Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

το νόημα της κοσμικής περιστροφής

περί σύμπαντος κόσμου[1] Συχνά, όταν βρισκόμαστε όλοι μαζί κι ο Κατσίμπαλης είχε αρχίσει κάποια μεγάλη ιστορία, έπιανα τον Σεφέρη να χαμογελά – μ’ εκείνο το χαμόγελο που πληροφορεί τους άλλους ότι θα ακούσουν κάτι που εκείνος το έχει ήδη δοκιμάσει και το ‘χει βρει καλό. Ή μετά, παίρνοντάς με απ’ το μπράτσο παράμερα, έλεγε: «Κρίμα που δεν σου είπε ολόκληρη την ιστορία. Απόψε, είπε ένα κομμάτι υπέροχο, που το λέει καμιά φορά όταν έχει τα κέφια του – κρίμα που το έχασες». Όλοι όχι μόνο το αποδέχονταν πως ο Κατσίμπαλης αυτοσχεδίαζε, αλλά και το περίμεναν εκ μέρους του. Τον θεωρούσαν ένα είδος βιρτουόζου, έναν βιρτουόζο που έπαιζε μόνο τις δικές του συνθέσεις και είχε επομένως το δικαίωμα να τις αλλάζει όπως του άρεσε. Είχε και κάτι άλλο ενδιαφέρον αυτό το σπουδαίο χάρισμά του, που μπορεί κανείς να το συγκρίνει με το ταλέντο του καλλιτέχνη. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα η ζωή του Κατσίμπαλη ήταν ήσυχη και χωρίς περιπέτειες. Μα και το πιο απλό επεισόδιο που τύχαινε στη ζωή του Κατσίμπαλη γινόταν στα χέρια του κάτι το σπουδαίο. Ίσως να μην ήταν τίποτα παραπάνω από το ότι είχε μαζέψει ένα λουλούδι στην άκρη του δρόμου, πηγαίνοντας σπίτι του. Μα σαν άρχιζε την ιστορία του, αυτό το λουλούδι, όσο ταπεινό κι αν ήταν, γινόταν το πιο εξαίσιο λουλούδι που μάζεψε άνθρωπος ποτέ. Αυτό το λουλούδι θα το θυμόμουν πάντα σαν το λουλούδι που είχε μαζέψει ο Κατσίμπαλης, θα γινόταν μοναδικό, όχι γιατί ήταν κάτι εξαιρετικό, μα γιατί ο Κατσίμπαλης, θα το έκανε αθάνατο μόνο που το παρατήρησε, γιατί έβαλε σ’ αυτό το λουλούδι καθετί που ένιωθε για τα λουλούδια, που είναι σαν να λέμε – σύμπαν. Στην τύχη διάλεξα αυτήν την εικόνα, πόσο ταιριαστή κι αντιπροσωπευτική είναι όμως ! Όταν φέρνω στο νου μου την εικόνα του Κατσίμπαλη που σκύβει και μαζεύει ένα λουλούδι απ’ το γυμνό χώμα της Αττικής, ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, ο περασμένος κι ο τωρινός κι ο μελλοντικός, ορθώνεται εμπρός μου. Βλέπω και πάλι τα υψώματα από αφράτο χώμα, που κρύβουν τα σώματα των δοξασμένων νεκρών. Βλέπω το βιολετί φως που μέσα του αστράφτουν τα απότομα βράχια, τα άγρια χαμόδεντρα, και τα ξερά ποτάμια, βλέπω τα μικροσκοπικά νησάκια να πλέουν στην θάλασσα, στεφανωμένα μ’ άσπρους αφρούς, βλέπω τους αετούς να ζυγιάζονται πάνω απ’ τις απότομες κορυφές πανύψηλων βουνών, και που οι σκιές τους κάνουν κηλίδες σκοτεινιάς πάνω στο πολύχρωμο χαλί της γης, βλέπω τις σιλουέτες των μοναχικών βοσκών να περπατούν με τα κοπάδια τους τα τυλιγμένα στην χρυσόσκονη πάνω στις γυμνές ράχες των λόφων, όπως τις παλιές μέρες των θρύλων, βλέπω τις γυναίκες να είναι μαζεμένες γύρω στο πηγάδι ανάμεσα στις ελιές, τα φουστάνια τους, τους τρόπους τους, την κουβέντα τους που δεν αλλάζουν και κρατούν ίδια απ’ τους βιβλικούς χρόνους, βλέπω την πατριαρχική εμφάνιση του παπά, τέλειο συνταίριασμα αρσενικού και θηλυκού, με ήμερο, ντόμπρο, όλο αξιοπρέπεια παρουσιαστικό, βλέπω το γεωμετρικό σχέδιο της φύσης μεγαλωμένο από την ίδια τη φύση σε μια σιωπή που σε ξεκουφαίνει. Η ελληνική γη ανοίγει εμπρός σου σαν βιβλίο της Αποκάλυψης. Δεν τό ‘ξερα πως η γη κλείνει τόσα πολλά μέσα της. Περπατούσα με δεμένα μάτια, με διστακτικά, ασταθή βήματα. Ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λαθεμένη, περιορισμένη ζωή του ανθρώπου της πόλης. Το φως της Ελλάδας άνοιξε τα μάτια μου, διαπέρασε τους πόρους μου, επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο το είναι μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο έχοντας βρει το αληθινό κέντρο και το αληθινό νόημα της κοσμικής περιστροφής. Κανένας πόλεμος ανάμεσα στα έθνη δεν είναι σε θέση να διαταράξει αυτή την ισορροπία. Και η ίδια η Ελλάδα ίσως εμπλακεί σ’ αυτόν, όπως κι εμείς οι ίδιοι θα εμπλακούμε, μα αρνούμαι κατηγορηματικά να γίνω άλλο τίποτα από πολίτης του κόσμου, όπως σιωπηλά διακήρυξα καθώς στεκόμουν στον τάφο του Αγαμέμνονα. Από εκείνη την ημέρα και στο εξής η ζωή μου αφιερώθηκε στην αποκατάσταση της θεϊκότητας του ανθρώπου. Ειρήνη σ’ όλους, εύχομαι, και μια ζωή πλουσιότερη. [1] Χένρυ Μίλλερ, «ο Κολοσσός του Μαρουσιού», σ. 223-224, εκδόσεις Κάκτος 1981.