Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

ανθρώπινα πάθη

Πολυτέλεια[1]

Η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου έχει αξιολογηθεί πολλαπλά ως το βαθμόμετρο της εσωτερικής ιδιοσυστασίας του και των συνθηκών του περιβάλλοντός του. [Οι αρχαίοι μας πρόγονοι] … έδιναν μεγάλη σημασία στη διακόσμηση ή στο μήκος ενός φορέματος, και από τον τρόπο του στολισμού του ατόμου έβγαζαν τα ανάλογα συμπεράσματα. Σπουδαιότερη, ακόμα κι από το πώς ήταν κομμένο το ένδυμα, ήταν η ποιότητα του υλικού, που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του. Τη διαφορά ανάμεσα στα πολυτελή και στα απλά υφάσματα μπορούσε να την αντιληφθεί ο καθένας.

Αντίστοιχα και η χρήση πολυτελών πραγμάτων, τα οποία δείχνονταν ακριβώς με το πολυτελές ντύσιμο, με τα ακριβά κοσμήματα και με τα εκλεκτά καλλυντικά, εθεωρείτο ως κριτήριο τρόπου εκλεπτυσμένης ζωής. Η επιθυμία του καθενός να αρέσει και να κάνει εντύπωση, καθιστούσε την πολυτέλεια απαραίτητη. Λέγοντας πολυτελή ενδύματα εννοούμε τα φορέματα, που με την εκλογή των υλικών τους (μετάξι, λεπτό μαλλί), με την επίδειξη στη διακόσμηση (χρυσά νήματα, κεντημένα ή ενυφασμένα) και με τον ιδιαίτερο χρωματισμό τους (πορφύρα), ξεχωρίζουν σαφώς από τα συνηθισμένα καθημερινά ρούχα. Και δεν είχε σημασία αν όλα αυτά προέρχονταν από ντόπια παραγωγή ή ήταν πανάκριβα εισαγόμενα.

Η εξεζητημένη γκαρνταρόμπα χρησίμευε στα μέλη κύκλων του ευημερούντος πληθυσμού τόσο για να ικανοποιούν την προσωπική τους φιλαρέσκεια όσο και για οφθαλμοφανή απόδειξη της κοινωνικής τους θέσης. Άφθονα κοσμήματα και χαρούμενα χρώματα εθεωρούντο ανάλογα ως τρόπος έκφρασης πολυτελούς διαβίωσης. Τούτο ίσχυε κατά πρώτον για τους Ίωνες των μικρασιατικών παραλίων, αλλά και για μια σειρά πόλεων της Κάτω Ιταλίας και της μητροπολιτικής Ελλάδας.

Η πολυτέλεια στα ενδύματα των Ιώνων, ειδικά των Εφεσίων, εκφραζόταν με πολύ εύθυμα χρωματιστά ενδύματα, των οποίων το ξεχωριστό γνώρισμα ήταν υφαντουργικά σχέδια σε σχήμα ρόμβου. Τα επάνω σειρήτια των ενδυμάτων έδειχναν ασυνήθη σχέδια ζώων. Υπήρχαν σαράπεις[2], κορινθιακές καθώς και περσικές καλασίρεις[3] σε διάφορα χρώματα. Τα πιο ακριβά ενδύματα, οι ακταίες[4] ήταν οι πολύτιμοι περσικοί χιτώνες. Ήταν κρουστά υφασμένοι και ήταν κατάσπαρτοι με χρυσά ελασμάτια.

Η Σύβαρις εθεωρείτο ως παράδειγμα πόλης που ασώτευε στην πολυτέλεια.Μια ιδιορρυθμία των κατοίκων της ήταν τα πολύ παρδαλά φορέματα, τα οποία συγκρατιούνταν από ιδιαίτερα πολύτιμες ζώνες.

