Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Δόγματα

περί ορθοδοξίας[i]

Ο όρος «ορθοδοξία» και τα παράγωγά του δεν ήταν πολύ συνηθισμένα στον ελληνικό ειδωλολατρικό κόσμο. Το ουσιαστικό «ορθοδοξία» φαίνεται να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην νεοπλατωνική φιλοσοφία της μεταχριστιανικής εποχής και δεν είναι απίθανο να είναι δάνειο από το χριστιανικό ιδιόλεκτο. Η λέξη «ορθόδοξος» δεν φαίνεται να πιστοποιείται πουθενά. Μόνο το ρήμα «ορθοδοξέω» εμφανίζεται στα Ηθικά Νικομάχεια και το συναντάμε αργότερα στον Ποσειδώνιο και άλλους. Το ρήμα αυτό σημαίνει τη σωστή γνώμη σε μια φιλοσοφική συζήτηση, όχι την τήρηση κάποιων δεσμευτικών κανόνων που αφορούν στον τρόπο ζωής. Προφανώς ο όρος «ορθοδοξία» καθιερώθηκε με το χριστιανισμό, αλλά όχι πριν από τον 4ο αιώνα. Με τον Μεθόδιο Πατάρων, τον Ευσέβιο Καισαρείας και τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας η χρήση του έγινε συχνή πριν ακόμα εκπνεύσει αυτός ο αιώνας.

Αυτό σίγουρα δεν σημαίνει ότι από τον πρώιμο χριστιανισμό απουσίαζε η έννοια της ορθής πίστης, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η έκφραση «ορθή πίστη» είναι ανεπαρκής απόδοση του όρου «ορθοδοξία», γιατί οι λέξεις δόξα και πίστις δεν συμπίπτουν νοηματικά. Η πίστη πρέπει να είναι δικαιολογημένη και εξαρτάται από ορισμένα εχέγγυα, ενώ η δόξα πρέπει απλώς να είναι σωστή. Οι εκκλησιαστικοί πατέρες πήραν, όπως φαίνεται, τον όρο δόξα από τη γλώσσα των φιλοσόφων και εννοούσαν με αυτόν αρχικά το περιεχόμενο της διδασκαλίας ή τη γνώμη, ενώ ο όρος «πίστη» είναι αρχικά αδιαχώριστος από την εν γένει συμπεριφορά, την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση. Ο όρος ορθοδοξία εξυπονοεί αφηρημένη σκέψη, εννοιολογική έκφραση και ορισμό. Αν ξεφυλλίσουμε ένα ντοκουμέντο της πρώιμης χριστιανοσύνης[1], θα δούμε ότι τα τρία «δόγματα του Κυρίου» ορίζονται ως ελπίδα, δικαιοσύνη και αγάπη. Η «πλάνη» είναι η υποχώρηση στους πειρασμούς της εγκόσμιας ζωής. Φυσικά, αυτά τα «δόγματα» προϋποθέτουν τη θεϊκή φύση του Χριστού και το λυτρωτικό του έργο, καθώς και την πίστη σ’ αυτό το έργο, αλλά δεν εκφράζουν καμιά προσπάθεια να διατυπωθούν αυτές οι προϋποθέσεις με φιλοσοφικά έγκυρο τρόπο. Παρόμοια ισχύουν, κατά πάσα πιθανότητα, και για τη λεγόμενη «Διδαχή». Μιλάει για ψευδοπροφήτες, αλλά δεν εννοεί με αυτό ανθρώπους με παρεκκλίνουσες πεποιθήσεις παρά κήρυκες ενός μη χριστιανικού ήθους. Η Διδαχή δεν περιέχει καν ένα βαπτιστικό σύμβολο που να προχωρεί πιο πέρα από μια γενικόλογη ομολογία πίστης στο δόγμα της Αγίας Τριάδας. Αποδέκτης της είναι η χριστιανική κοινότητα της αγάπης, που οφείλει την ενότητά της στο τελετουργικό και στην προσδοκία της Δευτέρας Παρουσίας, όχι σε ένα επεξεργασμένο ιδεολογικό σύστημα.

Οπωσδήποτε δεν λείπουν οι τάσεις να διαμορφωθούν κάποιες βασικές δογματικές αρχές, αλλά οι τάσεις αυτές δεν υλοποιούνται παρά μόνο όταν η νεαρή Εκκλησία πρέπει να οροθετήσει τον εαυτό της απέναντι στον έξω κόσμο, όταν το Ευαγγέλιο πρέπει να αντιπαλέψει με αλλότρια φιλοσοφικά ή γνωσιολογικά συστήματα, για να προστατέψει τους πιστούς του από την προπαγάνδα αυτών των συστημάτων και για να κάνει το ίδιο προπαγάνδα. Μόνο τότε έρχεται η ώρα του δόγματος, με την αυστηρή έννοια της λέξης. Έτσι όμως έρχεται και η ώρα της ενδοεκκλησιαστικής δογματικής παρέκκλισης, της αίρεσης. Το γεγονός ότι αυτή η εξέλιξη γνωρίζει την πρώτη κορύφωσή της την εποχή που ο χριστιανισμός μπορούσε πια να υπολογίζει στην ανοχή του κράτους δεν είναι απλή σύμπτωση, γιατί αυτή η ανοχή είχε προετοιμαστεί από τη συμβίωση της Εκκλησίας με τον αρχαίο πολιτισμό, τους φιλοσόφους του και τα φιλοσοφούμενά τους.

Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη, η Εκκλησία δεν έπαψε καθόλου να θεωρεί τον εαυτό της ως κοινότητα αγάπης και λατρείας. Αλλά η ελληνική μανία για την αντιλογία και η όλο και μεγαλύτερη ανάγκη για πνευματική αναμέτρηση με έναν κόσμο που οι θεμελιώδεις αξίες του ήταν ολότελα διαφορετικές και δεν έσβησαν με τα έδικτα της ανεξιθρησκίας είχαν αποτέλεσμα να αποκτήσει η «ορθή γνώμη», δηλαδή η ορθοδοξία, μια σημασία που της ήταν άγνωστη ως τότε. Για τη λατρευτική κοινότητα η ορθοδοξία έγινε σιγά – σιγά «όρος εκ των ων ουκ άνευ».

[1] Επιστολή προς Βαρνάβα

[i] Χανς – Γκεόργκ Μπεκ, «Η Βυζαντινή Χιλιετία»,κ. ΙΙΙ, σ. 119-120, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992.