Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

από την ιστορία των βαλκανικών λαών

Οι Βούλγαροι συναντούν τους Έλληνες[1]

Η πρόσκαιρος ανάπαυλα, ην η αυτοκρατορία εξησφάλισεν εις την Ανατολήν[2], διεταράχθη απροσδοκήτως με την εμφάνισιν εις το βορειοανατολικόν ευρωπαϊκόν σύνορον του νέου πολεμικού λαού, του βουλγαρικού.

Ο Θεοφάνης, σύγχρονος των επικών αγώνων του βυζαντινού κράτους κατά του αλλοδόξου τότε γείτονός του, εθεώρησε χρήσιμον να προτάξη βραχείαν άναδρομήν[3] είς τά συμβάντα, τά προηγηθέντα της Ιδρύσεως βουλ­γάρικου κράτους εγγύς του Δουνάβεως. Ή αφήγησις, βασιζόμενη κατά πάσαν πιθανότητα εις αρχαιοτέραν έκθεσιν προσώπου γνωρίζοντος τα πράγματα και την περιοχήν, αποτελεί βασικήν πηγήν της παλαιοτέρας Ιστορίας των Βουλγάρων. Πρόκειται περί λαού ασιατικού, ουννικού ή τουρκικού, εγκατεστημένου κατά την αρχήν του ιστορικού του βίου (τελευταίον τέταρτον του Ε' αιώνος), ομού μετ’ άλλων ομοφύλων (Ογούρων, Κοτράγων) εις την βορείως της Μαιώτιδος λίμνης περιοχήν. Η αρχαιότερα μνεία των απαντά εις τον Ιωάννην Αντιοχέα (απ. αρ. 95). Ο αυτοκράτωρ Ζήνων εζήτησε τας υπηρεσίας των κατά της ξυνωρίδος των Οστρογότθων αρχηγών Θεοδωρίχου Στράβωνος και Θεοδωρίχου του Αμαλού. Σποραδικοί επιδρομαί των λήγοντος του Ε' αιώνος κατέληγον μέχρι των παραμεθορίων εδαφών του Βυζαντίου. Υπό του Ιου-στινιανού Α' εγκατεστάθησαν Βούλγαροι αιχμάλωτοι εις Λαζικήν και Αρμενίαν και κατετάγησαν εις τον βυζαντινόν στρατόν. Υποτελείς των Αβάρων, κατ’ επανάληψιν έλαβον μέρος εις τας στρατιωτικάς των επι­χειρήσεις του Ε' και των αρχών του Ζ' αιώνος. Ο κλονισμός της αβαρικής ισχύος εχάρισεν εις τους περί την Μαιώτιν λίμνην λαούς την ανεξαρτησίαν.
Μεταξύ αυτών ήσαν και οι Βούλγαροι, των οποίων ο αρχηγός Κόβρατ ίδρυσεν εκεί ονογουρικόν-βουλγαρικόν κράτος, φερόμενον εις τάς πηγάς υπό το όνομα Μεγάλη Βουλγαρία. Ο Κόβρατ, ανατεθραμμένος εις την βυζαντινήν αυλήν, συνεμάχησε μετά του αυτοκράτορος Ηρακλείου και ετιμήθη με τον υψηλόν τίτλον του πατρικίου. Αλλ' επί Κώνσταντος Β' ή Μεγάλη Βουλγαρία διεσπάσθη υπό την πίεσιν του μεγάλου έθνους των Χαζάρων, λαού επίσης τουρκικού, όστις εστράφη δυτικώτερον και εδέσποσε πάσης της περατικής γης μέχρι τής Ποντικής θαλάσσης, ενθα εξετείνετο μέχρι τότε ή Μεγάλη Βουλγαρία.

Οι πέντε υιοί τού εν τω μεταξύ θανόντος Κοβράτου, επί κεφαλής τμή­ματος ομοφύλων των ανεζήτησαν έκαστος ιδίαν τύχην. Κατά την παράδοσιν, τής διασπάσεως προηγήθη η διχοστασία των πέντε αδελφών. Μόνος ο πρεσβύτερος διέμεινεν εν τη προγονική αυτού γη μέχρι της δεύρο, γε­νόμενος φόρου υποτελής εις τούς Χαζάρους μέχρι τον νυν. Οι λοιποί τέσ­σαρες ηκολούθησαν την οδόν προς την Δύσιν[4].

Ο τρίτος αδελφός, ονόματι Ασπαρούχ, ηγούμενος ομάδος ομοεθνών, διέβη εις τα εβδομηκοστά έτη του Ζ' αιώνος τους ποταμούς Δάναπριν (=Δνείπερον) και Δάναστριν (=Δνείστερον) και κατέφυγεν εις πλησιόχωρον των εκβολών του Δουνάβεως τόπον, Όγλον καλούμενον, ασφαλή και δυσμάχητον[5]. Τό τελματώδες του τόπου και οι εις ευρυτέραν ακτίνα σχηματίζοντες είδος κλοιού ποταμοί πολλήν τω έθνει, τεταπεινωμένω δια τον μερισμόν, την εκ των πολεμίων παρείχεν άνεσιν. Στηριζόμενοι εις το δύσβατον του τελματώδους εδάφους οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ ήρχισαν επιδρομάς εις την νοτίως των εκβολών του Δουνάβεως περιοχήν, γεγονός το όποιον έθεσεν εις κίνησιν την βυζαντινήν πολεμικήν μηχανήν.

Το βυζαντινόν σχέδιον προέβλεπε συνδεδυασμένην στρατιωτικήν επιχείρησιν από ξηράς και θαλάσσης και μάλιστα με σημαντικές δυνάμεις, αφού ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Δ' κελεύει περάσαι πάντα τα θέματα εν τη Θράκη, ήτοι διέταξεν όπως συγκεντρωθούν εις την Θράκην στρα­τιωτικαί μονάδες εκ Μικρας Ασίας. Ισχυρός βυζαντινός στόλος κατέπλευσεν εις τάς εγγύς των επιχειρήσεων ακτάς του Ευξείνου Πόντου διά να υποστήριξη τα στρατεύματα τής ξηράς, άτινα είχον λάβει θέσεις με­ταξύ του Όγλου και του Δουνάβεως. Οι Βούλγαροι, μη δυνάμενοι να αντι­μετωπίσουν τακτικόν στρατόν και δη πολυάριθμον, απέφυγον την μάχην και κατέφυγον εις την τελματώδη περιοχήν, όπου, ως φαίνεται, είχον κατα­σκευάσει πρόχειρον οχύρωσιν. 'Αλλ’ υπ’ αυτάς τας συνθήκας ο βυζαντινός στρατός και μάλιστα το ιππικόν δεν ηδύνατο να αναλάβη σοβαράν επιθετικήν πρωτοβουλίαν. Ο Κωνσταντίνος Δ' μετά ολιγοήμερον αναμονήν ανεχώρησεν εις την παραθαλασσίαν Μεσημβρίαν προς λουτροθεραπείαν, κατά την επίσημον εκδοχήν, αφού έδωκεν ακριβείς οδηγίας εις το επιτελείον του περί του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου. Αι διαδόσεις όμως μετέβαλον την βασιλικήν αναχώρησιν εις φυγήν με αποτέλεσμα να προ­κληθή πανικός εις το στράτευμα, όπερ εγκατέλειψε τάς θέσεις του, μηδε­νός διώκοντος.

Οι Βούλγαροι ανεθάρρησαν, επετέθησαν και προεκάλεσαν σοβαράς απωλείας εις τον αντίπαλον, ον κατεδίωξαν μέχρι του Δανονβίου και τού­τον περάσαντες και ελθόντες επί την λεγομένην Βάρναν πλησίον Οδύσσου και τον εκείσε μεσογαίου, τόν τόπον εωρακότες εν πολλή ασφάλεια διακείμενον. Η περιοχή προσεφέρετο δι’ εγκατάστασιν, διότι παρείχε πρά­γματι ασφάλειαν με τον Δούναβιν από Βορρά, τον Εύξεινον Πόντον από Ανατολών, τάς κλεισούρας του Αίμου από Δυσμών και Νότου. Οι Βούλγαροι υπεχρέωσαν εις υποταγήν τα γειτονικά σλαβικά φύλα - τους Σε-βέρεις και τάς καλουμένας επτά γενεάς, περί ων κατωτέρω - και πολυαρι-θμότεροι πλέον εγαυρίασαν και ήρξαντο τα υπό την Ρωμαϊκήν πολιτείανόντα κάστρα τε και χωρία επιρρίπτειν και αίχμαλωτίζειν (680).

[1] Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, «Βυζαντινή Ιστορία», Β΄1, κ. Ε΄, σ. 67-70, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.
[2] Εννοούνται οι Αραβοβυζαντινές αγώνες στο Συριακό μέτωπο
[3] Θεοφ.σ.356: Αναγκαίον δε ειπείν και περί της αρχαιότητος των Ουννογουνδούρων Βουλγάρων και Κοτράγων.
[4] Ο δεύτερος, ονόματι Κότραγος, διέβη τόν Τάναϊν, σημερινών Δον, και εγκατεστάθη πέραν τής δυτικής τούτου όχθης. Οι δύο τελευταίοι αδελφοί διέβησαν τον Δούναβιν και ο μεν παρέμεινεν εις Παννονίαν, υποτελής των Αβάρων, ο δε κατήλθε μέχρι της ραβεννατικής Πενταπόλεως, ααγνωρίσας τη βυζαντινήν κυριαρχίαν.
[5] Ν. Banescu: Όγλος - Oglù: Le premier habitat de la horde d'Asparuch dans la région du Danube εν Byzantion τ. 28 (1958) σ. 433-440.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Ιστορία

Στον δρόμο για την Ευρώπη – η εποχή των Αράβων[1]
[η σύγκρουση των δύο κόσμων]
Μωαβία

Με την προσέγγισιν εις τας μεσογειακάς ακτάς ανέκυψε διά τον Άραβα της ερήμου νέον πρόβλημα: η χρησιμοποίησις του υγρού στοιχείου διά την κάρπωσιν οικονομικών ωφελημάτων και την διεκδίκησιν της ναυτικής κυριαρχίας εις την Μεσόγειον. Όθεν ετίθετο θέμα συγκροτήσεως ισχυράς ναυτικής δυνάμεως. Εις τον Μωαβιά ανήκει η τιμή ότι πρώτος αντελήφθη την σημασίαν του ναυτικού διά την πολεμικήν αναμέτρησιν με το Βυζάντιον. Αι αραβικαί βλέψεις επί της παγκοσμίου κυριαρχίας δεν ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθούν, εφ’ όσον η αυτοκρατορία εδέσποζε των θαλασσών και παρέμενεν απροσπέλαστον το μικρασιατικόν της προπύργιον. Όθεν προείχε η κατασκευή πολεμικού στόλου. Η παλαιοτάτη ναυτική παράδοσις της περιοχής, ης διοικητής εγένετο ο Μωαβιά, απετέλεσε το υπόβαθρον της αραβικής ναυτικής δυνάμεως τόσον διά την ναυπήγησιν, όσον και την επάνδρωσιν των πλοίων. Η ξυλεία του Λιβάνου ήτο ονομαστή και οι κάτοικοι των συρικών παραλίων από της εποχής των Φοινίκων ήσαν περιώνυμοι ναυτικοί.

