Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Δίκαιο


περί της πολιτικής ουδετερότητας του δικαστή

έλεγχος συνταγματικότητας[1]

ο «πολιτικός» χαρακτήρας του δικαστικού ελέγχου

Έντονες επιφυλάξεις και μεγάλες αναστολές προκάλεσε ο κίνδυνος της «πολιτικοποίησης» του δικαστικού ελέγχου και, αντίστοιχα, της μεταφοράς των πολιτικών αντιθέσεων στα δικαστήρια[2].

Οι αρνητές του ελέγχου υπογράμμιζαν ότι ο δικαστής βρίσκεται αντιμέτωπος με ζητήματα που απασχόλησαν προηγουμένως τη Βουλή· διατυπώνει κρίσεις που μπορούν να έχουν πολιτικό χαρακτήρα· εξοπλίζεται με μια σημαντική εξουσία, ενώ παραμένει δέσμιος των ιδεολογικών του επιρροών και των πολιτικών του αντιλήψεων που – πιθανόν – είναι διαφορετικές, ίσως και ριζικά αντίθετες, από αυτές του κοινού νομοθέτη και της πλειοψηφίας του λαού. Επιπλέον, ο δικαστικός έλεγχος δεν αποκλείεται να υποκαταστήσει ή ν’ αναπληρώσει τη γνήσια πολιτική αντιπαράθεση και να διολισθήσει σε έσχατο καταφύγιο της εκάστοτε μειοψηφίας που επιδιώκει τη ματαίωση των πολιτικών αποφάσεων της πλειοψηφίας με το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προβληματισμός αυτός εντάθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο – όπως είπαμε – κυρίως την περίοδο του μεσοπολέμου. Δηλαδή, όταν περίπου το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με μια σειρά αποφάσεών του , είχε κρίνει αντισυνταγματικά τα σπουδαιότερα νομοθετήματα κοινωνικής και εργατικής πολιτικής με τοπ επιχείρημα της προστασίας της οικονομικής ελευθερίας και είχε κατηγορηθεί για ακραίο συντηρητισμό που το έφερε σε σύγκρουση με τον Πρόεδρο Ρούζβελτ.

Όποιος αναρωτηθεί σε ποια χώρα διαμορφώθηκαν και επικράτησαν οι λύσεις που ακολουθεί σήμερα το ελληνικό συνταγματικό δίκαιο στο ζήτημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, πρέπει να στρέψει την προσοχή του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ήδη πριν δύο σχεδόν αιώνες καλλιεργήθηκε το έδαφος και δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για ν’ αναγνωρισθεί στις νεοσύστατες τότε ΗΠΑ το καθήκον των δικαστών να ερευνούν τη συνταγματικότητα των κανόνων δικαίου, τους οποίους όφειλαν να εφαρμόζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Έλεγχος δικαστικός και όχι πολιτικός

Επιπλέον, όμως, ο έλεγχος του δικαστή συνδέεται ως ένα βαθμό με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Άρα είναι έλεγχος, όπου μπορούν να εμφιλοχωρήσουν στοιχεία αξιολογικά και ιδεολογικά. Λόγω αυτού του κινδύνου, η οριοθέτηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων απορρέει και από την ανάγκη ο έλεγχος να είναι και να παραμένει αυστηρά δικανικός· δηλαδή νομικός και δικαστικός, όσο αυτό είναι δυνατό και ελέγξιμο. Έλεγχος «συνταγματικότητας», δηλαδή «νομιμότητας» και όχι έλεγχος «σκοπιμότητας», έλεγχος πολιτικός[3].

Τα ζητήματα αυτά τίθενται με μεγαλύτερη οξύτητα σε όσες χώρες διαθέτουν ειδικά όργανα απονομής «συνταγματικής δικαιοσύνης», οι αποφάσεις των οποίων έχουν συχνά σοβαρές και άμεσες πολιτικές επιπτώσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί τα Συνταγματικά Δικαστήρια έχουν συνήθως, εκτός από το καθήκον να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, και την αρμοδιότητα να επιλύουν διαφορές που προκύπτουν από τη σύγκρουση αρμοδιοτήτων μεταξύ των άμεσων οργάνων του κράτους[4].

Διεθνής προβληματισμός

Σε κάθε χώρα, λοιπόν, ανάλογα με τις συνθήκες, τα συνταγματικά δεδομένα και την πρακτική των δικαστηρίων, έχει ανακύψει ένας προβληματισμός για την οριοθέτηση του δικαστικού έλεγχου.

Ο «δικαστικός αυτοπεριορισμός»

Στις ΗΠΑ και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία η ίδια στάση των δικαστών απέναντι στο Σύνταγμα και στην ερμηνεία του καθώς και απέναντι στη σχέση του Συντάγματος με τον νόμο έχει διαμορφώσει τη θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισμού. Πρόκειται για τη σταδιακή και αρκετά λεπτομερειακή νομολογιακή περιχαράκωση της αρμοδιότητας του δικαστή να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων που θέτουν τελικά ορισμένες «περιοχές» εκτός δικαστικού ελέγχου· που αναγνωρίζουν ένα σχετικά ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στον κοινό νομοθέτη.

Το πιο βασικό χαρακτηριστικό του λεγόμενου «δικαστικού αυτοπεριορισμού» είναι η ιδιαίτερη φροντίδα του δικαστή να διατηρήσει τον δικαστικό χαρακτήρα της κρίσης του και τη δικανική φύση των συλλογισμών του. Φροντίδα συνυφασμένη και με την ανάγκη για διαφύλαξη του κύρους ή μάλλον της «πειστικότητας» των συλλογισμών του, που πρέπει να διαθέτουν μια ισχυρή δόση πολιτικής ουδετερότητας. …

Η ελληνική ιδιομορφία

Στην Ελλάδα ούτε έχει καλλιεργηθεί ούτε έχει ενοποιηθεί μια «συνταγματική» νομολογία σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Ο έλεγχος, καθώς είναι διάχυτος και παρεμπίπτων, ασκείται τις περισσότερες φορές εμπειρικά και αποσπασματικά ακόμη και από τα τρία ανώτατα δικαστήρια.


[1] Βασιλείου Σκουρή, Ευάγγελου Β. Βενιζέλου, «ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων», σ. 21, 31, 92-95.

[2] την άποψη αυτή ανέπτυξε ο H. Triepel, VVDStRL, 5, 1929, σελ. 3 επ.

[3] L. Philip, Le développement du contrôle de constitutionnalité et l’ accroissement des pouvoirs du juge constitutionnel, R.D.P. 1983, σελ. 401 επ. (αξιολόγηση των γαλλικών εξελίξεων, ιδίως μετά την εκλογή του Φ. Μιττεράν στην Προεδρία)

[4] Μια γρήγορη επισκόπηση των αρμοδιοτήτων με τα οποία είναι εξοπλισμένα τα συνταγματικά δικαστήρια στον ευρωπαϊκό χώρο, βρίσκει κανείς στην μελέτη του L. Favoreu, Actualité et legitimité du contrôle juridictionnel des lois en Europe occidentale, R.D.P. 1984, σελ. 1152 επ.