Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Απολογία



Το μίσος του κακού (1)

Η διάκριση που έκανε ο Μπωντλαίρ, στο περίφημο δοκίμιό του για την «ουσία του γέλιου» παραμένει. Υπάρχει ένα κωμικό αθώο και ένα κωμικό πονηρό. Το πρώτο προκαλεί το αυθόρμητο και ηχηρό γέλιο που το χαιρόμαστε στα παιδιά και στους απλοϊκούς ανθρώπους και διασκεδάζει χωρίς αναχαιτίσεις όσους το συναντούν. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό μόνο από εκείνους που γνωρίζουν τα υπονοούμενά του και ευχαριστιούνται όταν συμμετέχουν στην πρόθεση του δημιουργού να «πειράξει» με τα τεχνάσματά του και τους υπαινιγμούς του· αλλιώς στενοχωριούνται ή και θυμώνουν. Το αθώο κωμικό είναι – ας πούμε – διδιάστατο, σκέτη επιφάνεια, δεν έχει «από πίσω» τίποτα και για τούτο μας κάνει να γελούμε «με την καρδιά μας». … Αντίθετα στο πονηρό κωμικό υπάρχει τρίτη διάσταση, βάθος, «σημασία» και απαιτεί σκέψη. Κάτι εννοεί και πρέπει να το συλλάβεις αυτό το νόημά του για να διεγερθείς και να ευθυμήσεις ή να οργιστείς. …

Επικρατέστερο κοινωνικά και για την Τέχνη σπουδαιότερο είναι όχι το αθώο, αλλά το πονηρό κωμικό. Προϊόν του καλλιεργημένου πνεύματος, άνθος προηγμένου πολιτισμού. Και αμαρτωλό, όπως πολλές άλλες ανθρώπινες επιτυχίες. Αυτή τη φυσιογνωμία του στοχάζεται, ασφαλώς, ο Μπωντλαίρ όταν γράφει για το γέλιο ότι έχει διαβολική καταγωγή· «είναι ένα από τα κουκούτσια του συμβολικού μήλου της αμαρτίας». … Το πονηρό κωμικό μόνο ο πονηρός μπορεί να το γευθεί και του είδους τούτου η πονηριά δεν βρίσκει έδαφος στις πρωτόγονα αγνές ψυχές για να βλαστήσει.

Στην κατηγορία του πονηρού κωμικού ανήκει το δηκτικό χιούμορ, η σάτιρα, που από τους πολύ αρχαίους χρόνους καλλιεργείται και ευδοκιμεί στις πολιτισμένες κοινωνίες. Ακόμη και στην ιστορία της Τέχνης έχει περίβλεπτη θέση· ας θυμηθούμε τον μεγάλο της μάστορα στο χώρο του θεάτρου, τον ανυπέρβλητο Αριστοφάνη. Σάτιρα δεν είναι απλώς το «χωρατό που πειράζει», γιατί το χωρατό, καθώς το λέει άλλωστε και το όνομά του, είναι συνήθως μια χονδροειδής και άτεχνη κοροϊδία. Αλλά ένα έξυπνο παιχνίδι με απομιμήσεις ή λόγια, μια αστειότητα που, καθώς πάλι το λέει η ίδια η λέξη – αστεία είναι τα ήθη του «άστεος» – γίνεται με πνεύμα και λεπτό χειρισμό, για να μπορεί να βρει το στόχο και να «καρφώσει».

Η σάτιρα είναι ένας τρόπος επιθετικής συμπεριφοράς που κρύβει μέσα του και συχνά τη φανερώνει με πολλήν αυθάδεια, μια δόση κακίας· τουλάχιστον την έλλειψη επιείκειας. Τρόπος ίσως όχι γενναίος, γιατί το χτύπημα δίνεται στον αντίπαλο από πίσω και με μάσκα, στα «αστεία». Σκοπός είναι κι εδώ η «σφαγή», αλλά επιδιώκεται χωρίς τον κίνδυνο της απευθείας αναμέτρησης. Σάτιρα αθώα δεν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, αφού πάντα πληγώνει και πληγώνει – επικρίνει, στηλιτεύει, διαπομπεύει – με πρόθεση να πληγώσει. Γι’ αυτό αναζητεί και προκρίνει την πιο ευαίσθητη πλευρά, το πιο νευραλγικό σημείο του εχθρού κι εκεί χτυπάει αδυσώπητα. Και, όπως είπα, εκ του ασφαλούς. Θα ονομάσουμε άραγε τη σάτιρα άνανδρο είδος πολέμου ; Θα την ειπούμε δειλία, μικροψυχία, ευτέλεια ; Πριν αποφανθούμε οριστικά, ας σκεφτούμε ότι όταν απεχθάνεσαι έναν ισχυρό γιατί κάνει απάνθρωπη κατάχρηση της δύναμής του, ή μια κατάσταση πραγμάτων που επιβάλλεται με τη ρομφαία της βίας, και δεν έχει άλλο τρόπο να εκδηλώσεις την αντίθεσή σου, θα καταφύγεις αναγκαστικά στο μόνο μέσον που σου παρέχουν οι μικρές δυνάμεις σου στη σάτιρα. «Ο έρως του καλού» γράφει ο Εμμανουήλ Ρόϊδης – στις περίφημες επιστολές «Αγρινιώτου Σουρλή» – «καλείται ενθουσιασμός και γεννά τους Πινδάρους και τους Μίλτωνας· το μίσος του κακού καλείται σάτιρα και γεννά τους Λουκιανούς και τους Βολταίρους».