Το δεσπόζον της νοτίου Μικράς Ασίας ορεινόν συγκρότημα του Ταύρου – Αντιταύρου έφραζε την δίοδον από της Συρίας εις τα μικρασιατικά υψίπεδα εις τρόπον, ώστε διά των στενών Κιλικίων πυλών οι Άραβες μόνον ως επιδρομείς ήτο δυνατόν να κινηθούν και ουχί ως στρατός διά μεγάλας επιχειρήσεις. Βεβαίως η νοτίως του Ταύρου χώρα και μάλιστα η Κιλικία εγένετο συνεχής πολεμικός στόχος, η δε σειρά των οχυρών θέσεων από της εγγύς της θάλασσας Ταρσού μέχρι της παρά τον Άνω Ευφράτην Μελιτηνής προωρίζετο να καλύψη την συνοριακήν άμυναν.

Ο Μωαβιά, ευρισκόμενος ακριβώς εις το ευαίσθητον βυζαντινοσυρικόν σύνορον, αντελήφθη λίαν ενωρίς ότι αι δυνατότητες στρατιωτικής προελάσεως διά με΄σου του ορεινού τούτου όγκου ήταν πενιχραί και έστρεψε τας προσπαθείας του εις την από θαλάσσης προσπέλασιν εις την καρδίαν της αυτοκρατορίας. Η ταχεία συγκρότησις αξιόμαχου πολεμικού στόλου και η μεθοδική επιλογή των ναυτικών βάσεων (πλησιόχωροι των μικρασιατικών παραλίων νήσοι) δεικνύουν τον προικισμένον με οργανωτικάς ικανότητας στρατιωτικόν ηγέτην.

Πρώτος στόχος του υπήρξεν η μεγαλόνησος Κύπρος με την μοναδικήν γεωγραφικήν θέσιν έναντι των υπό των Αράβων κατεχομένων συρικών ακτών και των βυζαντινών μικρασιατικών παραλίων. Τω 649, ηγούμενος ισχυρού στόλου, ο Μωαβιά κατέλαβεν την πρωτεύουσαν Κωνσταντίαν, ελεηλάτησε την νήσον και επολιόρκησεν ανεπιτυχώς τον Κάστελλον, οχυράν πολίχνην της εγγύς της συρικής ακτής νησίδος Αράδου, απέυφυγεν όμως να ναυμαχήση με τον εναντίον του σταλέντα βυζαντινόν στόλον. Εμεσολάβησε διετής ανακωχή, της οποίας επωφελήθη ο άραψ αρχηγός, όπως ανανεώση τας δυνάμεις του και καταλάβη την Ρόδον (654). Με το γεγονός τούτο συνδέεται η καταστροφή του Κολοσσού της Ρόδου, χαλκού αγάλματος του Ηλίου, μεταξύ των επτά θαυμάτων του κόσμου καταλεγομένου, το οποίον ηγόρασε και διέλυσεν Εδεσσηνός Εβραίος έμπορος, χρησιμοποιήσας διά την μεταφοράν του μετάλλου εννεακοσίας καμήλους.

Ο Μωαβιά εχρησιμοποίησε τον διοικητικόν μηχανισμόν των υπ’ αυτού εξουσιαζομένων, πρώην βυζαντινών, επαρχιών και διετήρησεν εις τας θέσεις των του βυζαντινούς υπαλλήλους, δεδομένου ότι οι μουσουλμάνοι υπήκοοί του δεν είχον εισέτι την κατάλληλον παίδευσιν, όπως ανταποκριθούν εις τας ανάγκας της διοικήσεως. Η ελληνική εξηκολούθει να είναι η επίσημος γλώσσα του κράτους εις τρόπν, ώστε νεώτερος ερευνητής ομιλεί περί της νεοβυζαντινής αυτοκρατορίας των Ομεϋαδών[2].

Πολιτικόν κέντρον της νέας δυναστείας εγένετο η Δαμασκός, κύριον στήριγμα οι μεσογειακοί πληθυσμοί με την ανεπτυγμένην οικονομίαν και πολιτισμικόν υπόβαθρον το διαμορφωθέν εις την παλαιοτάτην κοιτίδα πολιτισμών Συρία – Παλαιστίνην.

Με την σταθεροποίησιν του Μωαβιά εις την εξουσίαν, οι Άραβες επανέλαβον τας καταστρεπτικάς επιδρομάς των εις τα μικρασιατικά εδάφη και δεν ήργησαν να αποδυθούν εις την κατάκτησιν της βορείου Αφρικής.

Η ιστορική Καρχηδών περιήλθεν εις τους Άραβας των 695, ανεκ΄τηθη υπό των Βυζαντινών και απωλέσθη οριστικώς τω 698, ενώ η αντίστασις των ιθαγενών φυλών εξεδηλούτο εντονωτέρα. Αλλ’ η πορεία προς τον Ωκεανόν θα συνεχισθή με νέαν ορμήν, την οποίαν ούτε το θαλάσσιον Στενόν των Ηρακλείων στηλών θα αναχαιτίση. Το τελευταίον βυζαντινόν οχυρόν επί του ακραίου σημείου της αφρικανικής ηπείρου το Σέπτον, σημερινή Θέουτα (Ceuta), περιήλθε εις τους Άραβας το 709. Ο δρόμος της Ευρώπης ήτο πλέον ανοικτός εις τα μουσουλμανικά στρατεύματα.


[1] Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, μέρος 2ον, κ.4ον, σ. 50 επ., εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.
[2] G. Wiet: L’ empire neo-byzantin des Ommeyades et l’ empire neo-sassanide des Abbassides, Cahiers d’ histoire mondiale, τ. 1 (1953), σ. 63 επ.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

περί του κράτους

Η Φιλοσοφική Αντίληψη για το Κράτος[i]

Από τον καιρό που ο Πλάτων αρνήθηκε ότι υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου, οι άνθρωποι ζητήσανε να δικαιώσουνε το κράτος με την αιτιολογία ότι προασπίζει υψηλούς σκοπούς. Πράγματι, το ανθρώπινο μυαλό επαναστατεί στην εκδοχή ότι η καταναγκαστική δύναμη δικαιώνεται, ανεξάρτητα από τους σκοπούς που επιδιώκει. Εμείς ισχυριζόμαστε, όπως και ο Αριστοτέλης, ότι το κράτος υπάρχει για να πραγματώνει το «ευ ζειν». Εμείς επιμένουμε, όπως και ο Χομπς, ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός, χωρίς την ασφάλεια που παρέχει το κράτος, με τη δύναμη που διαθέτει πάνω στη ζωή και στο θάνατο. Εμείς συμφωνούμε με τον Λοκ, ότι μόνο ένα κοινό όργανο με την εξουσία να νομοθετεί και με τις αρμοδιότητες του οποίου συναινούν όλοι οι άνθρωποι, μπορεί να μας εξασφαλίσει δικαιώματα πάνω στη ζωή, στην ελευθερία και στην περιουσία, χωρίς την ειρηνική απόλαυση των οποίων, είμαστε καταδικασμένοι σε άθλια ζωή. Ο Ρουσσώ κατάφερε να βρει ορισμένες συνθήκες κρατικής οργάνωσης, με τις οποίες, όταν οι άνθρωποι υπακούουν στους νόμους, μπορούν να είναι πιο ελεύθεροι απ' όσο στην προαστική κοινωνία. «Το κράτος», έγραψε ο Χέγγελ σε μια περίφημη φράση1, «είναι η Θεία Ιδέα στη γήινη μορφή-της» και ισχυρίζεται ότι όλη η αξία της ανθρώπινης ύπαρξης πηγάζει από το βάπτισμά-της στις κρατικές δραστηριότητες.

Ελάχιστοι θεσμοί έχουν ακούσει λαμπρότερους πανηγυρικούς από το κράτος• και αξίζει τον κόπο να καταλάβουμε το γιατί. Σπάνια θα ακούσεις πανηγυρικό για ένα σημερινό κράτος• αν και υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο πανηγυριστής θεωρεί ότι το ιδανικό-του είναι ενσωματωμένο σε κάποια σημερνή κοινωνία. Συχνότερα θα συναντήσεις την υπεράσπιση ενός συνόλου σκοπών, τους οποίους ο στοχαστής θεωρεί κάλους, και φαντάζεται ότι πραγματώνονται μόνο μέσα στην ιδιαίτερη μορφή συνομάδωσης, την οποία ονομάζουμε κράτος. Στην ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας, οι σκοποί αυτοί έχουν τελείως σταθερό χαρακτήρα. Κατά κανόνα ερευνούν τις συνθήκες, με τις οποίες τα άτομα, άντρες και γυναίκες, μπορούν να ολοκληρώσουν τον εαυτό-τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με τους σκοπούς αυτούς αναγνωρίζεται το γεγονός ότι, επειδή τα άτομα έχουν διαφορετικούς τρόπους για να ικανοποιήσουν αντιμαχόμενες επιθυμίες, η κοινωνία χρειάζεται ένα κοινό όργανο, το οποίο να προσδιορίζει τους όρους, με τους οποίους μπορούν να επιδιώκονται νόμιμα οι ανθρώπινες επιδιώξεις. Οι απόψεις για τη μορφή που θα έπρεπε να πάρει το όργανο αυτό διαφέρουν πάρα πολύ. Οι βασικές αρχές, με τις οποίες θα έπρεπε να λειτουργεί, το βεληνεκές της εξουσίας του — είναι ζητήματα, για τα οποία δεν έχει επιτευχθεί καμία ομοφωνία. Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε τον αναρχικό φιλόσοφο (και είναι περίεργο που τούτος συναντιέται τόσο σπάνια στην πολιτική φιλοσοφία!), όλοι συμφωνούν ότι χρειάζεται μια καταναγκαστική κοινωνική εξουσία, που να προσδιορίζει τους κανόνες της θεμιτής κοινωνικής συμπεριφοράς. Έχοντας υπόψη την ανθρώπινη φύση, σε αντίθετη περίπτωση, θα είχαμε ένα χάος από ατομικές αποφάσεις, οι οποίες θα απέθαιναν μοιραίες για τον καθιερωμένο τρόπο ζωής. Κράτος σημαίνει ασφάλεια• και η ασφάλεια είναι η αναγκαία προϋπόθεση, με την οποία μπορούν να επιτευχθούν ειρηνικά οι απολαύσεις που επιδιώκουν οι άνθρωποι.

