Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

μεγάλες στιγμές

Ο σταυρός πέφτει[1]

Καμιά φορά η Ιστορία παίζει με τους αριθμούς. Γιατί χίλια χρόνια ακριβώς μετά την τρομερή λεηλασία της Ρώμης από τους Βανδάλους αρχίζει τώρα το κούρσεμα της Βασιλεύουσας. Φοβερός και τρομερός ο Μωάμεθ, ο νικητής, κρατάει το λόγο του. Μετά την πρώτη σφαγή, αφήνει τους πολεμιστές του να διαγουμίσουν τα πάντα, χωρίς διάκριση καμιά: σπίτια και παλάτια, εκκλησίες και μοναστήρια, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλα είναι λάφυρα. Σαν δαίμονες ξεχύνονται στους δρόμους χιλιάδες στρατιώτες, μεθυσμένοι απ’ το αίμα, να προλάβουν ν’ αρπάξουν όσο μπορούν περισσότερα. Το πρώτο κύμα ξεγυμνώνει τις εκκλησίες: εκεί αστράφτουν το χρυσάφι, τα δισκοπότηρα, τα πολύτιμα πετράδια. Ύστερα ορμούν στα σπίτια: σ’ όποιο μπαίνουν, καρφώνουν απέξω τα λάβαρά τους, για να ξέρουν οι επόμενοι ότι εδώ τας λάφυρα έχουν κιόλας περάσει στην κατοχή του κατακτητή. Και τα λάφυρα δεν είναι μονάχα τα χρυσαφικά, και τα βαρύτιμα υφάσματα, και τα φλουριά. Είναι κι οι γυναίκες, που θα πουληθούν στα σεράγια, είναι κι οι άντρες και τα παιδιά, που θα πάρουν το δρόμο για τα σκλαβοπάζαρα. Με τους βούρδουλες διώχνουν όσους δύστυχους έχουν γυρέψει άσυλο στις εκκλησίες, σκοτώνουν τους γέρους – άχρηστα στόματα κι εμπόρευμα αζήτητο –, δένουν τους νέους κοπάδια, σαν τα ζώα, τους παίρνουν μαζί τους. Και μαζί με τη λεηλασία ξεσπάει και η άσκοπη, η παράλογη καταστροφή. Ό,τι είχε μείνει απείραχτο απ’ τους Σταυροφόρους [που λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη με τον ίδιο, ίσως και τρομερότερο, τρόπο] συντρίβεται τώρα απ’ τους μανιασμένους νικητές. Πολύτιμα κειμήλια και έργα τέχνης γίνονται στάχτη και θρύψαλα, παμπάλαια εικονίσματα γίνονται κομμάτια, υπέροχα αγάλματα γκρεμίζονται και σπάνε. Βιβλία, που έκρυβαν μέσα τους τη σοφία αιώνων, τον αθάνατο πλούτο της αρχαίας ελληνικής σκέψης και ποίησης, για να τον παραδώσουν στις μελλοντικές γενιές, καίγονται τώρα ή καταστρέφονται με αδιαφορία. Ποτέ δεν θα μπορέσει η ανθρωπότητα να υπολογίσει το μέγεθος της καταστροφής που ξεκίνησε την μοιραία εκείνη στιγμή απ’ την ανοιχτή Κερκόπορτα. Ποτέ δεν θα μπορέσει να λογαριάσει με ακρίβεια όσα έχασε το ανθρώπινο πνεύμα στις λεηλασίες της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης.

Το απόγευμα της αποφράδας εκείνης ημέρας, όταν οι σφαγές έχουν πια τελειώσει, μπαίνει ο Μωάμεθ στην κατακτημένη Πόλη. Περήφανος και σοβαρός,, προσπερνά καβάλα στο άλογό του τις άγριες σκηνές της βάναυσης λεηλασίας, χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει. Πιστός στο λόγο που είχε δώσει, δεν θέλει να ενοχλήσει στο αποτρόπαιο έργο τους, τούς στρατιώτες που πήραν για λογαριασμό του την Βασιλεύουσα. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν νοιάζεται για τα λάφυρα, γιατί απ’ όλα τα λάφυρα έχει ήδη το σπουδαιότερο. Αγέρωχος καλπάζει ως τη μεγάλη εκκλησία, το αστραφτερό στέμμα του Βυζαντίου. Πάνω από πενήντα μέρες κοίταζε με λαχτάρα απ’ το αντίσκηνό του τους χρυσούς άφθαστους τρούλους της Αγίας Σοφίας. Τώρα μπορεί πια να διαβεί το κατώφλι της νικητής. Αλλά για μια ακόμα φορά χαλιναγωγεί ο Μωάμεθ την ανυπομονησία του: πρώτα θα ευχαριστήσει τον Αλλάχ, πριν του αφιερώσει μια για πάντα τούτο το ναό. Ταπεινά πεζεύει ο σουλτάνος και σκύβει το κεφάλι του στη γη, για να προσευχηθεί. Ύστερα παίρνει μια χούφτα χώμα και το ρίχνει στο κεφάλι του, για να θυμηθεί πως είναι κι αυτός θνητός και να μην βουλιάζει στην άβυσσο της αλαζονείας για τον θρίαμβό του. Και ύστερα αφού πρώτα έδειξε στον θεό την ταπεινότητά του, σηκώνεται ο σουλτάνος, και ο πρώτος πιστός του Αλλάχ μπαίνει στη βασιλική του Ιουστινιανού, στο ναό της Σοφίας του Θεού, στην Αγία Σοφία.

Περίεργος και αναστατωμένος κοιτάζει ο σουλτάνος την υπέροχη εκκλησία, τους ψηλούς θόλους, τις μισοσκότεινες ανταύγειες των ψηφιδωτών και των μαρμάρων, τα καλογραμμένα τόξα, που αναδύονται απ’ το σκοτάδι για να φτάσουν ψηλά στο φως. Το νιώθει: τούτο το ανάκτορο της προσευχής δεν ανήκει στον ίδιο, αλλά στον Θεό του. Καλεί αμέσως τον ιμάμη, που ανεβαίνει στον άμβωνα και διαλαλεί από κει το σύμβολο της οθωμανικής θρησκείας. Και ο πατισάχ, με το πρόσωπο στραμμένο στη Μέκκα, ανοίγει το στόμα του και προσεύχεται στον Αλλάχ, τον κυρίαρχο των κόσμων, μέσα απ’ αυτόν τον ναό της χριστιανοσύνης. Την άλλη μέρα οι εργάτες πιάνουν κιόλας δουλειά: πρέπει ν’ απομακρύνουν όλα τα σύμβολα, όλα τα σημάδια της χριστιανικής πίστης, μέσα απ’ την εκκλησία. Ρίχνουν τα σκαλιστά τέμπλα, ασβεστώνουν τα ευλαβικά ψηφιδωτά, κι ο σταυρός της Αγίας Σοφίας, που χίλια χρόνια τώρα άπλωνε τα μπράτσα του για ν’ αγκαλιάσει όλους τους πονεμένους της γης, πέφτει, γκρεμίζεται κατάχαμα, μ’ έναν υπόκωφο, τρομερό γδούπο.

[1] Στέφαν Τβσάιχ, «οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας», 2, σ. 62-64, εκδόσεις Πατάκη.