Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

η Μακεδονία μέσα στο χρόνο

Εξετάζοντας τη Μακεδονία[1] σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ο καθένας, οι γεωγράφοι δεν συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους ως προς την έκταση και τα σύνορα της, δεδομένου ότι τα όρια της επικράτειας αυτής γνώρισαν άπειρες μεταβολές στο πέρασμα των αιώνων. Αν πάλι ανατρέξουμε στους ιστορικούς, θα δούμε ότι κι εκείνων οι απόψεις δεν συμπίπτουν σ’ ό,τι αφορά τη διαίρεση της. Το βασίλειο αυτό, όπως άλλωστε και οι σημαντικότερες αυτοκρατορίες, όσο μπορούμε βέβαια να κρίνουμε από τη μυθολογία, προήλθε από μια αποικία Πελασγών, τους οποίους οι Κάδμιοι, ένας δωρικός λαός, είχαν εκδιώξει από την Εστιωτίδα, κι αφού εκείνοι εγκαταστάθηκαν στην Πίνδο με το όνομα Μάκεδνοι, επεκτάθηκαν σταδιακά φτάνοντας ως τη χώρα που λέγεται Ημαθία. Οι ιστοριογράφοι, αντιγράφοντας τους συγγραφείς της μυθολογίας, μας αφηγούνται κι εκείνοι με ποιο τρόπο η επαρχία πήρε το όνομα της από το Μακεδόνα, το γιο του Δία και της Θύας, της θυγατέρας του Δευκαλίωνα, για ποιο λόγο ονομάστηκε Μακετία, και μας εξηγούν από πού προέκυψαν αυτές οι ονομασίες, κάτι το οποίο ξεφεύγει από το θέμα μου κι επομένως ούτε θα μιλήσω γι' αυτό ούτε θα το εξετάσω. Με αυτή την ανίσχυρη αποικία βλέπουμε να συγχωνεύονται, πιθανόν μετά από κατακτήσεις, οι επαρχίες εκείνες στις οποίες αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα και νομαδικά φύλα, γνωστά με τις ονομασίες Βρύγιοι, Εορδοί, Ελιμειώτες, Στυμφαλοί, οι οποίοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Τυμφαίους, Βοτταικοί, Λυγκισταί, δηλαδή οι περίοικοι της λίμνης Λύχνιδου, Δασσαρίται, και Ημαθιείς, πού αποτελούσαν και το κυρίαρχο φύλο, Πηλαγόνιοι, Ορεστιείς, τα εδάφη των οποίων υπήρξαν το θέατρο των γιγαντομαχιών, και τέλος Παίονες, που κατοικούσαν βορειότερα. Έτσι, τα κυριότερα έθνη της Μακεδονίας, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται και μερικά άλλα φύλα, όπως εκείνα των Πιαστών, την τοποθεσία των οποίων θα καθορίσω παρακάτω, και των Πενεστών, ενός λαού ανάλογου προς τους Είλωτες, ήταν αρχικά δεκαπέντε, μέχρι την εποχή που ο γιδοβοσκός Καρανός, αρχηγός μιας πολυάριθμης αποικίας Αργείων και Ελλήνων, κατέλαβε την Ημαθία, εξετόπισε το Μίδα από τις όχθες του Αλιάκμονα, κι αφού ανέτρεψε αναρίθμητους βασιλίσκους, συσπείρωσε σ’ ένα συμπαγές έθνος τους διάφορους λαούς της Μακεδονίας, θεμελιώνοντας πάνω στα ερείπια της φεουδαρχίας των ηρωικών χρόνων ένα βασίλειο, που αιφνιδίως απέκτησε εξέχουσα θέση μέσα στα όρια του ημιπολιτισμένου κόσμου.

