Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Δίκαιο και Δικαιοσύνη

Αξίωση για ισότητα[1]

Η δικαιοσύνη είναι η αξίωση για ισότητα, για «ίσες ευκαιρίες» και ένα μερίδιο στα οφέλη της ζωής, τα οποία είναι συμβατά με τη συμβολή κάποιου. Σύμφωνα με τα λόγια του Thomas Jefferson, είναι «ίση και ακριβής...», βασισμένη σε κάποιο σεβασμό για την αρχή της ισοδυναμίας. Αυτός ο δίκαιος ή ισοδύναμος επιμερισμός της μεταχείρισης που έχει κάποιος – κοινωνικά, δικαστικά και υλικά- σε ανταπόδοση αυτών που δίνει έχει παραδοσιακά παρασταθεί με τη ζυγαριά ή την πλάστιγγα της Δικαιοσύνης, της ρωμαϊκής θεάς, την οποία κρατά στο ένα χέρι, ενώ στο άλλο χέρι κρατά το σπαθί, και τα μάτια της καλύπτονται από ένα μαντίλι. Αν θεωρήσουμε όλα αυτά από κοινού, η εμφάνιση της Δικαιοσύνης μαρτυρεί την ποσοτικοποίηση μιας ισότητας η οποία κομματιάζεται και μοιράζεται στους δυο δίσκους της ζυγαριάς• μαρτυρεί τη δύναμη της βίας που στέκεται πίσω από την κρίση της με τη μορφή του σπαθιού (υπό συνθήκες «πολιτισμού» το σπαθί έμελλε να γίνει το ισοδύναμο του κράτους)• μαρτυρεί την «αντικειμενικότητα» των απόψεων της όπως αυτή εκφράζεται από το μαντίλι που της κλείνει τα μάτια.

Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε εδώ τις περίπλοκες συζητήσεις για τις περί δικαιοσύνης θεωρίες από τον Αριστοτέλη στον αρχαίο κόσμο ως τον John Rawls στη σύγχρονη εποχή. Εμπεριέχουν διερευνήσεις του φυσικού νόμου, του συμβολαίου, της αμοιβαιότητας και του εγωισμού – ζητήματα, δηλαδή, που δεν ενδιαφέρουν άμεσα την έρευνα μας. Όμως το μαντίλι που καλύπτει τα μάτια της Δικαιοσύνης και η ζυγαριά που κρατά στα χέρια της είναι σύμβολα μιας εξαιρετικά προβληματικής σχέσης, την οποία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Μπροστά στη Δικαιοσύνη όλα τα ανθρώπινα όντα υποτίθεται ότι είναι «ίσα». Στέκονται «γυμνά» μπροστά στη Δικαιοσύνη, για να χρησιμοποιήσουμε μια κοινή έκφραση, αποστερημένα από κοινωνικά προνόμια, ειδικά δικαιώματα και κοινωνικές θέσεις. Η περίφημη «κραυγή για Δικαιοσύνη!» έχει μακρά και σύνθετη καταγωγή. Από τις πρώτες μέρες της συστηματικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης, οι άνθρωποι έδωσαν στη Δικαιοσύνη μια -τυφλή ή όχι- φωνή και την έκαναν φερέφωνο των καταπιεσμένων ενάντια στη χωρίς αισθήματα ανισότητα και τις παραβιάσεις της αρχής της ισοδυναμίας.

Αρχικά η Δικαιοσύνη αντιπαρατέθηκε ενάντια στον κανόνα των φυλών για εκδίκηση αίματος, στη χωρίς περίσκεψη ανταπόδοση του κακού που είχε γίνει στο σόι κάποιου. Ο περίφημος lex talionis – το οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, ζωή αντί ζωής – εφαρμοζόταν αποκλειστικά για απώλειες που επιφέρονταν κατά των συγγενών κάποιου και όχι κατά των ανθρώπων εν γένει. Αυτή η αρχή ήταν τοπικιστική και περιορισμένη, όσο και αν φαινόταν ορθολογική η αξίωση για φυλετική ισότητα στην επιταγή της για ισοδυναμία στη μεταχείριση. Κανείς δεν υπερασπιζόταν τον ξένο που γινόταν αντικείμενο κακομεταχείρισης ή φονευόταν – εκτός από τους συγγενείς του σε μια μακρινή περιοχή. Από την άλλη πλευρά, η τιμωρία ήταν συχνά πολύ αυθαίρετη. Για εγκλήματα που υφίσταντο μόνο στα μάτια του κρίνοντος συνήθως απαιτούνταν περισσότερες από μία ζωές, με το απάνθρωπο αποτέλεσμα να συνεχίζονται για πολλές γενιές οι αιματηρές βεντέτες, στις οποίες μπλέκονταν ολόκληρες κοινότητες και άνθρωποι που ήταν ολοφάνερα αθώοι από παραβάσεις, οι οποίες είχαν από καιρό σβήσει από τη μνήμη των αντιμαχομένων.

