Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Λογοτεχνία

ο Αδάμ[1]

Είχε βρεθεί στους γάμους της μάνας στην Αλεξάντρεια κι είχε θαυμάσει το δώρο του γαμπρού, που με κάτι τέτοια γύρευε να ξελογιάσει τη γιαγιά για να τον αφήσει να πάρει την κόρη της στην Ελλάδα. Στους γάμους ήταν κι η δική της Αμαλίτσα, κορίτσι πράμα, την άφησε μάλιστα κάπου τέσσερα χρόνια της γιαγιάς, μπας και ξεχάσει κείνο το δαίμονα τον Αδάμ. Μα δε βαριέσαι … Στον Ευρωπαϊκό πόλεμο, αυτός παιδί μου βρήκε τρόπο και ξέφυγε από τα χέρια των Τούρκω στο Χομς κι ύστερα με βάρκα από το Μπερούτι πέρασε στην Κύπρο κι από κει στο Πόρτο Σάιτ και μια μέρα τον πήρε το μάτι της Λιλίκας που τριγύριζε σαν κλέφτης πίσω απ’ τις φραγκοσυκιές. «- Μωρή, λέει της συχωρεμένης, αυτός εκεί με τη χρυσή καδένα δεν είναι ο Αδάμ ; - Δεν ξέρω να σας πω, καλέ νονά. Μακάρι να ήταν». Εχ, το γραφτό, παιδί μου …

Τώρα που άκουα, την ανακαλούσα τούτη την ιστορία μέσα από το πούσι των παιδικών μου χρόνων, χινόπωρο ήταν, στην Κηφισιά, και ψιλόβρεχε ολημέρα πάνω στους σωρούς τα ξερά φύλλα και κάποιος την έλεγε (η γιαγιά, η μάνα ;) κι όλα είχαν μια λάμψη γλυκειά και μελαγχολική. Αυτός ο μεγάλος έρωτας που δε φοβήθηκε θάνατο, κιντύνους, πόλεμο, τρικυμίες, μόνο βαστούσε και βαστούσε η χρυσή καδένα και το ρολόι, κι ο Αδάμ να τριγυρίζει … Γινόταν ένα μυθικό πρόσωπο, όλος ο ηρωισμός και η αφοσίωση και η πίστη … Και τώρα, εδώ, άκουα την άλλη έκδοση. Η Αμαλίτσα πέθανε μισοπαράλυτη, αποβλακωμένη, τα σάλια της τρέχαν σαν του μωρού, μόνο τα μάτια καίγαν από μιαν αξεδίψαστη λαγνεία … «Της έδινε ματζούνια, έπαιρνε κι αυτός, την ξεπάτωσε … Μη θαρρείς, του είπα, ξέρω πώς ξαμυάλισες την Αρμένισά σου, τη χοντροκώλα. Θα πάω στον πατριάρχη να τα ξομολογηθώ, θα σε κάνω ρεζίλι στα Γεροσόλημα». Ο γέρος μιλούσε και πνιγόταν από το θυμό.

- Κατάλαβες, μου λέει, γιατί έχουν μια παροιμία οι Άραβες : Μη δίνεις πίστη στο χατζή ; Ο κόσμος άκουε πράματα και θάματα για τους Άγιους Τόπους, όπως εσύ για τον Αδάμ, κι όταν ερχόντουσαν, η γη τούτη τους φανέρωνε τη γυμνή αλήθεια.

Έτσι, τυλιγμένο μέσα σε μια λάμψη, είχα φανταστεί και τ’ Ανθρωπάκι, από τις διηγήσεις στα χρόνια του Μεταξά και στον ισπανικό. Και να ποιος ήταν, ένας Αδάμ ! Η γη Χαναάν τον ξεσκέπαζε.

[1] από την «Λέσχη» του Στρατή Τσίρκα, εκδόσεις Κέδρος