Ο Ιουστίνος, από τον οποίο αντλώ τις πληροφορίες αυτές, ισχυρίζεται ότι ανάμεσα στους ηγέτες που διαδέχθηκαν τον Καρανό, συγκαταλέγονταν ο Περδίκκας, ο Αργαίος, ο Φίλιππος, ο Εύρωπος, στο διάστημα της βασιλείας του οποίου οι Μακεδόνες επιχείρησαν νικηφόρους πολέμους κατά των Θρακών και των Ιλλυριών. Μετά τον Εύρωπο, κι ενώ, κατά τον Ιουστίνο πάντοτε, οι περίοδοι ευημερίας διαδέχονταν σταθερά η μια την άλλη, στο θρόνο ανεβαίνουν ο Αμύντας και μετά ο Αλέξανδρος, που απέσπασε από τον Ξέρξη όλη την περιλαμβανόμενη μεταξύ Ολύμπου και Αίμου χώρα την οποία και προσάρτησε στη Μακεδονία. Μετά τον ηγεμόνα αυτόν, το σκήπτρο, σύμφωνα με τη σειρά διαδοχής, παραδόθηκε στον Αμύντα, γιό του Μενέλαου, αδελφό του Αλέξανδρου, έναν προικισμένο με τα πιο σπάνια χαρίσματα μονάρχη, που απέκτησε από το γάμο του με την Ευρυδίκη τρεις γιους, δηλαδή: τον Αλέξανδρο, τον Περδίκκα και τον Φίλιππο, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έως την εποχή που βασίλευσε αυτός ο ηγεμόνας, η ιστορία περιγράφει τους Μακεδόνες σαν ένα φτωχό και περιπλανώμενο λαό, που κοιμάται πάνω σε προβιές, ασχολείται με τη βοσκή των λιγοστών κοπαδιών του, μάχεται, ανεπιτυχώς συνήθως, κατά των Ιλλυριών, των Τριβολλών, των Θρακών και καταβάλλει στους πρώτους φόρους υποτελείας. Παράλληλα, λόγω της πολυγαμίας του, ο Αμύντας απέκτησε μια σειρά αρρένων τέκνων και από την Κυκναία, δηλαδή τον Αρχέλαο, τον Αριδαίο και τον Μενέλαο. Θα είχαν όλοι αποτελέσει μια θαυμάσια ελπίδα για το θρόνο, αν η ομόνοια είχε βασιλεύσει ανάμεσα στις αντίζηλες μητέρες και ανάμεσα στους ετεροθαλείς αδελφούς.

Παρόλα αυτά, ο μονάρχης εκείνος, δηλαδή ο Αμύντας, κατάφερε να τερματίσει ειρηνικά τη σταδιοδρομία του, αφού προηγουμένως επιχείρησε σκληρούς πολέμους κατά των Ιλλυριών και των Ολυνθίων.

Στο μεταξύ, η μοίρα είχε επιφυλάξει στη Μακεδονία ένα από τα φαινόμενα εκείνα που οι ουρανοί στέλνουν σε αραιά διαστήματα στα έθνη για να τα δοκιμάσουν, ρίχνοντας τους το ριψοκίνδυνο δόλωμα της δόξας. Όταν ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα ανέβηκε στο θρόνο, παρέδωσε, σαν μια εγγύηση ειρήνης, όμηρο στους Ιλλυριούς τον Φίλιππο, τον αδελφό του. Και χάρη σ’ αυτό το ενέχυρο ο Αλέξανδρος, σε κάποια άλλη περίσταση, συμφιλιώθηκε με τους Θηβαίους, ανάμεσα στους οποίους ο Φίλιππος είχε ζήσει τρία χρόνια, στο σπίτι του Επαμεινώνδα, ενός αξιόλογου φιλοσόφου αλλά και μεγάλου στρατηγού. Αίγο καιρό αργότερα, το πένθος εισχώρησε στα ανάκτορα των βασιλέων της Μακεδονίας. Ο Αλέξανδρος έπεσε θύμα μιας πλεκτάνης, στημένης από τη μητέρα του Ευρυδίκη, ενώ κι ο Περδίκκας, ο αδελφός του, δοκίμασε την ίδια τύχη κι αυτός. Συνέπεια όλων αυτών των εγκλημάτων ήταν να απομείνει ο Φίλιππος κηδεμόνας του νεαρού πρίγκιπα, της ισχνής εκείνης ελπίδας του βασιλείου, και να υποχρεωθεί να αποδεχθεί τον τίτλο του βασιλέα, για τον οποίο μετέπειτα δικαιώθηκε στα μάτια αυτού του τόσου φιλοπόλεμου λαού, χάρη στις νίκες και τις κατακτήσεις του, ενώ ταυτόχρονα, χάρη στην επιρροή που είχε αποκτήσει, άνοιγε το δρόμο στον Αλέξανδρο, το γιο του, για να κατακτήσει τον κόσμο, αλλά και να γίνει αιτία η μεν Ελλάδα να στερηθεί των ελευθεριών της, η δε Μακεδονία να αφανισθεί.

