Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Λογοτεχνία

πατρίδα αγαπημένη(1)

ιστορίες από το χθες που μοιάζει με το σήμερα

Ο Ναστρεντίν Χότζας, με το μαύρο γενάκι του πάνω στη μπρούτζινη φάτσα του και την πονηρή σπίθα μέσα στα γελαστά του μάτια, λάτρευε την πατρίδα του(2). Τίποτα στον κόσμο δεν αγαπούσε πιότερο απ’ αυτή. Όσο πιο μακριά έφευγε, περπατώντας με τα τρύπια στιβάλια του και τυλιγμένος μέσα στο μπαλωμένο και γεμάτο λαδιές καφτάνι του, τόσο πιότερο την αγαπούσε και την επιθυμούσε. Όλα τα χρόνια που πέρασε εξόριστος, θυμόταν αδιάκοπα τα στενά δρομάκια της, που σ’ αυτά οι ρόδες των κάρων έχουν ανοίξει δυο βαθιά αυλάκια. Και θυμόταν τους ψηλούς μιναρέδες με τους φαρφουρένιους πολύχρωμους τρούλους τους, τόσο περίτεχνα καμπυλωμένους, που ατραφτοκοπάνε, κάθε πρωί και κάθε βράδυ, στις αχτίδες του ήλιου. Θυμόταν τα γέρικα ιερά δέντρα, που πάνω στα κλαδιά τους χτίζουν φωλιές οι πελαργοί. Θυμόταν τους απόμερους καφενέδες, κάτω από την παιχνιδιάρικη σκιά που ρίχνουν οι φτελιές, τον καπνό από τα τζάκια των χανιών και τα ποικιλόμορφα πλήθη των παζαριών. Θυμόταν, ακόμα, τα βουνά, τα λουλούδια, τα χωριουδάκια, τα χωράφια, τους κάμπους και τις καλύβες της πατρικής του γης. Κι όταν κάπου κει πέρα, στη Βαγδάτη ή στη Δαμασκό, συναπαντιόταν με κανέναν πατριώτη, που τον αναγνώριζε από το κόψιμο του καφτανιού του, η καρδιά του ανασκιρτούσε.

Τώρα, που ξαναγύριζε σε τούτα τα χώματα, εύρισκε την πατρίδα του πιότερο δυστυχισμένη κι από τότες που την είχε αφήσει. Ο παλιός εμίρης από καιρό βρισκόταν κάτω από τη γη κι ο καινούργιος, μέσα στα οχτώ χρόνια της βασιλείας του, είχε καταφέρει να δυστυχήσει όσο ποτές άλλοτες η πολιτεία της Μπουχάρας.

Ο Ναστρεντίν Χότζας κοίταζε περίλυπα τα μικρά γκρεμισμένα γεφύρια, τα χωράφια του σταριού και του κριθαριού άσκημα οργωμένα και καμένα από τον ήλιο, τ’ αυλάκια του νερού για πότισμα ξεραμένα τόσο, που τα χώματά τους είχανε πέσει και τά ‘χανε θάψει. Ο κάμπος είταν πνιγμένος από βάτα, αγριόχορτα, μολόχες και τσουκνίδες. Τα περιβόλια είχαν τσουρουφλιστεί από την ξηρασία. Οι χωρικοί δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε ζωντανά. Στους δρόμους μπουλούκια οι ζητιάνοι σπρώχνονταν ή κάθονταν, σε μακριές ουρές, κάνοντας το καθετί για να πετύχουν μια κάποια ελεημοσύνη απ’ όποιον κι αν έβλεπαν, ακόμα κι από ζητιάνους τόσο φτωχούς όσο κι οι ίδιοι. Ο καινούργιος εμίρης είχε βάλει ζαπτιέδες στο κάθε χωριουδάκι και πρόσταζε τους χωρικούς να τους ταΐζουν και να τους κοιμίζουν. Μεγαλοπράγμονας καθώς είταν, φιλοτιμήθηκε να θεμελιώσει αναρίθμητα τζαμιά κι ανάθεσε στο λαό του τη φροντίδα να τ’ αποτελειώσει. Ω ! είταν πολύ θρήσκος ο καινούργιος εμίρης· πήγαινε – ακόμα και με βροχή, ακόμα και με αγέρα – δυο φορές το χρόνο να προσκυνήσει τα θαυματουργά κόκαλα του ντερβίση Μπογκαεντίν, που το μαυσωλείο του υψώνεται σιμά στη Μπουχάρα. Στους παλιούς φόρους, που είτανε τεσσάρων διαφορετικών ειδών, πρόσθεσε τρεις νέους κι έβαλε, ακόμα, ένα βαρύ φόρο για τα περάσματα των ποταμιών με σάλια, που τά ‘κανε κρατικά. Αύξησε και τους δασμούς των τελωνείων, τα τέλη της δικαιοσύνης και, σα να μην έφταναν αυτά, έκοψε τεράστιες ποσότητες από κάλπικα νομίσματα. Η βιοτεχνία περνούσε μεγάλη κρίση. Το εμπόριο φυτοζωούσε. Πολύ θλιβερή στάθηκε η υποδοχή, που έκανε στο Ναστρεντίν Χότζα η αγαπημένη του πατρίδα.

(1) Λεωνίδα Σολοβιώφ, ο Ναστρεντίν Χότζας, απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ. 19-20, εκδόσεις Δωρικός 1980

(2) Μπουχάρα