Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Μυθολογία

Ο λυράρης και οι Νεράϊδες[1]

Ποια συγγένεια στην παράδοση δένει τη νεοελληνική λύρα με την αρχαία, τους σημερινούς λυράρηδες των χωριών με τους «ένθεους» αρχαίους, ή τις αρχαίες Μούσες με τις σημερινές Νεράϊδες ;

Ας αρχίσουμε με την ιστορία του πιο σπουδαίου και του πιο ξακουστού λυράρη που είχεν η Αρχαιότητα : Ήταν από τη Θράκη, σπούδασε στο Πήλιο, εκεί στο σχολειό του σοφού Κενταύρου Χείρωνα, και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να κάνη με τη λύρα και το τραγούδι του να σκάσουν νικημένες οι γλυκόφωνες Σειρήνες. Όπως έπαιζε τη λύρα του, μια γλύκα πρωτόφαντη και απερίγραπτη χυνόταν στων ανθρώπων τις καρδιές. Ακόμη και τ’ άγρια ζώα, μαγεμένα από τη μουσική τέχνη του, ζύγωναν ήμερα ν’ ακούσουν και ν’ απομείνουν ξεχασμένα.

Παντρεύτηκε μια νεράϊδα του βουνού, μια «δρυάδα», που την έλεγαν Ευρυδίκη. Αλλά η Ευρυδίκη δαγκώθηκε από ένα φίδι και πέθανε. Ξεκίνησε τότε ο λυράρης για να κατεβή στον Άδη, εκεί που «στο έμπα δίνουν τα κλειδιά, στο έβγα δεν τα δίνουν». Είχε μαζί του μόνο τη λύρα του. Πήγαινε να μιλήση και να παρακαλέση για να του ξαναδώσουν πάλι το ταίρι του. Τους μίλησε με τη γλώσσα που είχε μάθει να μιλάη η καρδιά του στις καρδιές των άλλων : Μίλησε με τη λύρα του και με το τραγούδι του. Ήταν έτσι βαθύς και αληθινός ο πόνος της καρδιάς που συγκίνησαν πρώτα την Περσεφόνη, που κάτι ήξερε από οδυνηρούς χωρισμούς, και ύστερα τον Πλούτωνα. Τέλος οι αφέντες του Κάτω Κόσμου αποφάσισαν να γίνη κείνο που ποτέ δεν είχε ξαναγίνει. Το δέχτηκαν μόνο και μόνο για χάρη τούτης της λύρας, που ξέρει να λέη τέτοιους καημούς. Ο λυράρης πήρε πάλι τη γυναίκα του. Όλα όμως τα ωραία πράγματα θέλουν περίσσια προσοχή. Μα ο λυράρης δεν πρόσεξε τον αυστηρόν όρο που του βάλανε, να μη γυρίση πίσω του και να μην κοιτάξη τη γυναίκα του που θα τον ακολουθή. Αν γυρίσει πριν φτάσουνε πάνω στη γη, να το ξέρη, αμέσως και για πάντα θα χαθή από τα μάτια του η Ευρυδίκη του. Αυτός ήταν ο σκληρός «όρος».

Άλλο όμως λογική και άλλο καρδιά. Δε βαστάχτηκε η καρδιά, και κάποτε γύρισε κείνος για να ιδή. Την είδε για λίγο, και πια δεν την ξαναείδε ποτέ στη ζωή του. Απελπισμένος, δεν ήθελε να ξαναϊδή γυναίκα. Γυρνούσε στα δάση και τις ερημιές, έχοντας συντροφιά του μόνο τη λύρα του, αυτή την έγχορδη καρδιά του. Οι άλλες γυναίκες δεν του τη συχώρεσαν αυτή την περιφρόνηση. Μαινάδες, πάνω σ’ ένα πανηγύρι τους στα δάση, τον πέτυχαν και τον έκαναν κομμάτια το λυράρη. Πέταξαν το κεφάλι του μέσα στον Έβρο, το μεγάλο ποτάμι της Θράκης, και τα κύματα το βγάλανε στη Λέσβο, το νησί με τους άξιους κατοπινούς λυρικούς ποιητές. Οι κάτοικοι του νησιού θάψανε το κεφάλι με τιμές.

Αυτή είναι η ιστορία του λυράρη, που είναι ο γενάρχης σ’ όλους τους λυράρηδες της Ελλάδας και του άλλους κόσμου. Το όνομά του είναι Ορφέας και μητέρα του ήταν η μούσα Καλλιόπη, μια από τις εννέα Μούσες, που παίζουν όμορφα τη λύρα και που τραγουδούν και χορεύουν ελληνικούς κυκλικούς χορούς, έχοντας στη μέση του κύκλου τους έναν όμορφο θεό που κι αυτός κρατάει λύρα στα χέρια του και παίζει, σκορπίζοντας την αρμονία και το φως. Ο θεός εκείνος είναι ο Απόλλων, ο αρχηγός στις μούσες, ο «Μουσηγέτης».

Έχει και η λύρα του την ιστορία της. Θεός της μουσικής ο Απόλλων, αλλά δεν είχε λύρα. Πρώτος σοφίστηκε πώς να τη φτιάξη ο Ερμής τεντώνοντας χορδές από έντερα πάνω σε καύκαλο χελώνας. Τέτοια ήταν η πρώτη λύρα. Γοητευμένος από το παίξιμό της, ολόκληρο το κοπάδι του θραψερές αγελάδες το χάρισε στον Ερμή ο Απόλλων για ν’ αποχτήση τούτη την πρώτη λύρα. Και από κει και ύστερα όλο και την τελειοποιούσε το θαυμάσιο τούτο μουσικό όργανο.

[1] Κ. Ρωμαίου, «Κοντά στις ρίζες», σ. 259-261, Εστία, Αθήνα 1980.