Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

η περί έρωτος φιλοσοφία

ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ[1]

Μια εκπρόσωπος των νεοπλατωνικών η Υπατία η Αλεξανδρινή, αφιέρωσε τη ζωή της στο βωμό της φιλοσοφίας και της επιστημονικής διδασκαλίας. Λόγω του φύλου της κατακρεουργήθηκε φρικτά από τούς Χριστιανούς της Αλεξάνδρειας το 415 μ.Χ. και κάηκε το έργο της.
Λίγο ενωρίτερα απ’ αυτή ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια θα αφιερώσει αρκετά από τα έργα του για τον έρωτα και τον γάμο και θα πλέξει το εγκώμιο του συζυγικού βίου. Έζησε προς το τέλος του Α' και στην αρχή του Β' αιώνα μ.Χ. Στον «Ερωτικό» του και σε άλλα έργα του θα επωφεληθεί από την μεγάλη φιλοσοφική παράδοση για τις σχέσεις των φύλων με τις πολυάριθμες και ποικίλες όψεις του θέματος στη μακρόχρονη ιστορία. Ουσιαστικά πλατωνικός, ευρίσκεται μεταξύ της Ακαδημίας του Αρκεσίλαου και του Νεοπλατωνισμού του Πλωτί­νου, σ' αυτό πού αποκαλείται: ο «μέσος Πλατωνισμός». Θα πιστοποιήσουμε όμως πως στο θέμα του έρωτα δεν διστάζει να αποχωριστεί τον Πλάτωνα για να ασπαστεί πολλά από το Λύκειο και τη Στοά, μα προ παντός για να ακολουθήσει μια πολύ προσωπική γραμμή στοχασμού. «Ο Πλούταρχος (κατά τον Flaceliere) δεν είναι δημιουργός μόνο ενός φιλοσοφικού συστήματος μα ψυχολόγος και ηθικολόγος ως επίσης μεταφυσικός και θεολόγος ικανός να διαλέξει δικό του δρόμο μέσα στο απέραντο και πυκνό δάσος των φιλοσοφικών δογμάτων της Ελλάδας».
Ο «Ερωτικός» έχει για πλαίσιο τις Θεσπιές της Βοιωτίας — της μόνης Ελληνικής πολιτείας πού είχε αφιερώσει ειδική λατρεία στον Έρωτα καθώς και το πολύ γειτονικό ιερό των Μουσών, στον Ελικώνα. Ο Πλούταρχος, πού έχει πρόσφατα παντρευτεί, είχε έρθει από τις Θεσπιές, την ημέρα της γιορτής του Έρωτα—τα «Ερωτίδια» — για να θυσιάσει σε τούτον τον θεό. Και είναι, φυσικά, μια ερωτική ιστορία πού θα χρησιμεύσει για υπόθεση σ’ αυτό τον διάλογο: μια νέα χήρα από τις Θεσπιές, πλούσια και ωραία, η Ισμηνοδώρα, ερωτεύεται τον Βάκχωνα, έναν έφηβο πού έχει πολλούς «μνηστήρες», από τούς οποίους ο πιο επίμονος είναι ο Πεισίας, ένας από τούς συνομιλητές στο διάλογο. Αυτή είναι η ευκαιρία πού προκαλεί τη μακρόσυρτη συζήτηση με θέμα τη σύγκριση ανάμεσα στους δυο έρωτες, τον φυσιολογικό και τον ανώμαλο. Αυτό το θέμα πού συχνότατα το πραγματεύθηκαν από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα κι έπειτα, μετά τον Πλούταρχο θα ξαναεμφανιστεί στους «Έρωτες», διάλογο πού λένε πως τον έγραψε ο Λουκιανός (Β' μ.Χ. αι.), έως το μυθιστόρημα: «Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα» του Αχιλλέα Τάτιους.
Μα να που η ίδια η Ισμηνοδώρα κόβει αυτήν την ακαδημαϊκή συζήτηση με μια τολμηρή πράξη, και μάλιστα πρωτάκουστη: με τη βοήθεια των φίλων της «κλέβει» τον νέο Βάκχωνα την ώρα πού γυρνώντας από την παλαίστρα περνά μπροστά από το σπίτι της, και τον αναγκάζει να την παντρευτεί ! Είμαστε πολύ μακρυά από τη «σωφροσύνη», από τη φρονιμάδα και τη ντροπαλή επιφύλαξη των γυναικών της κλασσικής εποχής !
