Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Δίκαιο

Το οικονομικό περιεχόμενο της μη ιερολογημένης συμβίωσης[1]

Παλλακεία

Παρόλο που η συμβίωση ανδρών και γυναικών χωρίς τέλεση του μυστηρίου του γάμου είχε απαγορευθεί νομοθετικά ήδη από τον 10ο αιώνα, ο θεσμός της παλλακείας εξακολούθησε να υπάρχει στην πράξη. Φαίνεται μάλιστα πως τα δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας αναγκάζονταν, με τη γνωστή τους διάθεση για προσαρμογή των αποφάσεών τους στις ανάγκες της καθημερινής ζωής, να αναγνωρίζουν ότι οι σχέσεις αυτές δημιουργούσαν δικαιώματα με οικονομικό αντίκρυσμα. Τα στοιχεία που περιέχει το υπό εξέταση πηγαίο υλικό είναι ελάχιστα και σώζονται μόνο σε αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις του Δημητρίου Χωματιανού. Πέρα από την αναφορά στο περιορισμένο κληρονομικό δικαίωμα της παλλακής, την οποία κάνουν γνωμοδοτήσεις του αρχιεπισκόπου και που προβλέπεται από τα Βασιλικά, σώζονται και δύο αποφάσεις του που ασχολούνται με τα περιουσιακά αποτελέσματα της διακοπής της παλλακείας.

Στην πρώτη αναφέρεται, πως ο Ιωάννης είχε συμβιώσει λίγο περισσότερο από πέντε χρόνια με τη Δραγόστα, με την οποία είχε αποκτήσει τρία παιδιά. Τα δύο είχαν πεθάνει και ζούσε μόνο το τελευταίο που ήταν ακόμη βρέφος. Η Δραγόστα επιθυμούσε να παντρευτεί τον Ιωάννη, ενώ εκείνος ισχυριζόταν ότι «…χρησάμενος κατά παλλακισμόν τη ειρημένη Δραγόστη ακαθέκτους ορμαίς νεότητος, και νυν εν συναισθήσει του κακού γενόμενος, απωθείται αυτήν…». Ο αρχιεπίσκοπος που κλήθηκε να λύσει τη διαφορά προσπάθησε να πείσει τον άνδρα να δεχτεί την ιερολογία του γάμου, αλλά αυτός υπήρξε ανένδοτος. Δεν έμενε λοιπόν καμιά άλλη δυνατότητα από το χωρισμό. Για να εξασφαλίσει κατά κάποιο τρόπο τη συντήρηση της Δραγόστας και του παιδιού της ο Χωματιανός, με συμφωνία και των δύο μερών, της παραχώρησε το βίδι του Ιωάννη και ένα μέρος της υπάρχουσας σοδειάς του κτήματός του.

Αν και οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε περίπτωση δεν είναι ακριβώς γνωστές, η γυναίκα που αφορά η δεύτερη απόφαση, η Τζόλα, φαίνεται περισσότερο ευνοημένη οικονομικά από τη Δραγόστα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως η Τζόλα – για την οποία εκφράζεται με ιδιαίτερη περιφρόνηση ο αρχιεπίσκοπος – ούτε παιδί πρέπει να είχε, ούτε μπορεί να θεωρηθεί παλλακή με τη στενή νομική έννοια του όρου, γιατί ο σύντροφός της, ο Χρυσός, ήταν ήδη έγγαμος. Ακόμη, το έγγραφο δεν κάνει καμιά μνεία για το χρόνο που είχε διαρκέσει η σχέση του ζεύγους. Ο Χρυσός λοιπόν, ένας τεχνίτης από την Καστοριά, εγκατέλειψε για λόγους οικονομικούς την πατρίδα του και τη νόμιμη σύζυγό του «…και την Αχρίδα καταλαβών, συνώκησεν ενταύθα γυναικαρίω τινι, έλκοντι μεν των βλάχων το γένος, όνομα δε περιφέροντι Τζόλα, εκ του κόμματος δε όντι των σεσωρευμένων, κατά Παύλον ειπείν, αμαρτίαις, και δυναμένων έλκειν εις αυτά οφθαλμούς και καρδίας αρρένων πονηροίς τισιν μηχανήμασιν, και εν τω τοιούτω γυναίω συνών κατά παλλακισμόν». Κάποτε όμως η σύζυγός του πληροφορήθηκε το συμβάν και ερχόμενη στην Αρχίδα, κατάφερε να αποσπάσει τον άνδρα της «…των πορνικών εκείνης (…) αγκαλών και δεσμών…». Τότε η Τζόλα ζήτησε δικαστικά να αναγνωρισθεί, πως ό,τι είχε στην κυριότητά του ο Χρυσός είχε αποκτηθεί με κοινές ενέργειες, πράγμα που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο άνδρας. Έτσι στη γυναίκα επιδικάσθηκαν από την περιουσία του Χρυσού μια αγελάδα με το μοσχαράκι της, δύο χοίροι, μια κυψέλη, τριάντα πήχες λινό ύφασμα, ένας θηλυκός όνος με το μικρό του και ένα μάλλινο κλινοσκέπασμα.

