Η θυσία της Βορείου Ηπείρου ή στον δρόμο για την ευτυχή και ζωτικήν ανάπτυξιν των λαών του Αίμου[i]
Η δικαίωση, σε πλατιά κλίμακα,
των εθνικών διεκδικήσεων της Ελλάδας δεν κάλυψε, όπως ήταν εύλογο, το σύνολο
των εκκρεμών αλυτρωτικών αιτημάτων. Σε πρώτο επίπεδο, ανάμεσα στα τελευταία
αυτά, οφείλουν να τοποθετηθούν ο καθορισμός του καθεστώτος της βόρειας Ηπείρου[ii]
και η συμβατική προσκύρωση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, απελευθερωμένων
από τον ελληνικό στόλο στη διάρκεια των επιχειρήσεων του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.
Η απόφαση για την ίδρυση αυτόνομου
αλβανικού κράτους, απότοκη σύντονης ιταλοαυστριακής δραστηριότητας στο πλαίσιο της
πρεσβευτικής συνδιασκέψεως του Λονδίνου, δεν συνοδευόταν από τον καθορισμό των
εδαφικών ορίων της νέας επικράτειας. Η μοιραία σύναψη των συνοριακών αυτών
εκκρεμοτήτων με σκοπιμότητες και κριτήρια ξένα προς την εθνολογική
πραγματικότητα των επίμαχων επαρχιών, έτεινε να ματαιώσει την προσάρτηση της Βορείου
Ηπείρου στην Ελλάδα, παρά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό στη διάρκεια
των Βαλκανικών Πολέμων. Το επίφοβο αυτό ενδεχόμενο επαληθεύτηκε, όταν η
πρεσβευτική συνδιάσκεψη, ειδικά εξουσιοδοτημένο όργανο βάσει των όρων της Συνθήκης
του Λονδίνου, επεξέτεινε με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, στις 17 Δεκεμβρίου
1913, τα νότια σύνορα της Αλβανίας ως τη γραμμή Στύλου-Πρέσπας. Η εκδήλωση της ελληνικής
αντιδράσεως περιστελλόταν κάτω από την εκβιαστική πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, επιφορτισμένων
να καθορίσουν το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου. Η κοινή ευρωπαϊκή διακοίνωση προς
την Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 1914, συσχέτιζε άμεσα τα δύο ζητήματα : η
αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στον νησιωτικό χώρο του Αρχιπελάγους – με την
εξαίρεση της Ίμβρου, της Τενέδου και του Καστελλόριζου – συνεπαγόταν τον
εξαναγκασμό της Ελλάδας να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Βόρεια Ήπειρο και
να αποθαρρύνει κάθε αντίδραση απέναντι στο καθεστώς της αλβανικής κυριαρχίας.
Η αναγκαστική υποχώρηση της Αθήνας
δεν προοριζόταν εν τούτοις, να οδηγήσει στην εξομάλυνση των διαφορών πάνω στα
δύο επίμαχα ζητήματα. Οι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου εξεγείρονταν κατά των
ευρωπαϊκών αποφάσεων, ανακήρυσσαν την αυτονομία της περιοχής και εγκαθιστούσαν
στο Αργυρόκαστρο προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Γ. Χρηστάκη-Ζωγράφο. Η
αναγνώριση, με τη συμφωνία της Κέρκυρας, στις 17 Μαΐου 1914, σημαντικών
διοικητικών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών προνομίων, ισοδύναμων με την
χορήγηση πραγματικής αυτονομίας στις επαρχίες Κορυτσάς και Αργυροκάστρου και η
προσεπικύρωσή των παραχωρήσεων από τον νεοεκλεγέντα ηγεμόνα της Αλβανίας,
Γουλιέλμο Βηδ, δεν θα αρκέσει για να παγιωθεί η ειρήνη στο εσωτερικό του
νεότευκτου αλβανικού κράτους.
…
Τα συγκεκριμένα αιτήματα (της ελληνικής
κυβέρνησης) εντοπίζονταν στην οριστική διευθέτηση του νησιωτικού και στον
θετικό διακανονισμό του βορειοηπειρωτικού ζητήματος. Ηγέτης στην επική πολεμική
προσπάθεια της χώρας, ο Βενιζέλος, γινόταν, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του
Βουκουρεστίου, κήρυκας της ανάγκης για την οριστική αποκατάσταση και παγίωση της
ειρήνης. Στο διμερές επίπεδο … η Ελλάδα … ήλπιζε ότι ο καθορισμός των νοτίων
συνόρων της Αλβανίας θα γινόταν με τρόπο που να μην διαταράξει τις φιλικές
σχέσεις των δύο λαών …
Πέρα από το διμερές πεδίο, τα
βαλκανικά κράτη, στο σύνολό τους, θα ήταν δυνατόν – σύμφωνα με την άποψη του
Έλληνα πρωθυπουργού – να συσφίξουν τους δεσμούς τους … προκειμένου να φθάσουν βαθμηδόν
στην σύμπηξη μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας «προς
ευτυχή και ζωτικήν ανάπτυξιν των λαών του Αίμου»
[i]
Κων/νου Σβολόπουλου, «Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900 – 1945», βιβλιοπωλείον
της Εστίας, πρώτη έκδοση 1992, κεφ. Β΄, σ.σ. 99-103
[ii]
Ήδη, η τελική κάμψη της τουρκικής αντιστάσεως στα Ιωάννινα, την Ανδριανούπολη,
τη Σκόδρα και ακόμη το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι και τη Σάμο, επιβεβαίωναν την
ολοκληρωτική στρατιωτική κατίσχυση των βαλκανικών συμμάχων και την κατάρρευση
κάθε σοβαρού οθωμανικού ερείσματος στα εδάφη της Χερσονήσου και στον νησιωτικό
χώρο του Αιγαίου. (βλ. και σ. 85)