσεις την αντίθεσή σου, θα καταφύγεις αναγκαστικά στο μόνο μέσον που σου παρέχουν οι μικρές δυνάμεις σου στη σάτιρα. «Ο έρως του καλού» γράφει ο Εμμανουήλ Ρόϊδης – στις περίφημες επιστολές «Αγρινιώτου Σουρλή» – «καλείται ενθουσιασμός και γεννά τους Πινδάρους και τους Μίλτωνας· το μίσος του κακού καλείται σάτιρα και γεννά τους Λουκιανούς και τους Βολταίρους».
Ρίζα λοιπόν της σάτιρας δεν είναι μόνο η κακεντρέχεια ή η μνησικακία του δειλού και αποστρεφόμενου τον κίνδυνο ανθρώπου, αλλά κυρίως το μίσος του κακού, η εξέγερση που προκαλεί στον ανίσχυρο η φυσική ή η ηθική καταδυνάστευσή του από πρόσωπα και καθεστώτα τυραννικά.
(1) Ε.Π. Παπανούτσου, «το Δίκαιο της Πυγμής», σ.σ. 161-163, εκδόσεις Δωδώνη 1989
Η διάκριση που έκανε ο Μπωντλαίρ, στο περίφημο δοκίμιό του για την «ουσία του γέλιου» παραμένει. Υπάρχει ένα κωμικό αθώο και ένα κωμικό πονηρό. Το πρώτο προκαλεί το αυθόρμητο και ηχηρό γέλιο που το χαιρόμαστε στα παιδιά και στους απλοϊκούς ανθρώπους και διασκεδάζει χωρίς αναχαιτίσεις όσους το συναντούν. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό μόνο από εκείνους που γνωρίζουν τα υπονοούμενά του και ευχαριστιούνται όταν συμμετέχουν στην πρόθεση του δημιουργού να «πειράξει» με τα τεχνάσματά του και τους υπαινιγμούς του· αλλιώς στενοχωριούνται ή και θυμώνουν. Το αθώο κωμικό είναι – ας πούμε – διδιάστατο, σκέτη επιφάνεια, δεν έχει «από πίσω» τίποτα και για τούτο μας κάνει να γελούμε «με την καρδιά μας». … Αντίθετα στο πονηρό κωμικό υπάρχει τρίτη διάσταση, βάθος, «σημασία» και απαιτεί σκέψη. Κάτι εννοεί και πρέπει να το συλλάβεις αυτό το νόημά του για να διεγερθείς και να ευθυμήσεις ή να οργιστείς. …
Επικρατέστερο κοινωνικά και για την Τέχνη σπουδαιότερο είναι όχι το αθώο, αλλά το πονηρό κωμικό. Προϊόν του καλλιεργημένου πνεύματος, άνθος προηγμένου πολιτισμού. Και αμαρτωλό, όπως πολλές άλλες ανθρώπινες επιτυχίες. Αυτή τη φυσιογνωμία του στοχάζεται, ασφαλώς, ο Μπωντλαίρ όταν γράφει για το γέλιο ότι έχει διαβολική καταγωγή· «είναι ένα από τα κουκούτσια του συμβολικού μήλου της αμαρτίας». … Το πονηρό κωμικό μόνο ο πονηρός μπορεί να το γευθεί και του είδους τούτου η πονηριά δεν βρίσκει έδαφος στις πρωτόγονα αγνές ψυχές για να βλαστήσει.
Στην κατηγορία του πονηρού κωμικού ανήκει το δηκτικό χιούμορ, η σάτιρα, που από τους πολύ αρχαίους χρόνους καλλιεργείται και ευδοκιμεί στις πολιτισμένες κοινωνίες. Ακόμη και στην ιστορία της Τέχνης έχει περίβλεπτη θέση· ας θυμηθούμε τον μεγάλο της μάστορα στο χώρο του θεάτρου, τον ανυπέρβλητο Αριστοφάνη. Σάτιρα δεν είναι απλώς το «χωρατό που πειράζει», γιατί το χωρατό, καθώς το λέει άλλωστε και το όνομά του, είναι συνήθως μια χονδροειδής και άτεχνη κοροϊδία. Αλλά ένα έξυπνο παιχνίδι με απομιμήσεις ή λόγια, μια αστειότητα που, καθώς πάλι το λέει η ίδια η λέξη – αστεία είναι τα ήθη του «άστεος» – γίνεται με πνεύμα και λεπτό χειρισμό, για να μπορεί να βρει το στόχο και να «καρφώσει».
Η σάτιρα είναι ένας τρόπος επιθετικής συμπεριφοράς που κρύβει μέσα του και συχνά τη φανερώνει με πολλήν αυθάδεια, μια δόση κακίας· τουλάχιστον την έλλειψη επιείκειας. Τρόπος ίσως όχι γενναίος, γιατί το χτύπημα δίνεται στον αντίπαλο από πίσω και με μάσκα, στα «αστεία». Σκοπός είναι κι εδώ η «σφαγή», αλλά επιδιώκεται χωρίς τον κίνδυνο της απευθείας αναμέτρησης. Σάτιρα αθώα δεν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, αφού πάντα πληγώνει και πληγώνει – επικρίνει, στηλιτεύει, διαπομπεύει – με πρόθεση να πληγώσει. Γι’ αυτό αναζητεί και προκρίνει την πιο ευαίσθητη πλευρά, το πιο νευραλγικό σημείο του εχθρού κι εκεί χτυπάει αδυσώπητα. Και, όπως είπα, εκ του ασφαλούς. Θα ονομάσουμε άραγε τη σάτιρα άνανδρο είδος πολέμου ; Θα την ειπούμε δειλία, μικροψυχία, ευτέλεια ; Πριν αποφανθούμε οριστικά, ας σκεφτούμε ότι όταν απεχθάνεσαι έναν ισχυρό γιατί κάνει απάνθρωπη κατάχρηση της δύναμής του, ή μια κατάσταση πραγμάτων που επιβάλλεται με τη ρομφαία της βίας, και δεν έχει άλλο τρόπο να εκδηλώσεις την αντίθεσή σου, θα καταφύγεις αναγκαστικά στο μόνο μέσον που σου παρέχουν οι μικρές δυνάμεις σου στη σάτιρα. «Ο έρως του καλού» γράφει ο Εμμανουήλ Ρόϊδης – στις περίφημες επιστολές «Αγρινιώτου Σουρλή» – «καλείται ενθουσιασμός και γεννά τους Πινδάρους και τους Μίλτωνας· το μίσος του κακού καλείται σάτιρα και γεννά τους Λουκιανούς και τους Βολταίρους».
Ρίζα λοιπόν της σάτιρας δεν είναι μόνο η κακεντρέχεια ή η μνησικακία του δειλού και αποστρεφόμενου τον κίνδυνο ανθρώπου, αλλά κυρίως το μίσος του κακού, η εξέγερση που προκαλεί στον ανίσχυρο η φυσική ή η ηθική καταδυνάστευσή του από πρόσωπα και καθεστώτα τυραννικά.
(1) Ε.Π. Παπανούτσου, «το Δίκαιο της Πυγμής», σ.σ. 161-163, εκδόσεις Δωδώνη 1989