Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

νεώτερα Κυπριακά

Ο … άμαχος … Ράιαν[1]

Το μαρτύριον της Κυρήνειας είναι μοναδικόν εις τραγικότητα, ουδόλως δε συγκρίνεται με εκείνο άλλων περιοχών της Κύπρου, αι οποίαι κατελήφθησαν κατά την δευτέραν φάσιν της τουρκικής εισβολής. Διότι αι πλείσται των καταληφθεισών κατά τον πόλεμον του Αυγούστου περιοχαί είχον εκκενωθεί προηγουμένως από τους Έλληνας κατοίκους των, ως η Αμμόχωστος …

Οι Τούρκοι έσπειραν τον θάνατον και την καταστροφήν και εις τα πλησίον της Κυρήνειας χωριά Άγιος Γεώργιος, Φτέρυχα, Τριμίθι και Κάρμι. Οι κάτοικοι, μάλιστα, των χωριών αυτών ήσαν οι πρώτοι, οι οποίοι εδοκίμασαν τας τουρκικάς ωμότητας. … Αι εν προκειμένω αφηγήσεις είναι και πολλαί και συγκλονιστικαί, ανακαλούν δε εις την μνήμην τας πλέον τραγικάς στιγμάς της Ιστορίας μας. Μίαν δραματικήν περιγραφήν των συμβάντων μετά την απόβασιν των Τούρκων, παρέχει ο Χρήστος Δράκος εκ του χωρίου Τριμίθι, ο οποίος αφηγείται τα ακόλουθα:

«Αμέσως μετά τις πρώτες εκρήξεις ξεκίνησα με την οικογένειάν μου για να καταφύγουμε στην Λάπηθον. Όμως γρήγορα βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από Τούρκους στρατιώτες, που εξαγριωμένοι μας καλούσαν να σηκώσουμε ψηλά τα χέρια. Η οικογένειά μου, το ανδρόγυνο Κώστα Κοζάκου και δύο άγνωστοι ξένοι είμαστε, ως φαίνεται, οι πρώτοι αιχμάλωτοι των Τούρκων. Ο κύκλος γύρω μας εστένευε και οι Τούρκοι είχαν στραμμένα απειλητικά εναντίον μας τα όπλα τους. Ύστερα, Παναγιά μου, έγινε μεγάλο φονικό! Οι Τούρκοι άρχισαν να μας γαζώνουν. Οι δυο ξένοι έπεσαν νεκροί με τις πρώτες ριπές. Αγκάλιασα τον Γιώργο μου και πέσαμε στο χώμα. Πλάϊ μου βρισκόταν η γυναίκα μου, ενώ ο μικρός γυιος μου Νίκος προσπαθούσε να βρη προφύλαξιν στο στήθος της. Έσφιγγα το παιδί μου στην αγκαλιά και παρακαλούσα να είχα και άλλα χέρια για να το σκεπάσω. Ακούστηκαν και άλλες ριπές και μου ήρθε τρέλλα σαν είδα την γυναίκα μου στα αίματα. Δεν μπορούσα να τρέξω κοντά της, γιατί θα άφηνα ακάλυπτο το παιδί. Σύρθηκα, κρατώντας το στην αγκαλιά, κοντά σ’ ένα βράχο και κάθε φορά που οι σφαίρες κτυπούσαν και έσκαγαν τα κομμάτια από τον βράχο, νόμισα πως έφτασε το τέλος μας. Ξαφνικά το χέρι μου γέμισε με αίμα του παιδιού μου που μόλις είχε κτυπηθή. Γύρισε, με κοίταξε και ύστερα έγειρε στη γη, ενώ το στόμα του γέμισε αίματα. Σε μια διακοπή των πυροβολισμών γύρισα και είδα με απελπισία ότι η γυναίκα μου ήταν «ραμμένη» από τις σφαίρες και μόλις ανέπνεε. Μόλις την παραμέρισα, είδα ότι και ο Νίκος μας ήταν και αυτός νεκρός. Ζήτησα γονατιστός νερό από ένα Τούρκο φαντάρο. Ήθελα να δροσίσω το πρόσωπο της γυναίκας μου, που με κοιτούσε ασάλευτη. Αντί για νερό, όμως, με κτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του. Ύστερα έδωσαν την χαριστική βολή στην τραυματισμένη και εμένα με επήραν οι «Οηέδες».