Το νόημα της Ορέστειας του Αισχύλου, το οποίο είχε ευρύτατα συζητηθεί – πρόκειται για τη δραματική ελληνική τριλογία στην οποία εμφανίζεται η φυλετική εκδίκηση για το φόνο μιας μητέρας από το γιο της ως τιμωρία για το θάνατο του πατέρα του που αυτή προκάλεσε –, έχει πολλές και διαφορετικές θεματικές παραλλαγές. Ανάμεσα σ' αυτές σημαντική είναι η υψηλή αίσθηση αφοσίωσης ενός γιου (καθώς και μιας κόρης) έναντι της μητέρας του σε ένα σύστημα του επονομαζόμενου μητριαρχικού νόμου, στο οποίο μάλλον οι γυναίκες παρά οι άντρες σχημάτιζαν τους κοινωνικά αναγνωρισμένους δεσμούς συγγένειας και προγονικής καταγωγής. Όμως εξίσου σημαντική ως θεματική παραλλαγή και πιθανώς περισσότερο σημαντική για την κλασική Αθήνα, η οποία τιμούσε αυτή την τριλογία, ήταν η ανάγκη να εξαχθεί η δικαιοσύνη από τον αρχαϊκό κόσμο μιας τραχιάς, παράλογης εκδίκησης σε έναν τομέα ορθολογικής και αντικειμενικής ισότητας: το να γίνει η δικαιοσύνη «ίση και ακριβής».

… Στην περίοδο που ακολουθεί τη μετάβαση από τις φυλετικές κοινωνίες στις φεουδαλικές αριστοκρατίες και τις απόλυτες μοναρχίες, η κραυγή για δικαιοσύνη –στην ουσία για γραπτούς κώδικες νόμων οι οποίοι σαφώς διατύπωναν τις ποινές για τα εγκλήματα – έγινε το μείζον αίτημα των καταπιεσμένων. Η ισοδυναμία στη μορφή μιας «ίσης και ακριβούς» δικαιοσύνης αποκόπηκε σταδιακά από τις ταξικές προϊδεάσεις της, είτε επρόκειτο για τον εβραϊκό Δευτερονομικό Κώδικα είτε πάλι αφορούσε τον Σόλωνα στην Αθήνα. Ο ρωμαϊκός νόμος, η βάση για το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής νομολογίας, περιέπλεξε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα αρχικά λαϊκά οφέλη, αναγνωρίζοντας στο jus naturale και στο jus gentium ότι οι άντρες ήταν πραγματικά ίσοι από τη φύση, όσο και αν η φύση τούς είχε κάνει άνισους. Ακόμη και η δουλεία ως κινητή περιουσία αναγνωριζόταν ως ένα «συμβόλαιο» του τύπου που ένας δούλος, η ζωή του οποίου ενδέχεται να είχε διεκδικηθεί σε κάποια πολεμική επιχείρηση, διατηρούνταν στη ζωή αν έδινε το σώμα και την εργασία του ως τίμημα στο νικητή.

Εκείνο που είναι προβληματικό στην «ίση και ακριβή» δικαιοσύνη είναι, εν τούτοις, ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι από τη φύση τους, παρά την τυπική ισότητα που τους αποδίδεται σε μια «δίκαιη» κοινωνία. Μερικά άτομα είναι γεννημένα με σωματική δύναμη, ενώ άλλα είναι συγκριτικά ασθενέστερα. Και πάλι, άλλοι διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους στην υγεία, την ηλικία, τις αναπηρίες, το ταλέντο, την ευφυΐα και τα υλικά μέσα προς το ζην που διαθέτουν. Αυτές οι διαφορές είτε είναι τετριμμένες και ασήμαντες είτε είναι εξαιρετικά σημαντικές εξαιτίας των αξιώσεων που διατυπώνονται στη βάση τους στην καθημερινή ζωή.

Η ειρωνεία είναι ότι σ’ αυτή την περίπτωση η ιδέα της ποσότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί με λεπτό τρόπο προκειμένου να αντιμετωπιστούν εξαιρετικά άνισα οι άνθρωποι: τα ίδια βάρη τα επωμίζονται πολύ διαφορετικά άτομα που έχουν πολύ διαφορετικές δυνατότητες να τα αντιμετωπίζουν. Τα δικαιώματα που αποκτούν, όσο και αν είναι «ίσα και ακριβή», χάνουν κάθε νόημα για εκείνους που δεν μπορούν να τα ασκήσουν εξαιτίας των σωματικών ή υλικών εμποδίων που αντιμετωπίζουν. Επομένως, η δικαιοσύνη γίνεται πολύ άνιση στην ουσία της, ακριβώς επειδή η εγκαθίδρυση της αναφέρεται στον τύπο.

[1] Μάρεϊ Μπούκτσιν, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, σελ. 138 κ.ε., Εξάντας 1993.