Από τη στιγμή όμως που θα ισχυριστείς ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από μια καταναγκαστική εξουσία, στην οποία να υποτάσσονται όλοι, έχεις βάλει το πρόβλημα, χωρίς συνάμα να το λύνεις. Οι άνθρωποι δεν υπακούουν στην εξουσία αυτή για χάρη της υπακοής. Αλλά για τους σκοπούς που πιστεύουν ότι εκπληρώνουν οι λειτουργίες-της. Υποτάσσονται στις προσταγές για τα αποτελέσματα που πιστεύουν ότι θα έχουν αυτές. Διερευνούν τις προσταγές, σύμφωνα με τις επιδιώξεις-τους, και, από καιρό σε καιρό, τις απορρίπτουν, γιατί οι προσταγές αρνούνται τις επιδιώξεις-τους. Με άλλα λόγια, η υπακοή είναι φυσική ανθρώπινη συνήθεια• αλλά συνεχώς επανέρχονται εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου οι άνθρωποι αποφασίζουν με οδύνη να μην υπακούσουν, και υπερασπίζουν με τη βία την απόφαση-τους αυτή.

Οι εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις μας φανερώνουν ότι οι άνθρωποι δεν υπακούουν στο κράτος μόνο επειδή διατάζονται, αλλά και επειδή έχουν γνώμη για εκείνα τα οποία θεωρούν ότι πρέπει να εκπληρώνουν οι προσταγές του κράτους. Στην πραγματικότητα κρίνουν το κράτος σύμφωνα με τις ικανοποιήσεις που πιστεύουν ότι οφείλει να τους παράσχει. Αναμφίβολα οι κρίσεις-τους ποικίλλουν ανάλογα με τον τόπο και με τον χρόνο. Οι προσδοκίες, που θεωρούν θεμιτές, και τα αιτήματα μιας ορισμένης κοινωνίας σε ορισμένο χρόνο είναι διαφορετικά από τα αιτήματα μιας άλλης κοινωνίας σε διαφορετικό χρόνο. Όμως το καθαρό συμπέρασμα είναι ότι πάντα η εξάσκηση καταναγκαστικής εξουσίας σε μια κοινωνία γίνεται με όρους. Οφείλει να λειτουργεί με κανόνες. Οφείλει να εκπληρώνει τους σκοπούς εκείνους, που οι πολίτες, οι οποίοι ζουν υπό την δικαιοδοσία της. θεωρούν ότι είναι θεμελειώδεις. Άρα κάθε έρευνα για τη φύση του κράτους οφείλει να έχει σα στόχο τουλάχιστο τόσο τους εκπληρωμένους σκοπούς της εξουσίας, όσο και τις εξαγγελμένες προθέσεις, με τις οποίες δικαιώνεται στη θεωρία. Για τους πολίτες το κρότος είναι οι συγκεκριμένες πράξεις-του δεν δικαιώνεται από μόνο το γεγονός ότι είναι κράτος. Αλλά εξασφαλίζει τη συναίνεση στις ενέργειές του, ανάλογα με την κρίση που σχηματίζουν οι πολίτες για τις επιπτώσεις των ενεργειών του. Οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τον φιλοσοφικό σκοπό της έννοιας «κράτος», αλλά για τις επιπτώσεις των πρακτικών λειτουργιών-του. αφού αυτές αντιμετωπίζουν στην καθημερινή ζωή.

Ο φιλόσοφος μπορεί, όπως ο Μπερκ. να θεωρεί το κράτος σα σύμπραξη σε κάθε αρετή και τελειότητα• ο κοινός άνθρωπος το θεωρεί σαν ένα τρόπο διακυβέρνησης, ο οποίος ικανοποιεί τις προσδοκίες-του για θεμιτές απολαύσεις. Δηλαδή, ο φιλόσοφος ικανοποιείται κυρίως με την κατασκευή μιας ιδανικής μορφής για το κράτος και με τη μεταφορά των συνεπειών της κατασκευής στην πρακτική εμπειρία των κρατών. Η ιδανική τούτη μορφή πηγάζει κυρίως από την προσωπική αντίληψη του φιλοσόφου για το τι είναι επιθυμητό, βγαλμένο από την προσωπική-του εμπειρία• εξωτερικεύει την αυτοβιογραφία-του σε ρεαλιστικό πρόγραμμα και κριτήριο. Η θεωρία του Χομπς για το κράτος, κατά βάθος, είναι στηριγμένη στο αξίωμα — που δικαιολογείται για εποχή εμφυλίου πολέμου — ότι η τάξη καθαυτή είναι το ύψιστο αγαθό, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις. Ο Χέγγελ θεωρεί ότι το αξίωμά-του, πως η προσωπικότητα του κράτους είναι ατελής, αν δεν έχει κληρονομικό μονάρχη, έχει πολύ μικρότερη παγκόσμια αξία, απ' όση η γενική συμφωνία προς την προσωπική-του προτίμηση για το βασίλειο της Πρωσίας, το οποίο και θεωρεί σαν την ύψιστη μορφή που μπορεί να περιβληθεί ένα κράτος. Αν δεν δεχτούμε την άποψη του Μπόζανκετ, ότι «η λέξη είναι πολύ συνοπτική διατύπωση της έννοιας κράτος»• αν δεν δεχτούμε ότι ο θεωρητικός σκοπός μπορεί πάντοτε να μεταφέρεται στη ζωντανή πράξη• αν δεν δεχτούμε ότι οι αποτυχίες δεν πρέπει ν' αποδίδονται στο ίδιο το κράτος, αλλά σε μη κρατικές αιτίες, τις οποίες το κράτος προσπαθεί να εξαλείψει- — τότε είναι φανερό ότι η θεωρία για το κράτος οφείλει να είναι μια μέθοδος για την αποτίμηση των κρατικών επιτευγμάτων στην πράξη, δηλαδή μάλλον ένας μετρικός κανόνας παρά διαπίστωση της πραγματικότητας. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Χέγγελ ότι το άτομο «έχει το ύψιστο καθήκον να είναι μέλος του κράτους»3, προτού κρίνουμε την πρακτική ποιότητα του συγκεκριμένου κράτους. Θα προσπαθήσω, σε τούτο το βιβλίο, να εκθέσω, όσο καλύτερα μπορώ, τη φιλοσοφική δικαίωση του κράτους, η οποία πιστεύω ότι έχει ασκήσει μοναδική επιρροή στον δυτικό πολιτισμό τον τελευταίο αιώνα. Μετά θα εξετάσω τη δικαίωση αυτή με λυδία λίθο τα κράτη που υπάρχουν σήμερα. Έτσι θα οδηγηθώ στη σχηματοποίηση μιας θεωρίας για το κράτος, η οποία, καθώς θα υποδείξω, θα έχει περισσότερη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και όχι με εκείνα που γίνονται γενικά αποδεκτά στο καιρό-μας. Τέλος, με την καθοδήγηση της σχηματοποίησης αυτής, θα προσπαθήσω να βγάλω μερικά πρακτικά συμπεράσματα, με τα οποία θα μπορέσουμε να προβλέψουμε την πιθανή πορεία των γεγονότων —εφόσον η πρόβλεψη είναι η τελική απόδειξη της αληθινής κοινωνικής θεωρίας.

Τα επιχειρήματά-μου θα βασίζονται παντού σ' ένα μοναδικό αξίωμα. Θα θεωρώ σα δεδομένο ότι η καταναγκαστική εξουσία δικαιώνεται, (ότι το μόνο δικαίωμα, με βάση το οποίο μπορεί να αξιώνει την υπακοή εκείνων, επάνω στους οποίους ασκείται, βρίσκεται) στο μέτρο της προσπάθειάς της να ικανοποιεί όσο το δυνατό περισσότερα αιτήματα. Δηλαδή δεν φτάνουν οι προθέσεις της για να αποκτήσει το δικαίωμα για υποταγή. Η θεωρία των προθέσεων ποτέ δε μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση ικανοποιητικής πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν είναι ο εξαγγελμένος, αλλά ο πραγματοποιημένος σκοπός, εκείνος που, συγκρινόμενος με όσα θα μπορούσαν λογικά να πραγματοποιηθούν, αποτελεί το μόνο αξιολογικό κριτήριο των ανθρώπινων θεσμών.

[i] Χάρολντ Λάσκι, «Το Κράτος, στη θεωρία και στην πράξη», κεφ. Α΄, σελ. 11-15, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1982

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Ιστορία

Ιστορίες από την κάθοδο του Δράμαλη στον Μωριά[1]

Η κάθοδο του Δράμαλη εδημιούργησε πολύ μεγάλη σύγχυσι στον ελεύθερο Μοριά. Οι διαδόσεις ωργίαζαν και τί ήταν σωστό κανείς δεν ήξερε! Και η Κυβέρνησι, ακόμη και οι στρατιωτικοί δεν εγνώριζαν τίποτε το σωστό. Ο υπουργός του πολέμου Ιωάννης Κωλέττης είχε μεσάνυχτα και έγραφε στο Γέρο να συνεχίσει την πολιορκία της Πάτρας! Ο Γέρος πάλιν έστειλε τρεις Μαγουλιανίτες, που ήσαν δικοί του έμπιστοι, να πάνε στην Ρούμελη να συναντήσουν τον Οδυσσέα και τον Νικήτα και από κει να του φέρουν είδησι. Ενώ ήταν ο Γέρος στην Τριπολιτσά ήρθαν οι απεσταλμένοι του και τον εβεβαίωσαν για την τόσο τρομερή είδησι, ενώ ήσαν καταλυπημένοι. Ο Γέρος τους είδε τόσο λυπημένους και τους είπε. «μη λυπάσθε, ότι ευρεθήκατε σεις να φέρετε την λυπηράν είδησιν, εγώ έχω τας ελπίδας μου εις τον Θεόν και τους Έλληνάς μου, ώστε εις τον τόπον αυτόν θα έλθη πάλιν χαρά και αγαλίασις. Καθώς ο Αθηναίος[2] έφερε την αγγελίαν της νίκης εις την πόλιν των Αθηνών, ούτω και σεις πατριώται πάλιν θα φέρετε την καλήν είδησιν της νίκης».

Εις την Αργολίδα όλοι ήσαν σε απελπιστική κατάστασι. Σαν η Κυβέρνησι έφυγε από το Άργος και μπήκε στα πλοία ο Λαός τάχασε. Θρήνοι και κλαυθμοί ηκούοντο στο Άργος. Όλοι χωρίς Αρχηγό, χωρίς οδηγίες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σωθούν και να σώσουν ό,τι μορούσαν από το βιος τους.

