Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

πολιτική

«Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντέγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισοπεδωτικά. Τους νέους τους έστελνάν στην Ευρώπη για να σπουδάσουν ευρωπαϊκά και άμα ξαναγύριζαν με ένα δίπλωμα στο χέρι, τους είχαν για θεούς. Οι μικροί αυτοί διπλωματούχοι θεοί καταφουσκωμένοι από ξένη μάθηση κακοχωνεμένη πολεμούσαν να κλονίσουν ακόμα περισσότερο την πεποίθηση των Ρωμιών στον εαυτό τους … Και ό,τι έφτασε ίσια από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε. Ό,τι ήταν εντόπιο περιφρονημένο … Η ξενομανία του κράτους έφτασε σε τέτοιο σημείο που έστειλε και κορίτσια στην Ευρώπη να μάθουν … νοικοκυρική !»

Ιών Δραγούμης

το κράτος[1]

Το μικρό κράτος το νεοελληνικό, που επλάστηκε από ένα ξέσπασμα πανελλήνιας ορμής όταν απλώθηκε κάπως στους ανθρώπους του έθνους η συνείδηση η εθνική με τη μορφή της μεγάλης ιδέας – δηλαδή με τη νοσταλγική θύμηση του βυζαντινού κράτους – το νεόπλαστο αυτό κράτος το ελληνικό έμεινε, μ’ όλες τις προσθήκες που του κόλλησαν, ένα μικρό ελληνικό κράτος, ένας ταπεινός πολιτειακός οργανισμός, ένας νέος μα μικροκαμωμένος πυρήνας εθνικοπολιτικής ζωής που όσον πήγαινε έδενε και έπηζε πιότερο και κρυστάλλωνε. Και όλες οι συνέπειες του σχηματισμού ενός τέτοιου μικρού οργανισμού ήτανε φυσικό να παρακολουθήσουν την Ελλάδα[2]. Τα κράτη καταντούν κάποτε να μη διακρίνουν παρά τον εαυτό τους.

Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν να γίνει εργαστήρι πανελληνικό που να εξακολουθήσει τον αγώνα του έθνους ως που το βυζαντινό κράτος να ξεφορτωθεί τον Τούρκο από πάνω του, να ξαναπιάσει ο Ρωμιός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Τη συνέχεια του παλιού δικού του κράτους φαντάζονταν και αποζητούσε το έθνος, συνεπαρμένο από την εθνική συνείδηση.

Μα οι περίστασες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γης έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του έθνους που ένα καλούπι κράτους αναθυμούνταν μονάχα, το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δεν είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, και αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμούνταν και οι ίδιοι – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια – πως απ’ αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη[3], και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι αν τους την ξαναπάρει.

[1] Ίωνος Δραγούμη, «Ελληνικός πολιτισμός», σ. 51-52, Φιλόμυθος, Αθήνα 1993.
[2] Ο Δραγούμης αντιτίθεται στον ευρωπαϊκό μαϊμουδισμό των Νεοελλήνων, που αντιγράφουν τα ευρωπαϊκά κακέκτυπα ζωής και συμπεριφοράς και προσηλώνονται τυφλά στους μηχανισμούς κοινωνικής παθολογίας που αναπαράγει η ευρωπαϊκή αντιφατικότητα κατά του Ελληνισμού, διακατέχονται και από συμπλέγματα εθνικής κατωτερότητας και ανοίγουν διάπλατα τις πύλες στην ξένη πολιτιστική εισβολή.
[3] Η τουρκοκρατία υπήρξε η βαθύτατη δοκιμασία του Γένους. Τουλάχιστον τα πρώτα 150 χρόνια είχε σταματήσει το σύμπαν. Ο ραγιάς είναι αντικείμενο και όχι υποκείμενο. Δεν είναι επομένως διόλου υπερβολική η αλληγορική ρήση του «όπου πατήσει Τούρκου ποδάρι, όχι λουλούδι να ούτε χορτάρι δεν φυτρώνει». Έχει δίκαιο ο George Horton να επισημάνει ότι «ο μοναδικός πολιτισμός που υπήρξε στην Τουρκία από την αποφράδα μέρα του 1453 ήταν αυτός που πρόσφεραν τα απομεινάρια της γηραιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Η φυγή των λογίων στη Δύση και η απαγόρευση πάσης εκπαιδευτικής κινήσεως στην πρώτη φάση του οσμανλικού κράτους ακινητοποιεί και αχρηστεύει, ευτυχώς προσωρινά, τις πνευματικές δυνάμεις του Γένους.