Το ελληνικό «παράλογο»*
Στο τυραννικό οθωμανικό κράτος η
διαφθορά αποτελούσε κανόνα του δημόσιου βίου. Όλα τα αξιώματα προσφέρονταν στον
πλειοδότη ή στον ευνοούμενο του σεραγιού. Η προσωπική αξιωσύνη ήταν το
τελευταίο που απασχολούσε τους σουλτάνους. Για να εξαγοράσουν το υπούργημα οι
υποψήφιοι πασάδες δανείζονταν μυθικά ποσά από τους σαράφηδες της Πόλης. Οι
δανειστές τους συνόδευαν στην έδρα τους για να εισπράξουν επιτόπου τα κεφάλαιά τους
προσαυξημένα με γενναίο διάφορο. Ο πασάς, επειδή ο χρόνος της θητείας ήταν
άδηλος, έπρεπε να καλύψει τις δαπάνες και να συγκεντρώσει πλούτη όχι μόνο για
την προσωπική του ισόβια χλιδή αλλά και για δωροδοκίες – αναγκαίες για την
εξουδετέρωση των εχθρών του, για την διατήρηση της εύνοιας του παλατιού και την
επανάκτηση του αξιώματος. Ο αποθησαυρισμός γινόταν με άγρια καταπίεση, αρπαγές,
σφετερισμούς περιουσιών και κακουργήματα[1].
Την ίδια τακτική ακολουθούσαν όλοι οι Τούρκοι αξιωματούχοι, μεγάλοι και μικροί:
βαλήδες, βοϊδοδάδες, καδήδες, αγάδες, σπαχήδες[2].
Η Ελληνική Επανάσταση
αντιμετώπισε την βάρβαρη αλλά και διεφθαρμένη οθωμανική εξουσία κάτω από
δυσμενείς εσωτερικές συνθήκες και δυσμενέστερες διεθνείς συγκυρίες. Ακριβώς γι’
αυτό αποτελεί, χωρίς υπερβολή, το μεγαλύτερο γεγονός του ΙΘ΄ αιώνα και το σημαντικότερο
μετά την Γαλλική Επανάσταση. Η διεθνής, ωστόσο, ιστοριογραφία αγνόησε ή
υποτίμησε την κορυφαία αυτήν στιγμή της ανθρωπότητας. Άλλοτε από προκαταλήψεις
και άλλοτε από ωμή σκοπιμότητα. Ένας λαός που έχει συνείδηση των πολιτιστικών
του καταβολών ξεσηκώνεται ολομόναχος εναντίον μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας με όλες
τις Δυνάμεις της εποχής απερίφραστα εχθρικές. Είναι το ελληνικό «παράλογο», ή «μωρία»
του αποστόλου Παύλου[3].
Επαναστατεί όχι μόνο για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού αλλά και για κοινωνική
δικαιοσύνη. Για εθνική απελευθέρωση αλλά και για δημοκρατία. Εθνικό αλλά και
πολιτικό όραμα μέσα στον ζόφο της δουλείας. Μοναδικό παράδειγμα στον κόσμο
εκείνης της εποχής.
Και τα τρία Συντάγματα του Αγώνα
(Επιδαύρου 1822, Άστρους 1823, Τροιζήνος 1826) υπήρξαν πολιτεύματα φιλελεύθερα
και δημοκρατικά, έκφραση των απαιτήσεων της αφυπνισμένης ελληνικής κοινωνίας
για την θεμελίωση εθνικού κράτους. Καμμιά αντίδραση δεν κατόρθωσε να εκτρέψει
το ορμητικό ρεύμα και την καθολική αξίωση για αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας
και των ατομικών δικαιωμάτων και την καθιέρωση κοινοβουλευτικού συστήματος.