Ο Γέρος από την Τρίπολη πήρε πρωτοβουλία: διέταξε γενική επιστράτευσι και προσπάθησε να τονώση το ηθικό του Λαού. … Ο ίδιος με 300 παλληκάρια πήρε το δρόμο για το Άργος. Στον δρόμο συνάντησε τον Παλαμήδη[3] και α΄λλους που πήγαιναν για την Τρίπολι με τα πράγματά τους φορτωμένα σε ζώα. Ένας Ζατουνίτης με δύο φορτώματα πετσιά αργασμένα αναγκάστηκε να τα παραδώση στον Γέρο για τους στρατιώτες. Του έδωσε απόδειξι να πληρωθή από το ελληνικό ταμείο, όταν ευπορήση … Συνάντησε και Μανιάτες στου Αγά-Πασσά το Χάνι του Αχλαδόκαμπου που πήγαιναν με φορτώματα λάφυρα. Αυτούς τους έβρισε και τέλος τους είπε: «Στου διαβόλου την μάνα να πάτε Κακαβούλια …!»[4]

Ο Δράμαλης πέρασε τον ισθμό της Κορίνθου και μπήκε στην κόρινθο. Η πόλι και ο Ακροκόρινθος είχαν ελευθερωθή από τους Έλληνες. Ο Φρούραρχος Αχιλλέας Θεοδωρίδης από την Μονεμβασιά ήταν στο Κάστρο με την φρουρά του που ήταν 150 άνδρες. Μέσα εμπήκαν άμαχος κόσμος και κυρίως γυναικόπαιδα και μερικοί άνδρες που είχαν έλθει από τα Μέγαρα. Ο Θεοδωρίδης είχε αναλάβει και την φρούρησι του περίφημου Κιαμήλ-μπέη, της οικογενείας του και του χαρεμιού. Ο Κιαμήλ είχε μεγάλο θησαυρό τον οποίο είχε κρύψει στο Κάστρο γι’ αυτό ο Θεοδωρίδης τον επίεζε να του αποκαλύψη πού τον είχε. Τώρα με την άφιξι του Δράμαλη επειδή εσκέπτετο να εγκαταλείψη το Κάστρο επίεζε πιο πολύ τον Κιαμήλ να του υποδείξη την θέσι του θησαυρού μα χωρίς αποτέλεσμα. Σαν αποείδε πήρε την απόφασι να σκοτώση τον κιαμήλ, πράγμα που ανέθεσε στον Δημ. Μπενάκη και τον μοναχό της φανερωμένης Παρθένιον Βλάχο. Αυτοί εξετέλεσαν το έργο τους και κείνος μπήκε στο χαρέμι του Κιαμήλ και εβίασε πολλές γυναίκες. Μετά έφυγε και πήγε στην Επίδαυρο. Η Διοίκησι σαν έμαθε τις αθλιότητες του Θεοδωρίδη, τον συνέλαβε και τον εφυλάκισε στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων της Ερμιόνης. Ο Θεοδωρίδης δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε.

Ο Δράμαλης στις 7 Ιουλίου άρχισε τις ανιχνεύσεις γύρω στον Ακροκόρινθο, ο οποίος ήταν έρημος από ανθρώπους. Τέλος πήρε την απόφασι να πλησιάση την πύλη του Κάστρου που ήταν βαρειά μανταλωμένη. Όταν επιχείρησε να ανοίξη την πόρτα, του άνοιξαν η μητέρα του Κιαμήλ μπέη και η γυναίκα του. Αυτές του έδειξαν τους θησαυρούς του Κιαμήλ στο βάθος ενός πηγαδιού. Ο Δράμαλης έβαλε ανθρώπους και τον έβγαλαν. Ήταν 40.000 πουγγιά χρυσά νομίσματα. Ο Δράμαλης για να πάρη τον μεγάλο θησαυρό δικαιωματικά, παντρεύτηκε την χήρα του Κιαμήλ κάνοντας ένα πολυτελέστατο γάμο. …

Μετά από αυτά εκάλεσε σε πολεμικό συμβούλιο του Πασσάδες. Σ’ αυτό, όπως εσυνήθιζε δεν άκουγε την γνώμη κανενός αλλά ό,τι έλεγε αυτός, αυτό και έκανε. Έτσι πήρε απόφασι να κατευθυνθή μ’ όλο το στρατό του στο Άργος και από κει να κτυπήση την επανάστσι στην καρδιά της – την Τρίπολι. Εις μάτην προσεπάθησαν να τον κάμουν να αλλάξη γνώμη ο Γιουσούφ-Πασσάς της Πάτρας και ο Αλή-Πασάς του Άργους (και μετά του Ναυπλίου). …

Ο Δράμαλης ξεκίνησε από την Κόρινθο στις 10 Ιουλίου. Προχώρησε και το απόγευμα άρχισε ο στρατός του να χύνεται σαν σίφουνας στον Αργείτικο κάμπο. Στο Χαρβάτι – Φίχτι τον επολέμησε ο Πλαπούτας … Στις 11 Ιουλίου τον πολέμησαν εμπρός στο Κουτσοπόδι Ο Γεώργ. Μαυτομιχάλης, ο Αντώνης Μαυρομιχάλης, οι Τσάκωνες, ο Δημ. Ευμορφόπουλος και ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Το βράδυ προχώρησαν εμπρός 49 τούρκοι καβαλαραίοι και μπήκαν εις το Άργος. Η άλλη στρατιά μπήκε στις 12 Ιουλίου στην πόλι ενώ εκείνοι που τον επολέμησαν εις το Κουτσοπόδι μπήκαν εις το φρούριο του Άργους και εταμπουρώθηκαν εκεί.

Εν τω μεταξύ ο κάμπος του Άργους παρουσίαζε όψι ερημώσεως. Τούτο διότι ο Γέρος διέταξε να καταστραφή η παραγωγή. Έτσι θα εδυσκολεύετο πολύ ο Δράμαλης να εύρη τροφές για το στρατό του και ζωοτροφές για τα ζώα του. Αλλά κι’ ο ίδιος με την φωτιά και το τσεκούρι συνεπλήρωσε την καταστροφή των δέντρων και των αμπέλων. Το Ναύπκλιο ετροφοδοτήθη από τον Δράμαλη και ο Αλή Πασσάς ήλθε στο Άργος για να προτείνη άλλα σχέδια στον Τούρκο Στρατηλάτη. Ο μαχμούτ απέρριψε κι’ αυτά κι’ έτσι ο μεν Αλής γύρισε στο Ναυπλιο ο δε Δράμαλης άρχισε την πολιορκία του Άργους.

Ο Δράμαλης άρχισε να στερήται. Η μεγάλη στρατειά του και τα τόσα ζώα, που είχε, πείνασαν. Είχε μάλιστα την ανόητη προνοητικότητα να αρχίση το λιγόστεμα του συσιτίου από τους Αλβανούς του στρατού του. Αυτοί σιγά-σιγά άρχισαν να υποφέρουν και να αγανακτούν, γι’ αυτό μαρτύραγαν στους Έλληνες του φρουρίου ό, τι ήξεραν Είπαν λοιπόν, ότι ο Δράμαλης μόλις πάρη το φρούριο θα πάη στην Κόρινθο. Αυτό ευχαριστούσε τους Αλβανούς, γιατί θα τελείωνε η ταλαιπωρία τους και η στέρησί τους, μα και τους Έλληνες, που μάθαιναν τα σχέδια του Δράμαλη από την πιο ασφαλή πηγή.

Ο Δράμαλης εν τω μεταξύ ευρέθη σε πολύ δύσκολη θέσι. Οι τροφές λιγόστεψαν και πουθενά στην Αργολίδα δεν εύρισκε ούτε για το στρατό ούτε για τα ζώα. Να του ‘ρθουν από την Κόρινθο ήταν αδύνατο! Στο φρούριο του Άργους δεν βρήκε τίποτε γιατί τα πήραν μαζή τους οι Έλληνες ή τα χάλασαν. Νερό δεν είχε. Η ξέρα του 1822 ήταν μεγάλη. Τα λίγα πηγάδια του Άργους ήσαν δηλητηριασμένα από τα χαλκώματα πούχαν κρύψει μέσα οι Έλληνες.

Για να βγουν στον κάμπο οι Τούρκοι ήταν επικίνδυνο γιατό παντού είχαν άνδρες οι Έλληνες. Έβγαιναν βέβαια για κανένα σταφύλι ή άγουρο πεπόνι μα κι’ αυτά τους βγήκαν ξυνά, διότι αρρώστησαν, εκτός του ότι πολλοί τους δεν ξαναγύριζαν από τους Έλληνες που φύλαγαν κατά κει.

Και στο στρατό είχε ανωμαλίες ο Δράμαλης. Κατάμουτρα οι αξιωματικοί του έδειχναν την αντιπάθειά τους. Ήσαν εξ άλλου, όλοι του Χουρσίτ Πασσά, τον οποόιο με πονηριές είχε υποσκελίσει ο Δράμαλης. Μόνο απ’ τη θάλασσα μπορούσε να πάρη βοήθεια. Μα τίποτε δεν φαινότανε κι’ από κει[5].

[1] Κωνσταντίνου Κουσουλού, «Η καταστροφή του Δράμαλη», Αθήναι 1962.
[2] Εννοεί τον Μαραθωνοδρόμο Φειδιππίδη (480 πΧ) π’ έφερε την είδησι της νίκης στους Αθηναίους από τον Μαραθώνα.
[3] Η μεγάλη … στρατειά … ξεκίνησε από την Λάρισα της Θεσσαλίας κατά τις 25 Ιουνίου 1822 με κατεύθυνσι τον … Μοριά. Γρήγορα πέρασε την Αλαμάνα, την Στερεά και έφτασε στο κάμπο των … Μεγάρων, χωρίς κανείς να του αντισταθή. Έπρεπε να περάση τα Μεγάλα Δερβένια για να έλθη στον Ισθμό. Εκέι φύλαγαν ο Ρήγας Παλαμήδης, ο Γ. Σέκερης και ο Νέζος, με 700 άνδρες που σαν αντίκρυσαν τις ατέλειωτες σιρές του τούρκικου στρατού να έρχονται μέσα στον Μεγαρίτικο ελαιώνα κατ’ επάνω τους εδείλιασαν και τόβαλαν στα πόδια μαζή με τους άνδρες τους! Μάλιστα ο παλαμήδης όχι μόνον ήρχετο τρέχοντας στο Μοριά μα και όπου συνάνταγε άνθρωπο του μετέδιδε τον πανικό. … Ο Παλαμήδης πήρε το δρόμο για την Τροπολιτζά και σταμάτησε στην Καλαμάτα!
[4] Διάβολοι, κακά πνεύματα.
[5] Από το Χάνι του Ταβουλιού έγραψε ο Γέρος στους πρόκριτους της Ύδρας, των σπετσών, του Πόρου, του Κρανιδιού και Κάτω Νεχαγιέ (Επίδαυρος) να κάνουν ό,τι μπορούν με τα πλοία ώστε να εμποδίσουν τον τούρκικο στόλο διά να μην πλησιάση στον Αργολικό και εφοδιάση του Τούρκους του Δράμαλη ή το Ανάπλι.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Φιλοσοφία