Ανάμεσα στους Έλληνες της Στερεάς Ελλάδας[5] διακρίνονταν οι Θεσσαλοί για τα γοητευτικά τους ενδύματα και τους τρόπους της πολυδάπανης ζωής τους. Για τους Αθηναίους λεγόταν ότι τυλίγονταν μέσα σε πορφυρόχρωμους μανδύες και παρδαλούς χιτώνες, πράγμα για το οποίο έχομε πληροφορίες μέχρι την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 πΧ).

Τα μαλλιά τους τα στερέωναν με χρυσά κοσμήματα (τζιτζίκια). Έβαζαν αγόρια να τους ακολουθούν κουβαλώντας μαζί τους πτυσσόμενες καρέκλες, για να μην εξαρτώνται έτσι από τα συνήθη καθίσματα και να προφυλάσσουν τα ενδύματά τους από τη ρύπανση.

Γενικά η άνοδος ή η ύφεση της πολυτέλειας μιας πόλης αντικατόπτριζε την πολιτική και οικονομική κατάστασή της. Η ευημερία σε καιρούς πολέμου ή ειρήνης ελαττωνόταν ή αυξανόταν ανάλογα.

Ανεξάρτητα από αυτά, με την πολυτέλεια τεκμηριώνονταν και ιδεολογικές αντιλήψεις σχετικά με τις αξίες. Έτσι, ένας άνδρας στην Αθήνα μπορούσε να θεωρείται ως μη ενάρετος, αν περνούσε τη ζωή του με πολυτέλεια και την εξέφραζε στο κοινό επιδεικτικά. Τότε εξέθετε τον εαυτό του στην υποψία πως ήταν θηλυδρίας, ολότελα περσόφιλος.

Τη σχέση των γυναικών με τα είδη πολυτελείας την απέδιδαν στην παροιμιώδη υπερβολική κλίση τους να στολίζονται. Ο εξωτερικός καλλωπισμός ήταν βασικά ένα εύκολο μέσον, που μεταχειρίζονταν οι γυναίκες, για να σαγηνέψουν τον ανδρικό κόσμο, ιδιαίτερα όταν η ικανοποίηση των προσωπικών τους επιθυμιών ήταν αβέβαια. Η Ήρα τραβούσε πάνω της την προσοχή με όμορφα ενδύματα κι αρωματικές αλοιφές. Ο Δίας έπρεπε να διαφλεγεί από έρωτα και να γίνει συγκαταβατικός. Σύμφωνα με το σχέδιο της Λυσιστράτης οι γυναίκες έπρεπε να εξωραϊσθούν και με τη βοήθεια διαφανών ενδυμάτων από την Κω να κάμουν τους άνδρες τους προσεκτικούς για κατακτήσεις πιο συμφέρουσες από εκείνες, που θα ήταν πιθανές κατά τις επικείμενες πολεμικές αναμετρήσεις τους.

… Τη γυναίκα, που αγαπάει τη λαμπρότητα και την πολυτέλεια, θα μπορούσε να την αποκτήσει για τον εαυτό του μόνο ένας εύπορος άνδρας. Για τον απλό άνδρα μια τέτοια γυναίκα σήμαινε οπωσδήποτε την καταστροφή. … Δεν είναι επομένως καθόλου τυχαίο ότι ο Ηρακλής στο τρίστρατο αντιμετώπισε την προσωποιημένη Κακία με μορφή μιας γυναίκας πλούσια στολισμένης και ντυμένης με ένα διαφανές ένδυμα.

[1] Αναστασία Πεκρίδου – Γκορέσκι, «η μόδα στην αρχαία Ελλάδα», μετάφραση: Δ.Γ. Γεωργοβασίλης, Μαριέλλα Φράιμτερ, σ. 140-142, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1993.
[2] ο σάραπις, -εως ή –ίος: λευκή περσική εσθήτα με ερυθρές ταινίες.
[3] η καλάσιρις, -ιος: θυσανωτός χιτώνας των Αιγυπτίων. Καλασίρεις κορινθιουργείς, δηλ. κατασκευασμένες στην Κόρινθο, φορούσαν οι Εφέσιοι.
[4] η ακταία: επίσημη περσική στολή.
[5] εννοείται η ηπειρωτική χώρα.