Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Λογοτεχνία



Αλληγορίες των Σαλονιών[1]

Ο Κύριος και Αφέντης μου, Μαρκήσιος της Ρεδονδίγια, οργανώνει στο σαλόνι του σπιτιού του βραδιές στις οποίες παρευρίσκονται προσκεκλημένοι της δικής του κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας, άνδρες αρκούντως άξεστοι, ακόλαστοι και ποταποί, οι οποίοι κατέχουν τίτλους ευγενείας και ατελώς θεραπευμένες γονόρροιες. Για τις συγκεντρώσεις αυτές, μισοκαλλιτεχνικές, μισοβιτσιόζικες, ο κύριος και αφέντης μου έχει εφεύρει το παιχνίδι των αλληγοριών, το οποίο δεν ξέρω αν πρέπει να χαρακτηρίσω ως διασκεδαστικό ή ευγενές. Στο παιχνίδι αυτό οι υπηρέτριες πρέπει να πάρουν πόζες που ν’ αντιπροσωπεύουν την Ευημερία, την Τέχνη, το Εμπόριο, την Ευτυχία και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες που αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα. Σ’ εμένα, ως αρχιθαλαμηπόλο και άνθρωπο για όλες τις δουλειές, λαχαίνει η προγύμναση των υπηρετριών, στις οποίες προσπαθώ να εμφυσήσω μια κάποια ευαισθησία, κάποια μεγαλοπρέπεια στις κινήσεις, καθώς και την αυτοπεποίθηση που στη συνέχεια θα τους επιτρέψει να ενσαρκώσουν το ρόλο τους. Στο παιχνίδι των αλληγοριών οι υπηρέτριες πρέπει να ποζάρουν γυμνές, ή εν πάσει περιπτώσει με το αιδοίο τους σε κοινή θέα, και ν’ αφήσουν τον κύριο και αφέντη μου, μαρκήσιο της Ρεδονδίγια, να προσπαθήσει να τις αναγνωρίσει στα τυφλά (προηγουμένως σκεπάζει τα μάτια του μ’ ένα μαντήλι), υπό τις παροτρύνσεις των προσκεκλημένων του. Η απτική μνήμη που επιδεικνύει ο κύριος και αφέντης μου, μαρκήσιος της Ρεδονδίγια, αφήνει άναυδους τους προσκεκλημένους του, οι οποίοι αδυνατούν να επιδείξουν ανάλογες δεξιότητες. Έχοντας το καθήκον τού οργανωτή των τελετών, προσπαθώ ν’ αναθέσω στην κάθε υπηρέτρια μια αλληγορία που να εναρμονίζεται με τα φυσικά της χαρακτηριστικά : στη Μπέρτα, την οικονόμο, μια κυρία ευτραφή, συνεπή στον κυριακάτικο εκκλησιασμό της, αναθέτω το ρόλο της Αφθονίας, της Γονιμότητας, της Αυτοκρατορίας, και γενικά τους ρόλους εκείνους που παραπέμπουν σε πλούσιες σοδειές και ιστορικές παραστάσεις· για την Μπεατρίθ, τη σιδερώτρια, μια πιο λεπτεπίλεπτη κοπέλα, προορίζω αλληγορίες μεγαλύτερης πνευματικότητας : την Ποίηση, τη Μοναξιά, την Απελπισία· όσο για την Ιρένε, τη μαγείρισσα, επωφελούμαι του αισθησιασμού της, της αρμονίας των γοφών και του στήθους της για να της αναθέσω τίτλους ακούσιας έπαρσης : την Ειρήνη, την Ομόνοια, τον Πλατωνικό Έρωτα· και ούτω καθεξής. Οι υπηρέτριες διασκορπίζονται στο σαλόνι, γυμνές και ακίνητες, σε στάσεις που φανερώνουν σταθερότητα, ατονία ή θυμό, ανάλογα με το τι ταιριάζει στο ρόλο τους. Τότε ο κύριος και αφέντης μου ζητά να του δέσουν τα μάτια και παρελαύνει μπροστά από τις υπαλλήλους του, αγγίζοντας φευγαλέα το αιδοίο της καθεμιάς, και στη συνέχεια ανακοινώνει το όνομα της αλληγορίας που εκείνη αναπαριστά. Ποτέ δεν κάνει λάθος· μερικές φορές όμως επιχειρεί κάποιο κόμπιασμα, κάποια κίνηση αβεβαιότητας που να προσδίδει σασπένς στην ετυμηγορία του : «Η Καλοσύνη», λέει ή πάλι «Η Κακοτυχία», ή «Το Κλάμα», ανάλογα με το εάν το αιδοίο που του προσφέρεται προς ψηλάφηση είναι καταδεκτικό ή απρόσιτο, άτονο ή τραχύ, χυμώδες ή κάπως στεγνό. … Οι υπηρέτριες φυσικά πρέπει να παραμείνουν ακίνητες, σαν αγάλματα από σπαρτιάτικη σάρκα, και ν’ αφήσουν να τις πασπατέψει ο κύριος και αφέντης μου, μαρκήσιος της Ρενδοδίγια, εμπειρογνώμων ψηλαφητής αιδοίων και διαλευκαντής αλληγοριών.



[1] Χουάν Μανουέλ Δε Πράδα, «Αιδοία», σ. 32 κ.επ., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999