Ήταν τα πιο φιλελεύθερα και δημοκρατικά πολιτεύματα στην Ευρώπη της απολυταρχίας,
των καταπιέσεων και της Ιεράς Συμμαχίας. Οι συντάκτες των πολιτευμάτων του
Αγώνα οραματίζονταν όχι μόνο την εθνική ανεξαρτησία αλλά και δημοκρατική
διακυβέρνηση και κοινωνική δικαιοσύνη[4]
* Κυριάκου Σιμόπουλου, Η Διαφθορά της Εξουσίας, Αθήνα 1992, σ. 78-79
[1]
Όταν ένας χασάπης γίνεται πασάς, έγραφε ο Καποδίστριας σε υπόμνημά του προς τις
τρεις Δυνάμεις, «όλως αμαθής επίτροπος απολύτου δεσπότου, ημπορεί ποτέ να φέρεται
επιεικώς ;» (Α. Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, εν Πειραιεί
1839, σ. 36). Το διεφθαρμένο οθωμανικό διοικητικό σύστημα εξεικονίζεται σε
υπόμνημα του Dimo Stefanopoli
(Δήμου Στεφανόπουλου ;), απεσταλμένου του Βοναπάρτη στον ελληνικό χώρο το 1797:
«Όλα τα υπουργήματα αγοράζονται. Δεν υπάρχουν μισθοί. Αμέσως μετά τον διορισμό
του κάθε αξιωματούχος ξεκινά για την έδρα του με συνοδεία που ορίζει ο ίδιος.
Στο πέρασμά του, πόλεις και χωριά, καλύπτουν τις ανάγκες της κουστωδίας χωρίς
αποζημίωση. Αμέσως μετά την εγκατάστασή του εξαναγκάζει τους δυστυχείς υπηκόους
να καταβάλουν το ποσό που στοίχισε το αξίωμα, το ποσό που έδωσε στους προστάτες
του, το ποσό που έπρεπε να στέλνει κάθε χρόνο στους ανθρώπους του στην Πόλη για
να παρεμβαίνουν όταν καταφθάνουν στον Μεγάλο Βεζύρη οι καταγγελίες και τα
παράπονα των θυμάτων του, το ποσό που χρειάζεται για την συντήρηση της φρουράς
του και το ποσό που έπρεπε να παραμείνει στο θησαυροφυλάκιο για να ικανοποιήσει
τις φιλοδοξίες του και να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές του» (Voyage en Grece pendant les annees V et VI (1797 et 1798) d’ apres deux missions, A Londres
1800, σ. 34)
[2]
A. Andreades, L’ administration financiere de la Grece sous la domination turque, Paris 1910, σ. 29 κ.ε. Οι Τούρκοι πασάδες
ακολουθούσαν το σύστημα των επάρχων της ρωμαιοκρατίας που εξορμούσαν στις κατακτημένες
ελληνικές περιοχές με την πολυάριθμη συνοδεία τους και ασύδοτοι καταλήστευαν τους
πληθυσμούς με τις ευλογίες και την συνενοχή της διεφθαρμένης κεντρικής εξουσίας
(Κυρ. Σιμόπουλος, Ξενοκρατίας, Μισελληνισμός και Υποτέλειας, Αθήνα 1989, σ. 14
κ.ε.)
[3]
Προς Κορινθίους, Α΄, α΄, 18.
[4] Μερικά
παραδείγματα που αποκαλύπτουν όχι μόνο τον προοδευτικό χαρακτήρα αλλά και την
μοναδικότητα των Συνταγμάτων που ψήφισαν οι επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις:
Σύνταγμα Επιδαύρου: «Όλοι οι Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον
των νόμων άνευ τινός εξαιρέσεως ή βαθμού ή κλάσεως ή αξιώματος» (Τμήμα Β΄, γ΄).
«Όλοι οι Έλληνες, εις όλα τα αξιώματα και τα τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα∙ δοτήρ δε
τούτων μόνη η αξιότης εκάστου» (Τμήμα Β΄, στ΄)
Σύνταγμα Άστρους: … «Τα βασανιστήρια καταργούνται διά παντός»
(Τμήμα Ζ΄, καφ. Θ΄, πε΄)
Σύνταγμα Τροιζήνος: … «Κανείς δεν δύναται να μείνη εις φυλακήν
πλέον των 24 ωρών, χωρίς να πληροφορηθή επισήμως τας αιτίας της φυλακίσεώς του∙
και πλειότερον των τριών ημερών χωρίς ν’ αρχίση η εξέτασις» (Κεφ. Γ΄, 23). «Κανένας
τίτλος δεν δίδεται από την ελληνικήν πολιτείαν» (Κεφ. Γ΄, 27). «Τα επίθετα
Εκλαμπρότατος, Εξοχώτατος δεν δίδονται εις κανέναν Έλληνα εντός της Επικρατείας»
(Κεφ. Γ΄, 28).