Ο "σταματητής του κόσμου"
Παρμενίδης*

Ο συνειδητός αντίποδας του Ηράκλειτου είναι ο Ελεάτης Παρμενίδης (540-470)[1], άνθρωπος από αρχοντικό και πλούσιο σπίτι, που έδωσε στην πατρίδα του ένα εξαίρετο σύνταγμα. Ένας Πυθαγόρειος όμως, ο Αμεινίας, που ο Παρμενίδης κ’ ύστερα από τον θάνατό του εξακολουθούσε να τιμά, τον έπεισε ν’ αλλάξει την ταραχή της πολιτικής με την αποτραβηγμένη ζωή της φιλοσοφικής έρευνας. Τις λίγες επιστημονικές γνώσεις που βρίσκομε στον Παρμενίδη, λ.χ. πως ο αυγερινός είναι ο ίδιος με τον αποσπερίτη, πως το φεγγάρι το φως του το παίρνει από τον ήλιο και πως η γη είναι σφαιρική[2], μπορεί να τις χρωστάει στη σχέση του με τους Πυθαγόρειους. Αργότερα ακολούθησε τον Ξενοφάνη και, όπως εκείνος, έκθεσε τη διδασκαλία του σ’ ένα ποίημα. Το έργο αρχίζει μ’ ένα φανταστικό ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα στη «θεά», που του αποκαλύπτει την αλάθευτη αλήθεια και τις πλανερές δοξασίες των ανθρώπων. Γι αυτό το ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο πραγματεύεται την αλήθεια, το δεύτερο τη δόξα. Την κύρια αφορμή να προβάλει στο κοινό με τη θεωρία του φαίνεται πως του έδωκε το σύγγραμμα του Ηράκλειτου, που του ρίχνεται με βαριά λόγια, όπως είναι εύκολο ν’ αποδειχτεί (απ. 6, 8 κ.)[3]. Ο Παρμενίδης ξεκινάει από την έννοια ον σε αντίθεση με το μη ον. Λέγοντας όμως ον δεν εννοεί το αφηρημένο καθαρό ον παρά το «γεμάτο», την ύλη που γεμίζει το χώρο χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό, ενώ με το μη ον εννοεί (όπως ήδη το είχαν παραδεχτεί οι Πυθαγόρειοι) τον άδειο χώρο[4]. «Μόνο το ον υπάρχει, το μη ον δεν υπάρχει ούτε μπορούμε να το σκεφτούμε» (απ. 4. 6, 1 κ.) – από τη βασική αυτή ιδέα βγάζει όλους τους προσδιορισμούς του για το ον. Το ον ούτε αρχή ούτε τέλος μπορεί να έχει, γιατί δεν μπορεί να γίνει από το μη ον ούτε να καταντήσει μη ον, ποτέ δεν έγινε, ποτέ δεν θα γίνει, παρά είναι αδιαίρετο τωρινό (νυν έστι ομού παν εν ξυνεχές, απ. 8, 5 κ.). Είναι αδιαίρετο, γιατί είναι αυτό που είναι, παντού ολόιδιο και δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να το κομματιάσει. Είναι ακίνητο κι αμετάβλητο, παντού το ίδιο με τον εαυτό του, όμοιο με καλοστρογγυλεμένη σφαίρα, απλωμένο από το κέντρο συμμετρικά σε όλες τις μεριές. Μα κ’ η νόηση (το νοείν) δεν διαφέρει από το ον, γιατί είναι μονάχα νόηση του όντος (απ. 8, 34 κκ.). Γι αυτό μόνο εκείνη η γνώση έχει αλήθεια, που μας δείχνει σε όλα αυτό το ένα, το αμετάβλητο ον, δηλαδή μόνο το λογικό (λόγος). Οι αισθήσεις αντίθετα, που μας εμφανίζουν την πολλαπλότητα, τη γένεση, τη φθορά και μεταβολή, άρα μιαν ύπαρξη του μη όντος, είναι η πηγή κάθε πλάνης.

Ο Ηράκλειτος κι ο Παρμενίδης δυσπιστούν κ’ οι δυο σε ότι μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις και το διόρθωναν με τη νόηση, με αντίθετο όμως τρόπο. Ο Ηράκλειτος φρονούσε πως οι αισθήσεις είναι απατηλές, γιατί παρουσιάζουν ένα σταθερό είναι, ενώ ο ίδιος πίσω απ’ αυτό έβλεπε σαν πραγματικότητα την αιώνια μεταβαλλόμενη ουσία της φωτιάς, ο Παρμενίδης αντίστροφα την πλάνη των αισθήσεων τη βλέπει ίσα, ίσα στη φαινομενική αλλαγή και φθορά, ενώ πίσω απ’ αυτήν ξεχωρίζει το αμετάβλητο είναι. Η αντίθεσή τους αυτή καθρεφτίζεται και στην αντίστοιχη με την αρχαϊκή τους διανόηση φιλοσοφία της γλώσσας: για τον Ηράκλειτο οι λέξεις σαν χαρακτηρισμοί των όντων εκφράζουν την ουσία τους κ’ είναι γι αυτό αναγκαίες από τη φύση (φύσει), για τον Παρμενίδη είναι αυθαίρετες ονομασίες (ονόματα) και γι αυτό συμβατικές (νόμω).

Η αλύγιστη κι άδεια έννοια του όντος, όπως την αντιλήφτηκε ο Παρμενίδης, δείχνει που φέρνει μια καθαρά λογική κατασκευή, που παραγνωρίζει κάθε δικαίωμα της εποπτείας και της εμπειρίας, και δεν έχουν άδικο ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης που τους Ελεάτες τους ονόμασαν «σταματητές του κόσμου» (στασιώται του όλου) κ’ ερευνητές του αφύσικου (αφύσικοι)[5].


[1] Όσο κι αν δεν ξέρομε τη χρονιά που πέθανε ο Παρμενίδης, είναι όμως αδύνατο να συναντήθηκε στα γεράματά του με το νέο Σωκράτη, όπως το παρουσιάζει ο Πλάτων (Παρμ, 127 Α Θεαίτ. 183 Ε. Σοφ. 217 C).
[2] Μπορούσε όμως αυτό να προέλθει από καμιά παρανόηση, την έκφραση δηλαδή του Θεόφραστου στογγύλη να την πήραν στην έννοια του «σφαιροειδής», κάτι πολύ εύκολο, αφού ο Παρμενίδης πραγματικά παρομοίαζε όχι βέβαια τη γη παρά το ον με σφαίρα (απ. 8, 43), που οι Πυθαγόρειοι την είχαν για το τελειότερο σώμα. Πρβ. E. Frank, Platon u. d. sog. Pyth. Σ. 198 κκ.
[3] Πρβ. Ηράκλειτος απ. 49 a, 51, Αυτό το είδε πρώτος ο I. Bernays, Heraklitea (1848. Ges. Abh.I 1 κκ.). Άδικα διαμφισβητεί το πράγμα ο Zellers (ΦΕΙ 925 κκ. Πρβ. 684, 1).
[4] Εκείνοι το έλεγαν άπειρο (σ. 44). Πρβ. ΠΛ., Θεαίτ. 180Ε. Φιλ Ελ. Ι 187 κκ κκ. 543 κκ.
[5] Θεαίτ. 181 Α. Αριστοτέλης στο Σεξτ, Εμπ. Προς μαθημ. Χ 46.
*Τσέλλερ - Νεστλέ, "Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας", κ. ΙΙΙ, σ. 61 επ., Εστία, Αθήνα 1980.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

προφητείες

Στο κείμενο που ακολουθεί, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αναφερόμενος στις προκλήσεις της εποχής του εκφράζει τις ανησυχίες του για το μέλλον του ελληνισμού μέσα σε έναν ολοένα και περισσότερο διεθνοποιημένο περίγυρο. Αν και οι αγωνίες και οι έγνοιες του καιρού εκείνου διέφεραν παρασάγγες από τα σύγχρονα προβλήματα, και αν ακόμα οι εχθροί, πραγματικοί και νοητοί πλέον δεν υφίστανται ή ακριβέστερα, είναι η δική μας προσέγγιση για τα πράγματα που διαφέρει ριζικά από παγιωμένες εκτιμήσεις των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, εντούτοις η αγωνία για το μέλλον του ελληνισμού παραμένει ισχυρή κι οι λόγοι του Παναγιώτη Κανελλόπουλου διατηρούν, παραδόξως, μια νέα επικαιρότητα, έστω κι αν σήμερα πρέπει να ιδωθούν μέσα από ένα άλλο πρίσμα.

Ι.Λ.


Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Η Ελλάς εν όψει του Μέλλοντος της Ανθρωπότητος[1]

Φοβούμαι ότι η ανθρωπότης κτίζει τον πύργον της Βαβέλ. Δεν αποκλείεται ο μύθος αυτός να είναι αμυδρόν και θολόν εις την μνήμην των ανθρώπων κατάλοιπον φοβερών αντιποίνων, τα οποία η Φύσις – ο Θεός – απεφάσισε να επιβάλη διά να αντισταθμίση την βέβηλον υπεροψίαν των ανθρώπων που ενόμισαν, ότι ημπορούσαν να φθάσουν εις τον ουρανόν. Και κάτι, επίσης, πολύ βαθύ σημαίνουν οι μύθοι των κατακλυσμών. Και εάν, όμως, ήτο ο άνθρωπος βέβαιος, ότι θα έλθη κάποτε η ώρα των φοβερών αντιποίνων, δεν θα ημπορούσε να αναστείλη την πορείαν των βημάτων του. Ας λάβω, λοιπόν, ως δεδομένον, ότι η καταπληκτική πρόοδος της πυρηνικής επιστήμης και της διαστημικής τεχνικής ανέτρεψεν όλας τας γνωστάς προϋποθέσεις ιστορικής εξελίξεως που χιλιάδες χρόνια ίσχυσαν. Ο Καρλ Μαρξ εθεώρησε την τεχνική πρόοδον των μέσων παραγωγής – κατά τους δύο αιώνας, τον 18ον και 19ον, ως καταπληκτικήν επανάστασιν εις την ιστορίαν. Και εβάσισεν επ’ αυτής την θεωρίαν του, κατά την οποίαν αι αναπόφευκτοι αντινομίαι της αστικής κοινωνίας, της καπιταλιστικής οικονομίας, θα ωδήγουν αναγκαστικά εις την επανάστασιν του προλεταριάτου και εις την άνευ τάξεων κοινωνίαν.

Χωρίς, λοιπόν, να τολμώ να διατυπώσω προφητείαν, δικαιούμαι να ειπώ – πράγμα που αποτελεί μόνον αρνητικήν ούτως ειπέιν προφητείαν – ότι, μετά είκοσι ή τριάντα ή το πολύ πενήντα έτη, θα έχουν δημιουργηθή εις τον κόσμον πολιτικαί και κοινωνικαί συνθήκαι που δεν θα έχουν καμμίαν ομοιότητα με τας σημερινάς. Η πολεμική σύγκρουσις των δύο κόσμων … εις καθολικήν επί της υφηλίου κλίμακα, με πυρηνικά όπλα, θα εσήμαινεν, εάν δεν εσταματούσε εντός ολίγων ωρών διά της υποταγής του ενός κόσμου εις τον άλλον (πράγμα λίαν απίθανον), καταστροφήν που θα έμοιαζε με προϊστορικόν κατακλυσμόν. Δεν ημπορώ να ειπώ, ότι η λογική είναι εις τους ανθρώπους παράγων τόσον ισχυρός, ώστε να αποκλείεται το μέγα και ασύλληπτον αυτό κακόν. Αλλά, εάν σημειωθή, δεν έχει καμμίαν αξίαν να ειπώ τί θα έπρεπε να πράξωμεν, ως Έλληνες, ενώπιον τοιούτου ενδεχομένου ή να δοκιμάσω να προβλέψω τί θα ήτο δυνατόν να γίνη ύστερα από ένα τοιούτο κατακλυσμόν.

