Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Τραγωδία

οι τρεις τραγικοί[1]

Περί την αρχήν του πολέμου[2], του γενομένου προ της πεντηκονταετούς ειρήνης μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, απέθανεν ο Αισχύλος, ο Αθηναίος δραματουργός Ποιητής, όστις έχει το αυ… δίκαιον να ονομάζηται κατ’ εξοχήν «τραγικός», … ως ο Όμηρος «ποιητής». Αυτός δεν εσυνέθεσε μεν πρώτος τραγωδίας, αλλ’ αυτός πρώτος προήγαγεν αυτό το είδος της ποιήσεως εις ευμέθοδον τάξιν. Επί των χρόνων του Σόλωνος, έκαμε μεν ο Θέσπις μεγάλην διόρθωσιν, εισαγαγών εις τον χορόν ένα πρόσωπον, το οποίον έλεγεν εκ στήθους την δυστυχίαν τινός λαμπρού ανδρός, εν ώ ο χορός ανεπάυετο, και ελάμβανεν αναψυχήν. αλλ’ ο Αισχύλος μετήλλαξε την άμαξαν του Θέσπιδος εις θέατρον, εισαγαγών πολλούς υποκριτάς, από τους οποίους καθείς ελάμβανε μέρος εις την παράστασιν τινός μεγάλου έργου, ενδεδυμένος αρμοδίως τω χαρακτήρι του[3]. Το ύφος του Αισχύλου είναι μεν πομπώδες, και ενίοτε υψηλόν, αλλά τραχύ, και ακατάλληλον. Εάν ήτον ολίγόν τι σαφέστερος, ήθελεν είναι μάλλον άξιος του χαρακτήρος υψηλός. Ο πρώτος σκοπός των δραμάτων αυτού είναι «τρόμος», εις το οποίον συνήργησεν αναμφιβόλως πολύ το τραχύ, και απολίτευτον ήθος του.

Ο Σοφοκλής κετέβαλεν, έτι νέος ων, τόσην επιμέλειαν εις το Τραγικόν είδος, ώστε η πρώτη αυτού Τραγωδία δεν ενομίσθη κατωτέρα των καλλίστων του Αισχύλου. Ούτοι οι δύο ήσαν μεγαλοπρεπέστατοι εις την τέχνην των. Αλλ’ ο Αισχύλος ην υψηλότερος. Τούτο δε το προτέρημα κατείχεν εν ισορροπίαν η αγχίνοια του δαιμονίου του Σοφοκλέους, και η υπερτέρα αυτού σαφήνεια, και ευγλωττία. Αυτός ήτον ευτυχέστερος του διδασκάλου του εις το διεγείρειν τα πάθη, μη ταράττων τόσον την καρδίαν με τρόμον, αλλά καταπραΰνων αυτήν διά της συμπαθείας, δι ό και εφημίζετο ως ο γλυκύτερος, και ευγενέστερος Ποιητής. Προς τούτοις, αυτός ευδοκίμησε περισσότερον του προκατόχου του εις τας περιπλοκάς των υποθέσεων, αίτινες, ως τεχνικότεραι, είλκυον μάλλον την προσοχήν των ακροατών. Αυτός αγωνισθείς, ήνωσε τον Χορόν μετά της λοιπής πράξεως, αποτελέσας εν ομοιομερές. Λέγουσιν, ότι ο μέγας έπαινος του τελευταίου δράματός του επέφερεν αυτώ τον θάνατον[4].

Ο Ευρυπίδης, ο αντίζηλος του Σοφοκλέους, δεν εσκόπει μεν προς τον μεγαλοπρέπη τόνον του Αισχύλου, ή του μεγάλου αντιζήλου του, αλλ’ ην γνωμικώ… και ηθικότερος, ή εκείνοι, και είχεν, ως εφαί[ν]ετο, μεγάλην έφεσιν να διδάσκη τους ανθρώπους, και να θαυμάζηται υπ’ αυτών. Η ευκρίνεια, και ευφράδεια, ην ο πρώτιστος αυτού σκοπός της συνθέσεως. Αυτός δεν είναι μεν τόσον τεχνικός, και μεγαλοπρεπής, όσον ο Σοφοκλής, αλλά πάλιν φυσικώτερος, και ωφελιμώτερος. Ημείς εδιηγήθημεν ανωτέρω εν συμβεβηκός, το οποίον έκαμε μεγάλην τιμήν εις τον Ποιητήν, δηλαδή πολλοί των εν Σικελία γενομένων δούλων Αθηναίων απέλαβον την ελευθερίαν, λέγοντες μόνον εκ στήθους μερικούς από των ωραίων αυτού στίχων.

[1] Ολιβιέρου Γολσμιθίου, «Ιστορία της Ελλάδος»,κ. ΙΑ΄, σ. 329-332, εν Βιέννη της Αουστρίας εν μηνί Οκτωβρίω 1805, βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού.
[2] Πελοποννησιακού πολέμου
[3] Πριν του Θέσπιδος οι Υποκριταί ετραγώδουν όπου ευρίσκοντο, Ούτος εφεύρε την άμαξαν, και εσκέπαζε το π΄ροσωπον των Υποκριτών με τρυγιαίς. Ο Αισχύλος μετέβαλε την άμαξαν του Θέσπιδος εις τακτικόν θέατρον, εύρε τα προσωπεία, και ενέδυσε τους Υποκριτάς το τραγικόν υπόδημα, τον Κόθερνον, Όρα Quintil. lib. 10. eap. 1 Hor. in art. poet.
[4] Κατ’ άλλους απέθανεν λέγων εκ στήθους την Αντιγόνην, μη δυνάμενος να αναλάβη την αναπνοήν του μεθ’ ένα σφοδρόν αγώνα του να προφέρη μίαν μακράν περίοδον. Απέθανε δε εννενηκοντούτης, των 4 έτει της 93 Ολυμπιάδος. Επί τον τάφον του ετέθη το σχήμα ενός πλήθους μελισσών.