Από τη μεταβυζαντινή περίοδο δεν σώζονται αποφάσεις που να αναφέρονται ρητά σε σχέσεις παλλακείας. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι η εξώγαμη συμβίωση ανδρών και γυναικών είχε εξαφανιστεί. Μερικές φορές και με μόνη την τέλεση μνηστείας τα ζευγάρια άρχιζαν να ζουν μαζί και η σχέση τους αυτή διαρκούσε για χρόνια. όπως άλλωστε θα φανεί αμέσως παρακάτω, ειδικά στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, υπήρχε και επίσημα αναγνωρισμένη δυνατότητα για παράκαμψη της ιερολογίας του γάμου.

Κεπήνιον

Σε αντίθεση με την παλλακεία, η οποία – παρόλο που σε κάποια μακρά χρονική περίοδο ήταν σχέση αναγνωριζόμενη από το δίκαιο – διακρινόταν πάντοτε σαφώς από το γάμο, το κεπήνιο ήταν γάμος κατά το τουρκικό δίκαιο. Γάμος όμως πολιτικός και κάποτε με προαποφασισμένη περιορισμένη διάρκεια, με έντονο δε το χαρακτήρα οικονομικής συναλλαγής, αφού κατά τη σύναψή του συμφωνείτο και το ποσό που θα κατέβαλε ο άνδρας κατά τη λύση του, ή σε περίπτωση αυθαίρετης αποπομπής της γυναίκας. Τα κεπήνια αποτελούσαν συνήθως μικτούς γάμους, αλλά απαντούσαν και μεταξύ Χριστιανών, είτε λόγω ύπαρξης κωλύματος για ιερολογία, είτε και ως ελεύθερη επιλογή ατόμων που δεν επιθυμούσαν να υποβληθούν στις δεσμεύσεις του χριστιανικού γάμου.

Παρά τη συχνότητα που είχαν τέτοιου είδους ενώσεις, το υπό εξέταση πηγαίο υλικό ελάχιστες σχετικές πληροφορίες περιέχει. Στο Αρχείο της μητρόπλης Κω σώζονται τρία σχετικά έγγραφα. Με το ένα δίνεται άδεια για στέψη, μετά το θάνατο της πρώτης συζύγου του άνδρα, σε ένα ζευγάρι που συμβιούσε υπό καθεστώς κεπηνίου. Στο δεύτερο γίνεται λόγος για λύση τέτοιας σχέσης, καταβολή του κεπηνίου στη γυναίκα και σύναψη χριστιανικού γάμου της τελευταίας με άλλο πρόσωπο. Τέλος στο τρίτο έγγραφο αναφέρεται συμμετοχή στην κληρονομία του άνδρα τόσο της μετά από ιερολογία συζύγου όσο εκείνης που είχε παράλληλα με κεπήνιο. Κάπως πλουσιότερη σε ειδήσεις είναι μια απόφαση του έτους 1693 προερχόμενη από τη Σιάτιστα. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο Νικόλαος και η Σάρα – που ήταν συγγενείς – είχαν ζήσει 20 περίπου χρόνια με κεπήνιο. Όλα αυτά τα χρόνια οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές προσπαθούσαν να τους πείσουν να χωρίσουν και τελικά το κατάφεραν. Κατά τη λύση της σχέσης ο Νικόλαος κατέβαλε το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Στη συνέχεια όμως το έγγραφο αναφέρει : «…ακόμι ζητώντας η σάρα από τον νικόλαον, άσπρα, διά τα οποία επλερώθησαν, κ(αι) δεν έχει να ζητή πλέον από τον νικόλαον ούτε πολλά ούτε ολίγα, ακόμι δε και ο νικόλαος εζήτησεν π[αρ’ αυτής την ύλην του οσπητίου του απ’ αυτής, κ(αι) έλαβεν κ(αι) έμειναν διορθομένοι…». Θεωρώ λοιπόν πιθανό, η τελευταία αυτή φράση να υποννοεί, πως η γυναίκα, εγκαταλείποντας το σπίτι, αφενός μεν αποζημιώθηκε για έξοδά της και αφετέρου παρέδωσε στον άνδρα την οικοσκευή.

[1] Ελευθερίας Σπ. Παπαγιάννη, «Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, ΙΙ Οικογενειακό δίκαιο», σελ. 129-132, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1997.