Όπως και αν έχει το πράγμα, βέβαιον θεωρώ τούτο : Ότι, εάν θα έχη αποτραπή (ή διά να αποτραπή) ένας παγκόσμιος κατακλυσμός κατά τα είκοσι ή τριάντα ερχόμενα έτη, θα δοθή κάποια άλλη μορφή εις τον κόσμον και αι σημεριναί αντιθέσεις θα έχουν αναγκαστικά παραμερισθή. Τί πρέπει να πράξωμεν εμείς έως τότε ;

Έως τότε πρέπει να μείνωμεν Ε λ λ ά ς. Υπάρχει, τάχα, αμφιβολία περί αυτού ; Δυστυχώς υπάρχει. … Ο Πολύβιος και ο πατριάρχης Γεννάδιος (Γεώργιος Σχολάριος), συμμορφούμενοι με το θέλημα της Ρώμης ο πρώτος, του πορθητού Μωάμεθ ο δεύτερος, εγνώριζον ή διησθάνοντο, ότι το Ελληνικόν Γένος – και υπόδουλον – θα κατώρθωνε να επιζήση. Οι Ρωμαίοι είχαν κατακτηθή ήδη υπό του ελληνικού πνεύματος, όταν κατακτούσαν την Ελλάδα, και των Τούρκων η γλώσσα ή η θρησκεία ήτο αδύνατον να εκτοπίσουν, εις την συνείδησιν των Ελλήνων, την ελληνικήν φωνήν και τον Χριστιανισμόν. … Δούλος έγινε πολλές φορές [ο Έλλην], αλλά η σκλαβιά υπήρξεν εις το παρελθόν πάντοτε συνδεδεμένη με την φωτεινήν συνείδησιν της βαρειάς δοκιμασίας. Ο Έλλην έμεινεν ελεύθερος και ως δούλος. … Η απουσία ελληνικής παιδείας κατά τους αιώνας του οθωμανικού ζυγού δεν ημπόδισε να μένη αναμμένο το κανδήλι της εκκλησιάς και του κρυφού σχολειού. … Τώρα, για πρώτην φοράν, θέλει ο ίδιος … να γίνει δούλος, θέλει να αναιρέση τον από αιώνων ελληνικόν χαρακτήρα της ελευθέρας ψυχής του, ψυχής συνδεδεμένης τόσον αρρήκτως με τον λόγον και τον αντίλογον, με την διαλεκτικήν έριδα, με την ελευθέραν μετάπτωσιν από την πίστιν εις την αμφιβολίαν …


[1] Απόσπασμα ομιλίας του Παναγιώτη Κανελλόπουλου προς τα μέλη της Εθνικής Ενώσεως Δικηγόρων, Αθήναι, Μάρτιος 1966

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Τύπος και Πολιτική

Κοινωνιολογία του Τύπου*
ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ

Ότι ή δημοσιογραφία είναι και τέχνη, τέχνη δε ταυτόσημος ή ανάλογος προς την πολιτικήν, έλαβα ήδη την εύκαιρίαν νά ύπαινιχθώ, όπου το ζήτημα τούτο ήλθε κάπως εις επαφήν με τα εν τοις ανωτέρω πραγματευθέντα προβλή­ματα. Η σχέσις της δημοσιογραφικής επιστήμης και τής επιστημονικής δημο­σιογραφίας προς την δημοσιογραφικήν τέχνην είναι ακριβώς η αυτή τής θεωρητικής οικονομίας προς την οίκονομικήν πολιτικήν, των πολιτικών επι­στημών εν γένει προς την πραγματικήν πολιτικήν. Η βασική νομοτέλεια, η διέπουσα τα κοινωνικά φαινόμενα, ουδόλως μεταβάλλεται εκ τής δημοσιογρα­φίας ως τέχνης. Διότι ως επαρκώς, ελπίζω, κατεδείχθη, πάσαι αι ελευθερίαι και αι δημιουργικότητες τής τελευταίας ταύτης ουδόλως εκφεύγουν τής κοινωνικής νομοτέλειας, εντάσσονται δέ οπωσδήποτε εις αυτήν, και υπό τάς άτομικωτέρας των εκδηλώσεις.
Και αυτό ακόμη το ύ φ ο ς , δηλαδή ο προφορικός ή γραπτός λόγος, όστις ανήκει εις άλλην τέχνην — την λογοτεχνίαν — δεν αποτελεί ιδιαίτερον γνώρι­σμα του δημοσιογράφου, αλλά και του πολιτικού. Ενώ αντιθέτως, ούτε το περιεχόμενον τής πολιτικής αποτελεί Ιδιαίτερον γνώρισμα του πολιτικού, δεδομένου ότι και ο δημοσιογράφος ασκεί πρακτικήν πολιτικήν ου μόνον διά του ύφους του αλλά και διά τών ιδεών του. Ότι ο δημοσιογράφος χρησιμοποιεί περισσότερον το γράφειν, ο δε πολιτικός περισσότε­ρο ν το ενεργείν, τούτο και μόνον αποτελεί την διαφοράν. Ίδωμεν όμως λεπτομερέστερον πού ακόμη υπάρχουν ταυτότητες ή αναλογίαι:
«H πολιτική, όπως η Ιστοριογραφία, παρατηρεί ο μέγας ιστορικός Ranke[1], είναι ταυτοχρόνως επιστήμη και τέχνη». Μολονότι ο R a n k e ανα­γνωρίζει ότι ή επιστήμη είναι απαραίτητος διά τον πολιτικόν, εν τούτοις επά­γεται: «Άλλους νόμους ανωτέρας σημασίας, μεγαλειωδεστέρας απόψεις, συλ­λαμβάνει ο πολιτικός, απόψεις δημιουργούμενος εκ τής ορμής τής εσωτερικής ζωής και αναφερόμενος εις το πνεύμα και την καρδίαν, απόψεις πού κάμνουν τον άνθρωπον να συμμετέχη εις την θείαν ελευθερίαν». «Διά την ανωτέραν ταύτην σφαίραν — συνεχίζει o Oncken[2]χρειάζονται όμως ανώτεραι ικα­νότητες, αίτινες δεν είναι δυνατόν ν' αποκτηθούν δι' επιστημονικών γνώσεων»[3]. «Αναρίθμητοι είναι εκείνοι — συνεχίζει ο R a n k e οίτινες αναλαμβάνουν να κυβερνήσουν εν κρατικόν σκάφος, άλλ’ ολίγιστοι εκείνοι, οίτινες δεν αναγκάζονται ν’ αφήσουν και πάλιν το πηδάλιον εκ των χειρών των. Διότι ή τέχνη αύτη απαιτεί, περισσότερον πάσης άλλης, οξύτητα διανοί­ας, δύναμιν Ιδιοφυΐας, ήτις γεννάται δια ν' ανακαλύπτη και να θεμελιώνη[4], γενναιότητα ψυχής και είναι... η δυσκολωτέρα των τεχνών». Τον ωραιότερον χαρακτηρισμόν της πολιτικής δίδει όμως ο Hermann Ο n c k e n εις το εξής χωρίον του: «Πολιτική είναι ή μετατροπή γνώσεων και εμπειρίας εις θέλησιν, εν μέσω μιας πραγματικότητος, ήτις αποτελεί ταυτοχρόνως την ύλην και το όριον τής πολιτικής ενεργείας»[5]. Τόσον εις τ' ανωτέρω, όσον και εις τα κατω­τέρω ή πολιτική είναι σχεδόν ταυτόσημος με την μεγάλην δημοσιογραφίαν.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι ή πολιτική προϋποθέτει μίαν συνθετικήν ικανότητα πνεύματος, διαίσθησιν, άμεσον παρατηρητικότητα επί των πραγ­μάτων και όχι μέσω βιβλίων, (όπερ o Schopenhauer κηρύσσει και διά τούς επιστήμονας)[6], μεγαλυτέραν Ικανότητα εις το συνθέτειν παρά εις την έννοιολογικήν κατάταξιν και έρευναν[7], προσγείωσιν αλλά και φαντασίαν, ρεαλισμόν, αλλά και έγκαιρον πρόγνωσιν του μη εισέτι πραγματοποιηθέντος, όσφρησιν διά τας εν σπέρματι εξελίξεις, ένστικτον διά τους αστάθμητους παράγοντας[8].
OOncken αναφέρει το χωρίον του L a s s a l l e : «Εις τί συνέκειτο ή υπεροχή μου; Εις τούτο: ότι ήμην πολιτικός, δηλαδή εγνώριζον μερικούς μήνας ενωρίτερον, ό,τι όλοι οι αμερόληπτοι άνθρωποι παρεδέχοντο μερικούς μήνας αργότερον». Ρήτωρ δέον να είναι ο πολιτικός, άλλ’ ο λόγος του πρέπει να έχη ουσίαν. Ότι ο πολιτικός είναι καλλιτέχνης[9], εκ τούτου δεν έπεται ότι ο καλλιτέχνης δύναται να είναι πολιτικός. Τουναντίον: συνηθισμένος ο καλλιτέχνης να χειρί­ζεται την νεκράν ύλην είναι ανίκανος να χειρισθή τον έμψυχον άνθρωπον[10].
Και αυτής ακόμη τής θεωρητικής πολιτικής το αντικείμενον είναι, κατά τον Piloty, η πολιτική ως τέχνη. Όλαι αι επιστήμαι είναι σχετικώς με την πολιτικήν βοηθητικού. «Ενώ εις την πρακτικήν πολιτικήν η τέχνη του πολιτικού, αναχωρούσα από την διαίσθησιν, το ένστικτον ή την εμπειρίαν, καταλήγει εις πράξεις και χωρίς λεπτομερή εξέτασιν λογαριάζεται με τάς δια­θέσεις και τάς συμπτώσεις τής τύχης, αντιθέτως ή επιστήμη τής πολιτικής απο­μονώνει το ενεργούν άτομον δια των ψυχολογικών μεθόδων έκ τών τυχαίων περιστατικών τής ζωής και διαγράφει ένα τύπον πολιτικού, εις τον οποίον ο πολιτικός βίος εμφανίζεται με όλας του τάς δυνατότητας και συμπτώσεις, δυσχέρειας και ανάγκας, σαφώς και ορθώς, όπως ένας χάρτης»[11].
Βεβαίως, ουδέποτε πρέπει να λησμονήται, ότι ή πολιτική ως τέχνη προϋπο­θέτει την πολιτικήν ως επιστήμην. «Δι' όλους, όσοι αναλαμβάνουν ν' ασχοληθούν ενεργώς με την πολιτικήν και θέλουν ν' αναλάβουν την ευθύνην να ηγηθούν του λαού, προϋποτίθεται πλούτος γνώσεων, ή καλλίτερα μόρφωσις και προ παντός η αυστηρωτέρα συστηματικότης τής μορφώσεως», λέγει ο διφυής Georg Bernhard, τέως διευθυντής τής Βερολιναίας και παγκοσμίου φήμης «Εφημερίδος του Φός» και καθηγητής τής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου[12]. Διά την πολιτικήν είναι απαραίτητα, κατά τον Bernhard, ή ιδιοφυΐα, ο χαρακτήρ και αι γνώσεις. Ό πολιτικός γεννάται, δεν γίνεται, όπως επίσης ο δημοσιογράφος, ο καλλιτέχνης, ο ιατρός, ο δικηγόρος[13].
Αποτελεί συνεπώς σφάλμα ή γνώμη ότι αι διάφοροι σχολαί πολιτικών επι­στημών είναι ικαναί να παραγάγουν πολιτικούς. Αι σχολαί αύται δύνανται να δώσουν μόνον γνώσεις[14]. Ομοίως και κατά τον καθηγητήν του δικαίου Josef Ρ a r t s c h, ο πολιτικός χρησιμοποιεί εκ της θεωρίας μόνον μεθόδους και από­ψεις, αίτινες όμως δεν δύνανται να τον απαλλάξουν τής ευθύνης διά τας ενερ­γείας του[15].