Αυτή ή εκπληκτική πράξη προκαλεί, όπως είναι φυσικό, την αγανάκτηση του Πεισία και των άλλων οπαδών της παιδεραστίας, μα ένας συζητητής, που προφανώς είναι το φερέφωνο του συγγραφέα, τη δικαιολογεί με τα έξης: «Η Ισμηνοδώρα έζησε ως τώρα μια ζωή πολύ κανονική και δεν ακούστηκε γι’ αυτήν κανένα κακό. Είναι φανερό πως αυτή η γυναίκα πραγματικά έγινε θύμα μιας θείας παρόρμησης, πιο δυνατής από το ανθρώπινο λογικό».
Ασφαλώς πρόκειται γι’ αυτή τη «μανία» που ο Πλάτων στο «Φαιδρό» τη θεωρούσε σαν την πιο υψηλή και την πιο επωφελή: την «ερωτική μανία».
Μα ο Πλάτων είχε στο νου του τον άλλον έρωτα. Ο Πλούταρχος, σαν καλός πλατωνικός που είναι, σ’ αυτόν τον διάλογο πλέκει το εγκώμιο του Έρωτα, χρησιμοποιώντας τα συνηθισμένα επιχειρήματα της «παιδαγωγικής παιδερα­στίας» αλλά προσανατολισμένης με τρόπο που να ωφελεί τις «ερωμένες». Πως θα συμφιλιώσει κανείς αυτές τις παραδοσιακές ιδέες της Ακαδημίας με τον «Έρωτα», που ο Βάκχων εμπνέει στην Ισμηνοδώρα και πού φανερά ο νέος επίσης νοιώθει γι’ αυτήν, αφού στο τέλος του διαλόγου γιορτάζονται οι γάμοι τους ; Είναι ένα προνόμιο που έχει ο συγγραφέας.
Μήτε ο Αριστοτέλης, μήτε οι νεώτεροι Στωικοί είχαν προχωρήσει τόσο στην «αποκατάσταση» του φυσιολογικού έρωτα: γι’ αυτούς, ήταν ήδη πολύ, να τον κατατάξουν στην ευγενική κατηγορία της φιλίας, αλλά, από το σημείο αυτό ως την ανύψωση του στον «πλατωνικό έρωτα», (πού είναι όρος και πηγή της υπέρτατης επιστήμης) υπάρχει μεγάλη απόσταση ! Ό Πλούταρχος δεν δίστασε να κάνει αυτό το αποφασιστικό βήμα.
Όλο το τέλος του διαλόγου είναι μια απολογία του συζυγικού έρωτα, του εμπνευσμένου φυσικά από τον έρωτα του συγγραφέα για τη γυναίκα του την Τιμοξένη, που του έδωσε πολλά παιδιά και που ήταν πολύ δεμένη μαζί του. Άλλωστε, το γεγονός ότι στην αρχή αυτού του διαλόγου ο Πλούταρχος μας λέει πως είχε πάει στις Θεσπιές με τη νεαρή σύζυγο του για να θυσιάσει στον Έρωτα — «κι’ αυτή ήταν που θα προσευχόταν και θα θυσίαζε» — αντιστοιχεί μάλλον με διακριτικά ευλαβική προσφορά, ή καλύτερα με υπονοούμενη αφιέρωση στην Τιμοξένη.
