Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Λογοτεχνία

στον καιρό της επανάστασης*

Εγώ ξέρω τον εχθρό μου, είστε εσείς, το αρχοντολόι, εσείς και στους χαφιεδισμούς είστε κύριοι, εσείς είστε παντού αντιπαθητικοί – άντρες και γυναίκες, συγγραφείς και μυστικοί αστυνομικοί. Και ξέρω το μέσον εναντίον σας, ενάντια στο αρχοντολόι, το ξέρω, βλέπω τι πρέπει να κάνω μαζί σας, πώς να σας εξοντώσω.

Ποιος οργανώνει τη ζωή ; Το αρχοντολόι ! Ποιος χάλασε το συμπαθητικό ζώο, τον άνθρωπο, τον έκανε βρωμερό κτήνος, άρρωστο θηρίο ; Εσείς το αρχοντολόι ! Έτσι, λοιπόν, όλ’ αυτά, όλη η ζωή πρέπει να στραφεί εναντίον σας, έτσι, λοιπόν, πρέπει να ξεσκεπάσουμε όλες τις πυορροούσες πληγές της ζωής και να σας πνίξουμε στον χείμαρρο της αισχρότητας, του εμετού των ανθρώπων, των δηλητηριασμένων από σας – και να είστε καταραμένοι ! Ήρθε ο καιρός της εκτέλεσης και του ολέθρου σας, θα ξεσηκωθεί εναντίον σας ό,τι έχει σακατευτεί από σας και θα σας στραγγαλίσει, θα σας συνθλίψει. Καταλάβατε ; Να τι θα γίνει. Έχουν κιόλας σε μερικές πόλεις δοκιμάσει πόσο γερά είναι τα κεφάλια των κυρίων. Το ξέρετε ; Ναι ;

Στο μεταξύ, στην πόλη μεγάλωνε με ασυγκράτητη ταχύτητα κάτι το παράξενο, σαν το όνειρο. Οι άνθρωποι χάσαν ολότελα το φόβο. Στα πρόσωπα, που πριν από λίγο ήταν ανέκφραστα και υποταγμένα, τώρα πρόβαλε καθαρά κι έντονα μια έκφραση ανήσυχη. Όλοι θύμιζαν μαραγκούς, που ετοιμάζονται να γκρεμίσουν το παλιό σπίτι και συζητούν με γνώση από πού πρέπει ν’ αρχίσουν τη δουλειά.

Και μια φορά που ένας ξεσηκωμένος φώναξε : «Μόνον ο λαός είναι ο πραγματικός και νόμιμος αφέντης της ζωής ! Σ’ αυτόν ανήκει όλη η γη κι όλη η θέληση !», σε απάντηση αντήχησε η θριαμβευτική βοή : «Σωστά, αδερφέ !»

Ήρθε το φθινόπωρο, όπως πάντα, ήρεμο και μελαγχολικό, μα οι άνθρωποι δεν αντιλήφθηκαν τον ερχομό του. Οι χθεσινοί αυθάδεις και σαματατζήδες κατέβαιναν σήμερα στους δρόμους ακόμα πιο θρασείς.

Έπειτα ήρθαν μέρες τρομερές, θαυμαστές όπως στα παραμύθια μέρες – οι άνθρωποι πάψαν να δουλεύουν, κι η συνηθισμένη ζωή, που τόσους χρόνους και καιρούς βασάνιζε τους πάντες με το σκληρό, το άσκοπο παιχνίδι της, σταμάτησε μονομιάς, πάγωσε, ζουληγμένη θαρρείς από κάποια πανίσχυρη αγκαλιά. Οι εργάτες αρνήθηκαν να δώσουν στην πόλη – τον κύριό τους – ψωμί, φως, νερό και κάμποσες νύχτες έμεινε στο σκοτάδι, νηστική, διψασμένη, σκυθρωπή και ταπεινωμένη. Σ’ εκείνες τις μαύρες, οργισμένες νύχτες, ο εργατικός κόσμος τριγυρνούσε στους δρόμους με τραγούδια, με παιδική χαρά στα μάτια, οι άνθρωποι για πρώτη φορά βλέπαν καθαρά τη δύναμή τους, και μόνοι τους θαύμαζαν τη σημασία της, κατάλαβαν την εξουσία τους πάνω στη ζωή και πανηγύριζαν αμέριμνα, κοιτώντας τα σπίτια που είχαν τυφλωθεί, τις ακίνητες, τις νεκρές μηχανές, την αστυνομία που τά ‘χε χαμένα, τα κλειστά στόματα των μαγαζιών και των ταβερνών, τα τρομαγμένα πρόσωπα, τις καταδεχτικές φυσιογνωμίες των ανθρώπων εκείνων, που επειδή δεν ξέραν να δουλεύουν κι έμαθαν να τρων πολύ, θεωρούσαν ότι ήταν οι καλύτεροι της πόλης. Τις μέρες εκείνες η εξουσία πάνω στη ζωή αποσπάστηκε από τα αδύναμα χέρια τους, αλλά η σκληρότητα και η πονηριά έμεινε μαζί τους.