Ρίζα λοιπόν της σάτιρας δεν είναι μόνο η κακεντρέχεια ή η μνησικακία του δειλού και αποστρεφόμενου τον κίνδυνο ανθρώπου, αλλά κυρίως το μίσος του κακού, η εξέγερση που προκαλεί στον ανίσχυρο η φυσική ή η ηθική καταδυνάστευσή του από πρόσωπα και καθεστώτα τυραννικά.

(1) Ε.Π. Παπανούτσου, «το Δίκαιο της Πυγμής», σ.σ. 161-163, εκδόσεις Δωδώνη 1989

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

πολιτική φιλοσοφία



Το Δίκαιο της Πυγμής (1)

Έχουν, άραγε, κατά έναν αδυσώπητο νόμο, καταδικαστεί οι μικροί και οι αδύνατοι – είτε είναι άτομα είτε ολόκληροι λαοί – να υποτάσσονται στους μεγάλους και στους δυνατούς και όταν δυσανασχετούν ή εξεγείρονται γι’ αυτή τη μεταχείριση, να εξοντώνονται από τούτους αλύπητα ; Ότι η ιστορία του ανθρώπου βεβαιώνει το πράγμα (ακόμα και με σπάνιες εξαιρέσεις στον κανόνα) δύσκολα μπορεί κανείς να το αρνηθεί. Είναι όμως όχι μόνο ιστορικό γεγονός, αλλά και φυσικού νόμου επιταγή ο άοπλος και ο αφελής να γίνεται παίγνιο, δούλος και βορά του αρματωμένου και του πανούργου ;

Ως θεωρία ηθική και πολιτική φιλοσοφία η γνώμη αυτή είναι πανάρχαιη· τη βρίσκομε κιόλας άριστα διατυπωμένη στους χρόνους των Ελλήνων σοφιστών. Ο Πλάτων μέσα στο «Γοργία» βάζει τον μαθητή τους Καλλικλή να την υποστηρίζει αδιάλλακτα απέναντι στον ίδιο το Σωκράτη, που όμως δεν εννοεί να παραδεχτεί ότι σε τελική ανάλυση την ευτυχία του ανθρώπου την τρέφει και την ασφαλίζει η υπεροχή – έστω και με τη βία. "Η ίδια η Φύση" λέγει ο Καλλικλής «δηλώνει, νομίζω, καθαρά ότι το δίκαιο είναι να έχει ο καλύτερος περισσότερα από τον χειρότερο και ο δυνατότερος περισσότερα απ’ τον αδύναμο. Τούτο γίνεται φανερό σε πολλές περιπτώσεις, και στων άλλων ζώων τις σχέσεις και στων ανθρώπων, καθώς και στις σχέσεις ολόκληρων πόλεων και γενών· έτσι έχει κριθεί το δίκαιο, ο καλύτερος να εξουσιάζει τον χειρότερο και να έχει περισσότερα απ’ αυτόν» (483 d) . Η βία, λοιπόν, είναι «νόμος της φύσεως», «το της φύσεως δίκαιον».

Όπως είναι γνωστό, αυτό κατά τον Θουκυδίδη υποστήριξαν και οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογό τους με τους Μηλίους : «Και μεις γνωρίζομε και σεις ότι κατά τον ανθρώπινο νόμο τα δίκαιο κρίνονται μόνο από ίσους, ενώ τα δυνατά τα πράττουν οι ισχυροί και τα παραδέχονται οι ασθενείς». «Και οι θεοί, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι, και αναμφισβήτητα οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από φυσικήν ορμή να εξουσιάζουν εκείνους από τους οποίους υπερτερούν» (Ε 89, 105).

Τώρα, πώς συμβαίνει αρχαίες και νέες νομοθεσίες να καταδικάζουν την αυθαιρεσία και την πλεονεξία των ισχυρών εις βάρος των ασθενών – τούτο, λέγει ο Καλλικλής του πλατωνικού διαλόγου (24 ολόκληρους αιώνες πριν το επαναλάβει ο Νίτσε), δεν είναι καθόλου δύσκολο να το εξηγήσομε: "Τους νόμους τους θέτουν οι αδύνατοι άνθρωποι και το πλήθος. Κατά τα δικά τους λοιπόν μέτρα και σύμφωνα με το δικό τους συμφέρον νομοθετούν … διακηρύσσοντας, για να εκφοβίζουν όσους έχουν τη ρώμη και την ικανότητα να πλεονεκτούν, ώστε να μην αρπάζουν τα περισσότερα, ότι είναι άσχημο και άδικο πράγμα η πλεονεξία, και αδικία η απαίτηση να έχει κανείς πιο πολλά από τους άλλους" (483 b, c).

Με τις ελληνικές ρίζες του το «δίκαιο της πυγμής» σταδιοδρόμησε λαμπρά στο θεωρητικό πεδίο, όπως άλλωστε είχε και στο πρακτικό ευδοκιμήσει μυριάδες χρόνια πριν από τη φιλοσοφική γραφή του, και εξακολουθεί, αλίμονο, να ακμάζει.

(1) Ε.Π. Παπανούτσου, «το Δίκαιο της Πυγμής», σ.σ. 11-12, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1989.