*Ε. Λεμπέση, "Κοινωνιολογία του Τύπου", κ. ΙΙ, σελ. 85-87, εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα 1992

[1] Eις Hermann Oncken, Politik als Kunst (Hdb. d. Pol. I, 9).
[2] O n c k e n , Ivo. rivui.
[3] Oncken, 9. — Bernhard, Die Ausbildung des Politikers (Hdb. d. Pol. V, 436, 440).
[4]Βλ. εκτενώς Ε. Λεμπέση, Βενιζέλος. —Ό "Αντι-Βενιζέλος.
5.Oncken, 10.
[6] Schopenhauer, Über Lesen und Bücher 54. — Ο n c k e n, 10.
[7] Oncken, 10.
8.0ncken, 11.
[9]Oncken, 12. — Ενδιαφέρουσα είναι ή ύπό του Oncken παρατιθεμένη επιστολή του
Bismarck κατά τής γραφειοκρατίας καί της πεζότητος της ζωης.

[lO] Oncken, 12.
[11]Piloty, Politik als Wissenschaft (Hdb. d. Pol. I,1).
[12] Bernhard,439.
14.Bernhard,440.
15.Bernhard,440.
[15]Partsch, Die Bedeutung der Geschichte und der wissenschaftlichen Theorie für den Politiker (Hdb. d. Pol. V. 442).

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Υγεία

Η υπέρτατη μάχη και το δικαίωμα στη ζωή

Ο καρκίνος είναι μια εξαιρετικά «δημοκρατική» ασθένεια. Αρνείται πεισματικά να κάνει διακρίσεις μεταξύ πλούσιων και φτωχών, εγγράμματων και αγράμματων, συνετών και ασύνετων, παραγωγικών και μη. Και εκτός τούτου «κατακτά» ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην «αγορά της αρρώστιας». Τα στοιχεία που μας δίνει το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καταδεικνύουν πως η μάστιγα του καρκίνου πλήττει πλέον σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια. Η Εθνική Αντικαρκινική Εκστρατεία που εγκαινιάστηκε επίσημα προχθές [17/09/2008] έρχεται να καλύψει μια επιτακτική ανάγκη : την άμυνα της κοινωνίας μας ενάντια στην απειλή που λέγεται καρκίνος και η οποία θίγει τα ζωτικότερα των συμφερόντων της : τον παραγωγικό της ιστό και την ίδια της την ύπαρξη.

Πολλοί άνθρωποι, επιστήμονες, διανοούμενοι, πολίτες του κόσμου, έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην κρίσιμη αυτή μάχη ενάντια στον αδυσώπητο εχθρό. Το έργο τους αποτελεί αναμφισβήτητα παράθυρο ελπίδας για το μέλλον. Μεταξύ αυτών και η πρέσβυς καλής θελήσεως της UNESCO, κα Μαριάννα Βαρδινογιάννη η οποία διεξάγει έναν συγκινητικό αγώνα για την ανακούφιση και την αποθεραπεία των παιδιών εκείνων που επελέγησαν από την Μοίρα ν’ αγωνιστούν στον υπέρτατο αγώνα για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην υγεία και τη ζωή. Τα λόγια της κας Βαρδινογιάννη, από το βήμα που στήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό στην Ρωμαϊκή Αγορά, αποκτούν ιδιαίτερη αξία καθώς εκφράζουν την γνήσια αγωνία των μανάδων του κόσμου μπροστά στον κίνδυνο που απειλεί το μέλλον των κοινωνιών. Το αίτημα για ισχυρό κοινωνικό κράτος, αποκτά άλλη βαρύτητα όταν γύρω από αυτήν την ιδέα συνασπίζονται προσωπικότητες του διαμετρήματος της πρέσβεως καλής θελήσεως της UNESCO. Η «Νομοσοφία» ευχαριστεί θερμά την κα Βαρδινογιάννη για την παραχώρηση του κειμένου του συνόλου της ομιλίας της την οποία και αναδημοσιεύουμε σήμερα.

Ιωάννης Λιάκουρας
______________________________

Εκδήλωση «Η ζωή νικά τον καρκίνο»
17 Σεπτεμβρίου 2008

Ομιλία κας Μαριάννας Β. Βαρδινογιάννη
Πρέσβεως Καλής Θελήσεως της UNESCO
Προέδρου του Συλλόγου ΕΛΠΙΔΑ


Μια νέα σελίδα γράφεται σήμερα στη μάχη κατά του καρκίνου στη χώρα μας. Και αυτή τη φορά γίνεται με πρωτοβουλία της Πολιτείας μέσα από το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Καρκίνο και την μεγάλη αντικαρκινική της εκστρατεία.

Ευχαριστώ θερμά τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης κύριο Δημήτρη Αβραμόπουλο για την πρόσκλησή του να μοιραστώ μαζί σας αυτές τις σημαντικές στιγμές, και παράλληλα το όραμα για μια κοινωνία πλήρως οχυρωμένης απέναντι στη μάστιγα αυτή . Θα ήθελα επίσης να τον συγχαρώ για τη σημαντική αυτή προσπάθεια που ξεκινάει φέτος το Υπουργείο Υγείας και θα διαρκέσει για τα επόμενα χρόνια βάζοντας γερές βάσεις στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του καρκίνου.

Το Σχέδιο αυτό φιλοδοξεί να συγκρουστεί μετωπικά πλέον με τον καρκίνο. Σε κάθε επίπεδο και με κάθε δυνατό τρόπο. Ενώ η εκστρατεία που ξεκινά με άξονες το τετράπτυχο πρόληψη, έρευνα, έγκαιρη διάγνωση και αναβάθμιση υπηρεσιών στέλνει ένα ξεχωριστό μήνυμα ελπίδας.

Ζω κοντά στα παιδιά με καρκίνο εδώ και πολλά χρόνια. Μέσα από την καθημερινή μου επαφή μαζί τους και με τους γονείς τους γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνει να δίνεις μια άνιση μάχη με τον καρκίνο. Και σας διαβεβαιώνω πως η δύναμη αυτών των παιδιών και η δίψα τους για την ζωή είναι αυτή που με καθοδήγησε στα βήματά μου στο έργο της ΕΛΠΙΔΑΣ. Τα δακρυσμένα βλέμματα των μητέρων και η αγωνία που αποτυπώνεται στο πρόσωπο των γονιών είναι εικόνες βαθιά χαραγμένες στην σκέψη μου και στην καρδιά μου. Σε αυτούς τους ανθρώπους, και σε όλους όσους υποφέρουν από κάθε μορφή καρκίνου, πρέπει να σταθούμε πολύ κοντά. Πρέπει να υπάρξουν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες διάγνωσης και θεραπείας μέσα από ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος. Γιατί ο χρόνος για τους ανθρώπους που χτυπά αυτή η συμφορά δεν είναι σύμμαχος. Κάθε λεπτό μετρά αντίστροφα.

Αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση που από αυτό εδώ το βήμα, σε αυτή την συμβολική ημέρα για τον κοινό μας αγώνα, Πολιτείας και Κοινωνίας των Πολιτών, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως η ανέγερση του πρώτου Ογκολογικού Νοσοκομείου για παιδιά στην Ελλάδα ξεκίνησε! Και χαίρομαι που το μεγάλο αυτό όραμα και έργο της ΕΛΠΙΔΑΣ εντάσσεται και συμβάλλει στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Καρκίνο. Γιατί το Νοσοκομείο είναι ένα έργο πραγματικά Εθνικό! Ανήκει σε όλους τους Έλληνες που ανταποκρίθηκαν με συγκλονιστικό τρόπο στο κάλεσμά μας και πρόσφεραν, όχι μόνο από το περίσσευμα αλλά και το υστέρημά τους, για να γίνει αυτό το όραμα πραγματικότητα. Για μένα το Νοσοκομείο είναι ένα έργο ζωής. Για τους Έλληνες είναι έργο ψυχής!

Ο καρκίνος δεν κάνει επιλογές. Εμείς όμως κάνουμε. Και πρέπει στη μάχη αυτή να επιλέξουμε τόσο σε κοινωνικό, όσο και προσωπικό επίπεδο, μια στάση ζωής που θα δίνει προτεραιότητα στην υγεία και σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Πράγματι «η ζωή νικά τον καρκίνο» όπως τόσο εύστοχα διακηρύσσει το Υπουργείο Υγείας μέσα από την σημερινή εκδήλωση. Προσωπικά το έχω δει μέσα από το χαμόγελο των παιδιών που σώθηκαν στη «Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών» της ΕΛΠΙΔΑΣ. Ο δρόμος όμως είναι ακόμα μακρύς και η πρωτοβουλία του Υπουργείου να αντιμετωπίσει οργανωμένα και στοχευμένα αυτή την απειλή για την κοινωνία είναι μια προσπάθεια που ελπίζω να αλλάξει τα μέχρι στιγμής δεδομένα προς το καλύτερο, από αύριο κιόλας!

Εύχομαι κάθε επιτυχία στον κύριο Υπουργό και σε όλους τους συντελεστές αυτής της μεγάλης αλλαγής που το σχέδιο αυτό φιλοδοξεί να φέρει στο χώρο της υγείας! Ο Σύλλογος ΕΛΠΙΔΑ, και εγώ προσωπικά, θα είμαστε στο πλευρό τους με σκληρή δουλειά στις δικές μας δεσμεύσεις.

Σας ευχαριστώ!