* Μαξίμ Γκόρκι, «η ζωή ενός άχρηστου ανθρώπου», σ.σ. 232 κ. επ., εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1989

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Λογοτεχνία

πατρίδα αγαπημένη(1)

ιστορίες από το χθες που μοιάζει με το σήμερα

Ο Ναστρεντίν Χότζας, με το μαύρο γενάκι του πάνω στη μπρούτζινη φάτσα του και την πονηρή σπίθα μέσα στα γελαστά του μάτια, λάτρευε την πατρίδα του(2). Τίποτα στον κόσμο δεν αγαπούσε πιότερο απ’ αυτή. Όσο πιο μακριά έφευγε, περπατώντας με τα τρύπια στιβάλια του και τυλιγμένος μέσα στο μπαλωμένο και γεμάτο λαδιές καφτάνι του, τόσο πιότερο την αγαπούσε και την επιθυμούσε. Όλα τα χρόνια που πέρασε εξόριστος, θυμόταν αδιάκοπα τα στενά δρομάκια της, που σ’ αυτά οι ρόδες των κάρων έχουν ανοίξει δυο βαθιά αυλάκια. Και θυμόταν τους ψηλούς μιναρέδες με τους φαρφουρένιους πολύχρωμους τρούλους τους, τόσο περίτεχνα καμπυλωμένους, που ατραφτοκοπάνε, κάθε πρωί και κάθε βράδυ, στις αχτίδες του ήλιου. Θυμόταν τα γέρικα ιερά δέντρα, που πάνω στα κλαδιά τους χτίζουν φωλιές οι πελαργοί. Θυμόταν τους απόμερους καφενέδες, κάτω από την παιχνιδιάρικη σκιά που ρίχνουν οι φτελιές, τον καπνό από τα τζάκια των χανιών και τα ποικιλόμορφα πλήθη των παζαριών. Θυμόταν, ακόμα, τα βουνά, τα λουλούδια, τα χωριουδάκια, τα χωράφια, τους κάμπους και τις καλύβες της πατρικής του γης. Κι όταν κάπου κει πέρα, στη Βαγδάτη ή στη Δαμασκό, συναπαντιόταν με κανέναν πατριώτη, που τον αναγνώριζε από το κόψιμο του καφτανιού του, η καρδιά του ανασκιρτούσε.

Τώρα, που ξαναγύριζε σε τούτα τα χώματα, εύρισκε την πατρίδα του πιότερο δυστυχισμένη κι από τότες που την είχε αφήσει. Ο παλιός εμίρης από καιρό βρισκόταν κάτω από τη γη κι ο καινούργιος, μέσα στα οχτώ χρόνια της βασιλείας του, είχε καταφέρει να δυστυχήσει όσο ποτές άλλοτες η πολιτεία της Μπουχάρας.

Ο Ναστρεντίν Χότζας κοίταζε περίλυπα τα μικρά γκρεμισμένα γεφύρια, τα χωράφια του σταριού και του κριθαριού άσκημα οργωμένα και καμένα από τον ήλιο, τ’ αυλάκια του νερού για πότισμα ξεραμένα τόσο, που τα χώματά τους είχανε πέσει και τά ‘χανε θάψει. Ο κάμπος είταν πνιγμένος από βάτα, αγριόχορτα, μολόχες και τσουκνίδες. Τα περιβόλια είχαν τσουρουφλιστεί από την ξηρασία. Οι χωρικοί δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε ζωντανά. Στους δρόμους μπουλούκια οι ζητιάνοι σπρώχνονταν ή κάθονταν, σε μακριές ουρές, κάνοντας το καθετί για να πετύχουν μια κάποια ελεημοσύνη απ’ όποιον κι αν έβλεπαν, ακόμα κι από ζητιάνους τόσο φτωχούς όσο κι οι ίδιοι. Ο καινούργιος εμίρης είχε βάλει ζαπτιέδες στο κάθε χωριουδάκι και πρόσταζε τους χωρικούς να τους ταΐζουν και να τους κοιμίζουν. Μεγαλοπράγμονας καθώς είταν, φιλοτιμήθηκε να θεμελιώσει αναρίθμητα τζαμιά κι ανάθεσε στο λαό του τη φροντίδα να τ’ αποτελειώσει. Ω ! είταν πολύ θρήσκος ο καινούργιος εμίρης· πήγαινε – ακόμα και με βροχή, ακόμα και με αγέρα – δυο φορές το χρόνο να προσκυνήσει τα θαυματουργά κόκαλα του ντερβίση Μπογκαεντίν, που το μαυσωλείο του υψώνεται σιμά στη Μπουχάρα. Στους παλιούς φόρους, που είτανε τεσσάρων διαφορετικών ειδών, πρόσθεσε τρεις νέους κι έβαλε, ακόμα, ένα βαρύ φόρο για τα περάσματα των ποταμιών με σάλια, που τά ‘κανε κρατικά. Αύξησε και τους δασμούς των τελωνείων, τα τέλη της δικαιοσύνης και, σα να μην έφταναν αυτά, έκοψε τεράστιες ποσότητες από κάλπικα νομίσματα. Η βιοτεχνία περνούσε μεγάλη κρίση. Το εμπόριο φυτοζωούσε. Πολύ θλιβερή στάθηκε η υποδοχή, που έκανε στο Ναστρεντίν Χότζα η αγαπημένη του πατρίδα.

(1) Λεωνίδα Σολοβιώφ, ο Ναστρεντίν Χότζας, απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ. 19-20, εκδόσεις Δωρικός 1980

(2) Μπουχάρα