η Ελένη Καράνα, 20 ετών, αφηγείται ως ακολούθως την προσωπικήν της περιπέτειαν:

«Μια βόμβα από αεροπλάνο κατέστρεψε το σπίτι μας. Μέσα από τα χαλάσδματα βρήκαμε διέξοδο και βγήκαμε από το υπόγειο μαζί με τους γονείς μου. Ξαφνικά βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από πέντε τούρκους. Χωρίς άλλη κουβέντα ένας από αυτούς σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε. Ο πατέρας μου δίπλωσε και έγειρε χωρίς ανάσα. Πάγωσα, Θέλησα να πέσω πάνω του. Έτρεξε και η μάνα μου ουρλιάζοντας. Όμως την φωνή της έπνιξε ένας καινούργιος πυροβολισμός και η μάνα μου κάτι μουρμούρισε. Έβγαλε λίγο αίμα από το στόμα και ξεψύχησε. Πριν συνέλθω από την τρομάρα, την αγωνία, τον πόνο, την πίκρα, τρεις Τούρκοι με επλησίασαν και ένας από αυτούς με φοβερή αγριάδα μου τράβηξε τη μπλούζα και στη συνέχεια με έρριξε στο χωράφι. Πήρα κουράγιο, έτρεξα, αλλά με πρόφτασαν σε ένα καλύβι. Ύστερα πέσαν πάνω μου, σωστά λυσσάρικα σκυλιά. Λιποθύμησα, χάθηκα …»

«Άκουα ‘που τον πατέραν τζιαί τον παππούν μου για την Τουρτζιάν, τζ’ εν επίστευκα», είπεν εις την κυπριακήν διάλεκτον ο 75ετής γέρων Νικόλαος Ιωάννου εκ του χωρίου Τριμίθι, εννοών ότι ήκουεν από τον πατέρα και τον πάππον του διά τα εγκλήματα των Τούρκων επί Τουρκοκρατίας και δεν ηδύνατο να πιστεύση τα εξιστορήσεις αυτάς.

Η Ελένη Ματεΐδου, έχουσα εις την αγκάλην της τα δύο τέκνα της … περιγράφει το δράμα της ως ακολούθως:

«Βρισκόμαστε λίγο έξω από το χωριό, στις μάντρες, όπου είχαμε τα κοπάδια. Οι Τούρκοι κατέβηκαν ρίχνοντας πυροβολισμούς. Μπήκαν στα σπίτια και άρχισαν αμέσως να κτυπούν και να κλωστούν λυσσασμένα τον πατέρα και τον άντρα μου. Εμείς αρχίσαμε τα κλάματα. Ήταν η μητέρα μου, οι δύο αδελφές μου και εγώ.
Ένας Τούρκος, ενώ χτυπούσε τον άντρα μου, φώναζε: «Δεν έχει γυνάικα τούτος;». Τότε έτραξα αγκάλιασα τον άντρα μου και τον εφιλούσα. «Να χαρής, μη μου σκοτώσετε τον άντρα μου, έχουμε δυο παιδιά», τους εφώναξα. Οι στρατιώτες αυτοί, που φαίνονταν να είναι από την Τουρκία, μας είπαν να μείνουμε εκεί. Και στη συνέχεια, τράβηξαν τον πατέρα μου και τον άντρα μου προς τον ποταμό. Λίγα λεπτά μετά ακούσαμε πυροβολισμούς. «Παναΐα μου, εσκοτώσαν τους», εφώναξα, και αρχίσαμε να κλαίμε …»

Αμέσως μετά την εκδήλωσιν της τουρκικής επιδρομής, 40 περίπου άτομα, των οποίων αι οικείαι ευρίσκοντο παρά το Πεντεμίλι, όπου διενηργήθη η απόβασις κατέφυγον εις περιοχήν παρά τους πρόποδας του Πενταδακτύλου. Απεκρύβησαν εντός αχυρώνος επί δύο ημέρας …
Την εσπέραν της Κυριακής, οι φυγάδες αυτοί ανεκαλύφθησαν υπό τουρκικής περιπόλου. Οι στρατιώται τους διέταξαν να προχωρήσουν εις παρακείμενον χώρον, όπου τους ανεκοίνωσαν ότι θα εξετελούντο! Εις εκ των διασωθέντων αφηγείται:

«Ένας Τούρκος στρατιώτης έσυρε τον Βασίλην Ευθυμίου ο οποίος την στιγμήν εκείνην εκράτει της ηλικίας δυόμισυ ετών κόρην του, τον εκόλλησεν εις κορμόν δένδρου και ητοίμαζε το οπλοπολυβόλο διά να τον εκτελέση. Η σύζυγος του Βασίλη, οδυρόμενη, ήρπασε το όπλον του Τούρκου στρατιώτου και τον ικέτευε να μη πυροβολήση. Η σκηνή συνεκίνησεν έτερον Τούρκον στρατιώτην ο οποίος προέτρεπε τον συνάδελφόν του να μη προχωρήση εις το βάρβαρον τούτο έγκλημα. Και τούτο τελικώς έγινε.
Βραδύτερον, άλλος Τούρκος στρατιώτης εχώρισε τρεις άνδρας και τους μετέφερεν εις άλλην τοποθεσίαν. Ηκούσθησαν πολλοί πυροβολισμοί … η τύχη τούτων μεχρί τώρα αγνοείται.»


[1] Διονυσίου Καρδιανού, «Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον», σελ. 228 επ., εκδόσεις Γ. Λαδιάς, Αθήναι 1976.