Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Κατοχικά

Ανθολογήματα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο[i]
Ο μεγάλος λιμός

Άρχισε ο χειμώνας του 1941. Άρχισε η τραγωδία.
Είναι μια απ’ τις πιο πικρές, τις πιο σπαρακτικές ώρες της Ελλάδας. Δεν βρίσκεται ψωμί, δεν βρίσκεται τροφή, δεν βρίσκεται κρέας για τους αρρώστους, δεν βρίσκεται γάλα για τα παιδιά. Όλα έχουν χαθή. Τα πιο πολλά τρόφιμα, απ’ όσα βγάζει ο τόπος, τα έχει δεσμεύσει, για να ζήση, ο στρατός της κατοχής ή για να τα στείλη στην Γερμανία. Το λίγο που βρίσκεται περνά από χέρι σε χέρι κρυφά, από ανθρώπους σκοτεινούς, εμπόρους της μαύρης αγοράς, σε τιμές δυσθεώρητες. Οι λίγοι που μπορούν να πληρώσουν τρώνε. Οι άλλοι, οι πολλοί, όλη η Ελλάδα βογκά από την πείνα. Στην πρωτεύουσα τα πράγματα είναι ακόμη πιο άγρια παρά στα χωριά. Στους δρόμους της πρωτεύουσας τριγυρνάνε όλη τη μέρα κοπάδια-κοπάδια γερόντοι, γυναίκες, παιδιά, λαβωμένοι του πολέμου με την ελπίδα να βρούνε κάτι, να αρπάξουν κάτι, να ζητιανέψουν κάτι, για να φάνε. Προπάντων οι τραυματίες του πολέμου και τα παιδιά είναι το πιο λυπητερό μέρος στις θεωρίες της πείνας.

Και ο χειμώνας έρχεται βαρύς πολύ, κάνει κρύο πολύ. Κάρβουνο δεν υπάρχει, πετρέλαιο δεν υπάρχει. Για να παλαίψουν τη βαρυχειμωνιά τα κοπάδια των πεινασμένων της Αθήνας ξεχύνονται στα βουνά που ζώνουν την Αθήνα. Γερόντοι, γυναίκες, παιδιά ξεκινάνε με τα πόδια, σέρνοντας χειροκίνητα καροτσάκια, σκαρφαλώνουν στα βουνά, ρίχνουν κάτω τα δέντρα.
Σε λίγο ο Υμηττός θα είναι σαν να πέρασε από πάνω του σίφουνας που έξυσε τα πάντα. Αλλά τί να κάμη ο Υμηττός σε μια ολάκερη πεινασμένη Αθήνα που τρέμει και τουρτουρίζει.

Τα πεινασμένα παιδιά, οι πεινασμένοι άνθρωποι είναι πια σαν σκελετοί. Βογκάνε και παρακαλάνε στους δρόμους. Αλλά ποιος να γυρίση να κοιτάξη το άλλον; Όσο πάει ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του, όλοι κλείνονται στον εαυτό τους. Ξύπνησαν τα ένστικτα, λύπη πια δεν υπάρχει για τον πλαϊνό, για κανένα. Στους δρόμους άρχισαν να πέφτουν λιποθυμισμένοι, ανίκανοι να ξανασηκωθούν και να βαδίσουν, οι πεινασμένοι της Αθήνας. Στην αρχή οι διαβάτες σκύβανε πάνω σ’ αυτούς που πέφταν, κοίταζαν να τους φέρουν λίγο νερό, να τους ξελιποθυμίσουν. Τους σέρναν στην άκρη του δρόμου, στο πεζοδρόμιο, τους άφηναν εκεί έρημους, αλλά στη ματιά τους υπήρχε συμπόνια. Σιγά-σιγά, όσο περνούσε ο καιρός, και αυτή η λίγη ανθρώπινη ζεστασιά χάθηκε. Όσοι πέφταν πέσαν. Έπεφτε η βροχή απάνω τους, τους τύλιγε η λάσπη του δρόμου, κανένας δεν στεκόταν να τους δώση χέρι να σηκωθούν. Τα κάρα της Δημαρχίας τους μαζεύαν και τους θάβαν σε κοινούς ανώνυμους τάφους.

Όλη η Ελλάδα βογκούσε από την πείνα και απ’ το κρύο, γονάτιζε. «Στείλτε μας ψωμί ή νεκροσέντουκα!» μηνούσαν στον Αρχιεπίσκοπο οι δεσποτάδες των νησιών.

[i] Ηλία Βενέζη, «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, οι χρόνοι της δουλείας», κ. ΙΔ΄, σ. 115-116, Εστία 1981