Θα παραθέσουμε εδώ λίγες γραμμές απ’ αύτη τη συνηγορία, που είναι εκπλη­κτική για έναν Έλληνα φιλόσοφο: «Η φυσική ένωση με μια σύζυγο, είναι πηγή φιλίας, σα μια κοινή συμμετοχή σε μεγάλα μυστήρια. Η ηδονή, είναι μια σύντομη διάρκεια, μα είναι σαν το σπόρο που απ’ αυτόν, μέρα με την ημέρα, φυτρώνουν ανάμεσα στο αντρόγυνο ο σεβασμός, η ικανοποίηση, η στοργή και η εμπιστοσύνη. Οι Δελφικοί δεν επωνόμασαν άδικα την Αφροδίτη «Αρμονία» και ο Όμηρος έχει δίκιο να αποκαλεί «φιλότητα» μια τέτοια ένωση ... Οι γυναίκες αγαπούν τα παιδιά τους και τον άντρα τους, και η συναισθηματική τους δύναμη είναι σ’ αυτές σαν ένα γόνιμο χώμα έτοιμο να δεχτεί τη σπορά του έρωτα, και είναι πλούσια προικισμένο με γοητεία και χάρες ... Στο γάμο, να αγαπάς είναι κάτι το πιο σπουδαίο παρά να αγαπιέσαι: όταν κανείς αγαπά, ξεφεύγει από κάθε τι που θα μπορούσε να φθείρει και να αλλοιώσει τη συζυγική ένωση ... Ο έρωτας των τίμιων γυναικών όχι μόνο δεν γνωρίζει φθινόπωρο μα διατηρεί πάντα το σφρίγος του, και με τ’ άσπρα μαλλιά και με τις ρυτίδες, κι’ ακόμα, ζει ως τον τάφο». (Ερωτ. Διηγ. 23, 769α). Και για να λαμπρύνει τα λεγόμενα του δείχνοντας πως η συζυγική πίστη των γυναικών μπορεί να φθάσει ως τον ηρωισμό, ο Πλούταρχος διηγείται τις συγκινητικές και δραματικές ιστορίες της Κάμα και της Έμπονα πού στην πραγματικότητα δεν είναι Ελληνίδες αλλά Κέλτισσες.
Το καλύτερο συμπέρασμα που θα μπορούσαμε να διατυπώσωμε εδώ είναι να αναφερθούμε στο L. Ducas που μίλησε εξαίρετα για τη συνεισφορά του Πλουτάρχου σ’ αυτό το θέμα: «Η πρωτοτυπία του Πλουτάρχου συνίσταται στο ότι αποκάλυψε πως ο συζυγικός έρωτας είναι η ανώτερη μορφή του έρωτα ... Πλουτίζει τον φυσιολογικό έρωτα με τις ηθικές κατακτήσεις του Πλατωνισμού: του θέτει έναν μακρυνό σκοπό, μυστικό και βαθύ. Η θεωρία του συνοψίζει τις θεωρίες της Αρχαιότητας για τον έρωτα, συμπληρώνοντας τες. Είναι αρχαία, με τον τόνο της, την προφορά της, τις αναμνήσεις, τις αθέλητες επιστροφές της σε προκαταλήψεις πού αντικαθιστά ... είναι μοντέρνα με τον τρόπο που θέτει το ζήτημα και το βάθος των ιδεών ... Αν υποθέσουμε πως ο Πλάτων και οι Στωικοί είναι ιδεαλιστές, κι’ ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος, ρεαλιστές, μπορούμε να πούμε πως ο Πλούταρχος συμφιλιώνει όλες τις γνώμες. Πραγματικά, δεν δέχεται τον έρωτα έξω από την σεξουαλική επιθυμία και καταδικάζει απόλυτα την παιδεραστία, μα δεν παύει να αποδίδει στον νόμιμο έρωτα, δηλαδή στον έρωτα του άντρα για τη γυναίκα, τις ηρωικές αρετές που η Αρχαιότητα, αποκλειστικά τιμούσε μ’ αυτές τον έρωτα των νέων. Ήταν σαν να έθετε την αρχή από την οποία θα γεννηθεί ο ιπποτικός έρωτας».
Εκεί όμως πού ο Πλούταρχος καθοδηγεί δίνοντας συμβουλές στο «γαμπρό» και τη «νύφη» για μια τέλεια σχέση και εγκωμιάζει, ίσως εμπνεόμενος από στωική πηγή, την ένωση των φύλων με το γάμο είναι το έργο του «Γαμικά Παραγγέλματα» (Ηθικά, 138a - 146a από το βιβλίο: Plutarch's Moralia vol. II, The Loeb Classical Library).

[1] Βούλας Λαμπροπούλου, Φιλοδοφία των Φύλων, μέρος Α΄ IV, σ. 145-147, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1984.