Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ιστορικό μυθιστόρημα




Γρήγορα και αποτελεσματικά[1]

Το τέλος της ιστορίας είναι πασίγνωστο. …

Το κεφάλι του αδελφού μου κόπηκε νωρίς το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου του έτους 354. Τα χέρια του δέθηκαν πίσω από την πλάτη του σαν να επρόκειτο για κοινό εγκληματία. Δεν έκανε ύστατη δήλωση. Αν έκανε, τα λόγια του δεν έγιναν γνωστά. Ήταν είκοσι οκτώ ετών όταν πέθανε. Λένε πως, τις τελευταίες μέρες του, υπέφερε από τρομερούς εφιάλτες. Μόνον ο Κωνστάντιος κι εγώ απομείναμε ζωντανοί από τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Την 1η Ιανουαρίου του 355, εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψή μου. Εγώ, όμως, είχα ήδη γίνει μέλος ενός μοναχικού τάγματος στη Νικομήδεια. Είμαι βέβαιος ότι κανένας από τους μοναχούς δεν είχε ιδέα για το ποιος ήμουν επειδή είχα ξυρίσει το κεφάλι μου πριν πάω στο μοναστήρι και έμοιαζα με κοινό δόκιμο μοναχό. Με προστάτευε και ο Ορειβάσιος. Όταν έφτασε ο αυτοκρατορικός αγγελιαφόρος στην Πέργαμο για να με συλλάβει, ο Ορειβάσιος του είπε ότι βρισκόμουν στην Κωνσταντινούπολη.

Δεν νομίζω πως θα μάθω ποτέ πώς εντοπίστηκα. Ίσως να με αναγνώρισε κανένας μοναχός ή, πιθανώς, να με ανακάλυψαν οι μυστικοί πράκτορες, οι οποίοι παρακολουθούσαν τους καταλόγους νέων τροφίμων των μοναστηριών και θα υποψιάστηκαν κάτι. Άσχετα από το πώς έγινε· έγινε γρήγορα και αποτελεσματικά. Βρισκόμουν στο μαγειρείο της μονής και βοηθούσα τον φούρναρη να ζεστάνει τον φούρνο όταν έφτασε εκεί ένα θορυβώδες απόσπασμα φρουρών. Ο επικεφαλής με χαιρέτησε. «Κατά διαταγή του αυγούστου, ο ευγενέστατος Ιουλιανός πρέπει να μας ακολουθήσει στο Μεδιολάνο».

Δεν διαμαρτυρήθηκα. Οι μοναχοί παρακολουθούσαν τη σκηνή σιωπηλοί καθώς απομακρυνόμουν και διέσχιζα τους κρύους δρόμους της Νικομήδειας προς το αυτοκρατορικό παλάτι. Εκεί με δέχτηκε ο έπαρχος της πόλης. Ήταν νευρικός. Πριν από πέντε χρόνια και κάτω από παρόμοιες συνθήκες, ο Γάλλος είχε διαταχθεί να πάει στο Μεδιολάνο και εκεί είχε ανακηρυχθεί καίσαρας της Ανατολής. Μπορεί να είχα και εγώ την ίδια τύχη. Δεν ήταν εύκολο για έναν επαρχιακό αξιωματούχο να ξέρει πώς ακριβώς να μου συμπεριφερθεί.

Ξεκινήσαμε για την Κωνσταντινούπολη την επομένη. Μολονότι μου φέρονταν ως προς πρίγκιπα, θεώρησα κακό οιωνό το γεγονός πως έπρεπε να ακολουθήσουμε το ίδιο ηπειρωτικό δρομολόγιο που είχε ακολουθήσει και ο Γάλλος για την Ιταλία πριν από μερικούς μήνες.

Καθώς εγκαταλείπαμε την Νικομήδεια, πρόσεξα ένα κεφάλι επάνω σε ένα κοντάρι. Δεν έδωσα σημασία διότι σχεδόν πάντοτε επιδεικνύεται το κεφάλι κάποιου εγκληματία στις κύριες πύλες των πόλεων.

«Λυπούμαι πολύ γι’ αυτό», είπε ξαφνικά ο επικεφαλής της στρατιωτικής συνοδείας μου, «αλλά μας διέταξαν να περάσουμε από αυτή ειδικά την πύλη».

«Και γιατί λυπάσαι ;»

«Διότι σε περνώ μπροστά από το κεφάλι του αδερφού σου».

«Του Γάλλου ;» Στριφογύρισα τελείως επάνω στη σέλα μου και ξανακοίταξα το κεφάλι. Το πρόσωπο ήταν τόσο κακοποιημένο, ώστε δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν τα χαρακτηριστικά. Αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως τα μαλλιά ήταν του αδελφού μου, μολονότι ήταν σκεπασμένα από αίματα και χώματα.

«Ο αυτοκράτορας το έχει εκθέσει σε όλες τις πόλεις της Ανατολής».

Έκλεισα τα μάτια ζαλισμένος από ναυτία.


[1] Γκορ Βιντάλ, «Ιουλιανός», σ. 139 κ.επ., Εξάντας 1998.



διαβάστε επίσης την σχετική ανάρτηση στον ΔημοΔιδάσκαλο