Είναι άραγε ο γιος του Φιλίππου ή του Αμμωνα, που ορμά στο στίβο; Δυο αετοί, πετώντας πάνω από τα ανάκτορα των βασιλέων της Μακεδονίας, τη στιγμή ακριβώς που η Ολυμπιάδα έφερνε στον κόσμο τον Αλέξανδρο, καθώς και δυο νίκες που η είδηση τους έφτασε στον Φίλιππο την ώρα που ο γιος εκείνος γεννιόταν, προοιωνίσθηκαν το μεγαλείο του. Από μικρό, ο Αριστοτέλης τον είχε διαπαιδαγωγήσει, ενώ η Πυθία, τη στιγμή που ο Αλέξανδρος ετοιμαζόταν να προβάλλει πάνω στην παγκόσμια σκηνή, τρέμοντας του είχε προφητεύσει το μεγαλείο του, αναφωνώντας: Τίποτε δεν θα σον αντισταθεί, γιε μου.

Γιατί δεν του προείπε όμως και όλες εκείνες τις συμφορές που έμελλε να επισωρεύσει στην πατρίδα του; Αλλά οι χρησμοί, όπως και οι άνθρωποι παραπλανούν τους βασιλιάδες. Η Ασία, η Αρμενία, η Ιβηρία, η Καππαδοκία, η Συρία, η Αίγυπτος, η Ιουδαία, η Φοινίκη, η Μηδία, η Περσία, η Ανατολή, μέχρι και πέρα από τον Ινδό, υποτάχθηκαν όλες στους νόμους του γεννημένου στη μικρή πολιτεία της Πέλλας Αλέξανδρου, κι αυτός ωστόσο δεν ένιωσε ότι η φιλοδοξία του είχε ικανοποιηθεί. Θλίβεται με τη σκέψη ότι έχει μόνον έναν κόσμο για να κατακτήσει. Όμως η φύση εκδικείται τους ανθρώπους, οι δυνάμεις του πορθητή εξαντλήθηκαν, η ζωή του φθάρηκε, και ο βασιλιάς του κόσμου, υποκύπτοντας στα βακχικά όργια, έχοντας γύρω από το μέτωπο του το φωτοστέφανο του ήλιου, πεθαίνει σαν ένας τιποτένιος δούλος, κορεσμένος από κρασί και εξαντλημένος από την κραιπάλη, μην μπορώντας (αυτός που καυχιόταν ότι ήταν θεός) να φανερώσει τις τελευταίες επιθυμίες του25 στους λειτουργούς της εξουσίας εκείνης, που του υφάρπαζε ο θάνατος.

Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, η ιστορία της Μακεδονίας δεν έχει να επιδείξει παρά μόνον μια μάλλον ασήμαντη αλληλοδιαδοχή μοναρχών, η δυναστεία των οποίων, όχι πλέον εκείνη των Αιακιδών, κλείνει με το πρόσωπο του Περσέα, που ο Παύλος Αιμίλιος έσυρε μέσα από τους δρόμους της Ρώμης δεμένο στο άρμα του θριάμβου του, λες κι ήταν κανένα από τα μεγαλόπρεπα εκείνα ερείπια που προορίζονται να αποδείξουν στους ανθρώπους την αστάθεια των μεγαλείων τους. Τι απέγινε όμως ο νικητής και ο βασιλέας-λαός; Η ίδια γη σκεπάζει τόσο την εφήμερη δόξα τους, όσο και την άγνωστη τέφρα τους. Η ιστορία κατέγραψε όχι μόνον τις συμφορές εκείνων των ηττημένων που αιώνια θα λυπόμαστε, αλλά και το ρόλο των Ρωμαίων, οι οποίοι ήθελαν να υπάρχει ελευθερία πάνω στη γη μόνον για τον εαυτό τους. Μετά την υποδούλωση του Περσέα, η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ρωμαϊκή επαρ-χία26, και διοικήθηκε απολυταρχικά από τους ανθύπατους. Στα χρόνια των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, η διακυβέρνηση της περιήλθε σε περιφερειάρχες και τοπάρχες που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον σ’ ένα κλίμα συνεχών εξεγέρσεων μέσα στη σπαρασσόμενη από τις φατρίες αυτοκρατορία. Τέλος, πολύ πριν την υποδουλώσει ο Αμουράτ, είχε ήδη χάσει το όνομα της.

[1] Φραγκίσκου, Καρόλου, Ούγγου, Λαυρεντίου Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα – Μακεδονία Θεσσαλία, σε μετάφραση Νίκης Μολφέτα, σελ. 13-17, εκδόσεις αφων Τολίδη, Αθήνα 1995.