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Ανθολόγιο

Από την ιστορία της «μούτζας»[i]

Οι Βυζαντινοί πρόγονοι ημών συχνά ανά τας ρύμας και τας πλατείας διεσκέδαζον, παρακολουθούντες το θέαμα τής διαπομπεύσεως. Οι κλέπται, οι μοιχοί και αι μοιχαλίδες, οι δειλοί, οι μέθυσοι, οι αντάρται, εξέχοντα πολλάκις πρόσωπα, πατριάρχαι και βασιλείς, υφίσταντο τότε την ατιμωτικήν περιαγωγήν. Πόσον συνήθης κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήτο η διαπόμπευσις δεικνύει πλήθος Νεοελληνικών φράσεων, αι οποίαι νοούνται μόνον όταν λάβη τις υπ' όψιν τί εγίνετο τότε, προκειμένου να διαπομπευθή τις.
Ό μέλλων λοιπόν να υποστή την διαπόμπευσιν, εν πρώτοις εκουρεύετο. Σήμερον ή κουρά τής κόμης δεν έχει τι το προσβλητικόν, τότε όμως, ότε οι πολίται, πλην των μοναχών και του κλήρου, έφερον μακράν κόμην, το να έμφανισθή τις κουρεμένος ήτο μεγάλη προσβολή.
Πλην των πενθούντων, μόνον οι υποπεσόντες εις παράπτωμα και καταδικασθέντες εκουρεύοντο" συχνά εις τούς Βυζαντινούς χρόνους απαντά ή φράσις : «(ο δείνα) τυπτόμενος και κουρευόμενος, εξοριζέσθω».
Ταύτα λαμβάνων τις υπ' όψιν, θα νοήση τας σημερινάς φράσεις : ά ν τ ε να κ ο υ ρ ε ύ ε σ α ι ή: κουρέματά σου, ήτοι τόσον φαύλος είσαι, ώστε αξίζεις να κουρευθής.
Διά τον αυτόν λόγον σήμερον εις πολλά μέρη κουτρούλα ή κουρεμένη λέγεται ή άτιμος γυνή, επειδή την μοιχαλίδα, προτού την διαπομπεύσουν, την εκούρευον.
Το κουρεύω κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους ελέγετο και κ ο υ ρ ά ζ ω, π.χ. : «τον τάδε εκούρασαν μοναχόν» εκουράσθη λοιπόν ο δείνα ή η δείνα εσήμαινεν εκουρεύθη. Το κούρευμα όμως, επειδή ήτο, ως ανωτέρω ελέχθη, συνέπεια κακής συμπεριφοράς, κατεπόνει ψυχικώς τον κουρασθέντα. Εντεύθεν το κουράζω κατήντησε να σημαίνη καταπονώ ου μόνον ψυχικώς, αλλά και σωματικώς.
Ποίος αρά γε σήμερον, όταν λέγη κουράστηκα, φαντάζεται ότι ή καταπόνησίς του έχει σχέσιν με το κούρευμα ;
Εν συνεχεία οι διαπομπεύοντες, ίνα προκαλέσωσι τον γέλωτα των θεατών, ήλειφον το πρόσωπον του διαπομπευθησομένου δι’ ασβόλης, ήτοι καπνιάς, ή επίχρισις δ’ αύτη έδωκεν αφορμήν εις τας σημερινάς φράσεις : α π ο σ β ο λ ώ θ η κ α ή: έμεινα αποσβολωμένος, αίτινες σημαίνουν ησχύνθην τόσον, όσον ο δι’ ασβόλης χρισθείς και μέλλων να διαπομπευθη.
Το ρήμα δήλα δη είναι αντίστοιχον προς το αρχαίον προπηλακίζω. Εν τω Λεξικώ του Σουΐδα αναγινώσκομεν : «προπηλακισμός ύβρις είρηται δε από του πηλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων».
"Η ασβόλη τότε ελέγετο και μ ο υ τ ζ α (=μουντόν χρώμα), εντεύθεν δ’ έλαβον την αρχήν των το τε σημερινόν ρήμα μουτζώνω ή μ ο υ τ ζ ο υ ρ ώ ν ω, ως και αι φράσεις : έφυγα μουτζωμένος, ήτοι κατησχυμένος, κοίταξε να μη με μουτζουρώσης, ήτοι να μη με προσβάλης, έννοια σου κι’ εγώ σε βάφω, θα σε τιμωρήσω δήλα δή.
Επειδή δε, ίνα δια μούτζης αλείψωσι το πρόσωπον του περιαγομένου, ήπλωνον επί της αιθάλης την παλάμην τής χειρός διαστέλλοντες τους δακτύλους, δια τούτο το υβριστικόν σχήμα, το όποιον αποτελείται εκ τής τοιαύτης τής άκρας χειρός διαθέσεως, εκλήθη μούτζα και το ρήμα μουτζώνω, του οποίου συνώνυμον είναι το φασκελώνω ή σφακελώνω.
Αντί ασβόλης, ήλειφον ενίοτε το πρόσωπον του διαπομπευομένου δια σ ι ν ω π ι δ ί ο υ, ήτοι ερυθράς βαφής. Το έτσι κι’ έτσι κόκκινος κι’ έτσι κατακόκκινος, το λεγόμενον υπό του απελπισθέντος και μη έχοντος ελπίδα βελτιώσεως, εκ του ανωτέρω έχει την αρχήν.
Ο εξετασθείς και αθώος αποδειχθείς εννοείται ότι παρουσιάζετο εις την κοινωνίαν με λευκόν πρόσωπον, ως αντιστρόφως ο ένοχος και μέλλων να περιαχθή μαυροπρόσωπος. Δι’ αυτό λέγομεν σήμερον : βγήκε ασπροπρόσωπος και : κοίταξε να μη με μουτζουρώσης, ήτοι να μη με κάνης να εντραπώ δια την συμπεριφοράν σου.
Τον ένοχον κατόπιν ανεβίβαζον συνηθέστατα επί όνου, ούτω πως μάλιστα, ώστε να βλέπη προς τα οπίσθια τού ζώου και να κρατή την ουράν του. Εκ τής στάσεως ταύτης προήλθεν ή σημερινή φράσις : τον (την) ανέβασαν στο γάιδαρο. Την εντροπήν δε του εποχουμένου δηλοί ή κοινή σημερινή φράσις : θαρρούσα πώς ήμουνα ‘ς τό γάιδαρο καβάλλα.
Τον διά των οδών περιφερόμενον οι παρακολουθούντες το θέαμα ου μόνον ενέπαιζον, διαφόρους σκωπτικούς εις αυτόν απευθύνοντες λόγους, αλλά και, προς ύβριν, και ίνα περισσότερος γίνεται θόρυβος, εκρέμων κώδωνας από του λαιμού του ή και τον υπεδέχοντο με κωδωνοκρουσίας, όπερ τελευταίον έθιμον υποδεικνύει το εν Ονειροκριτικώ του Θ' μ.Χ. αιώνος : «εάν δε γύναιον ίδη ότι σημαντήριον σημαίνει, θέατρον αισχύνης έσται παντί τω λαώ». Πβ. και τας σημερινάς εν Αιτωλία φράσεις : του βάρισαν καμπάνα, ήτοι αυστηρώς τον ετιμώρησαν, καί : ταχιά θ’ άκούης τ’ γκαμπάνα σου, ήτοι την τιμωρίαν σου. Διά τούτο σήμερον : τόν εκουδούνισαν καί, κατά τόπους : τον εκαμπάνισαν σημαίνει τον διεπόμπευσαν, κοινότερον δε λέγομεν : άντε ν’ ακούσης τα κουδούνια σου, τας κατά σου δήλα δή κατηγορίας. Αυτή είναι η αρχή τής φράσεως, δι’ ο δεν έχουσι δίκαιον οι φρονούντες, ότι το τ ή ς κ ρ έ μ α σ α ν κ ο υ δ ο ύ ν ι α ελέχθη περί γυναικός, τής οποίας διαλαλούνται και ακούονται παντού αι ένοχοι μετ’ ανδρών σχέσεις, ως από αποστάσεως ακούονται οι ήχοι των κωδώνων των από του λαιμού ζώων αποκρεμαμένων.
Οι θεαταί όμως και οι την πομπήν παρακολουθούντες δεν ηρκούντο εις τούς κωδωνισμούς τον διαπομπευόμενον έτυπτον με εντόσθια αιγοπροβάτων, έρριπτον δε κατ' αυτού και αποχωρήματα. Τά σημερινά : τον έχεσα, θαρρώ πώς θάσε χέσω, δέν ήσαν απλούν σχήμα λόγου, αλλά πραγματικότης. Τα ριπτόμενα όμως αποχωρήματα εμόλυνον ου μόνον τον διαπομπευόμενον, αλλά και τον όνον εφ’ ου επέβαινεν ούτος. Τώρα εννοεί τις την σημασίαν τού παγκοίνου : του ‘χεσα το γάιδαρο (‘ς το ξύλο).
Οσάκις το παράπτωμα τού πομπευομένου δεν ήτο μέγα, ούτος υφίστατο οίας ανωτέρω είπον ατιμώσεις εάν όμως ούτος είχε μετάσχει εγκλήματος καθοσιώσεως ή αποτυχούσης ανταρσίας ή οι καιροί, καθ' ους είχε διαπραχθή το έγκλημα, ήσαν τεταραγμένοι και τα πάθη ισχυρά, τότε ούτος περιήγετο, αφ’ ου πρότερον ετυφλούτο. Τότε είχεν ου μόνον μούτζες, αλλά και τύφλες, ήτο, όπως σκωπτικώς έλεγον, μούτζουφλος ή μούρτζουφλος (=μουτζότυφλος).
Φανερόν εκ των ανωτέρω καθίσταται πρώτον πόθεν ή σημερινή φράσις : τύφλες και μούτζες νά ‘χης και δεύτερον διατί το ύβριστικόν σημερινόν σχήμα, η μούτζα, λέγεται και τύφλα και τό μουτζώνω τυφλώνω.
Η διαπόμπευσις ελέγετο και άτιμος θρίαμβος και πομπή, μεταπεσούσης της αρχαίας σημασίας τής λέξεως. Δι’ αυτό σήμερον η λέξις μ π ο μ π ή έχει κακήν σημασίαν, δηλούσα την επίψογον συμπεριφοράν και πράξιν. πβ. : δεν πάς να δής (ν'ακούσης) τοις μπόμπες σου; να χαθής, μπομπεμένη, εκατσ’ ή μπομπή ‘ς τη στράτα κι’ αναγέλα τους διαβάτες.
Τέλος, επειδή του πομπευομένου προηγείτο ειδικός υπηρέτης, σύρων τον όνον, πλατσάριος καλούμενος, διαλαλών το έγκλημα εκείνου, το δε διαλαλώ ελέγετο κιβεντίζω ή γιβεντίζω, διά τούτο σήμερον πολλαχού τά γίβεντα ή τά γέβεντα συνωνυμούσι τω άτιμοι πράξεις και επίψογοι, το δε γιβεντισμένος ή γεβεντισμένος τω φαύλος και άτιμος.

[i] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Ε΄ «η νέα ελληνική γλώσσα και τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έθιμα», σ. 6-8, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1952.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Οικονομία

Μερκαντιλισμός και Φιλελευθερισμός*
Το μερκαντιλιστικό κράτος.

Όπως είναι γνωστό, το καθεστώς πού προηγήθη αμέσως του φιλε­λευθερισμού είναι το καθεστώς του αυταρχικού μερκαντιλιστικού κρά­τους [1].
Τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του καθεστώτος μπορούν να υπαχθούν σε τέσσαρες κατηγορίες ή απόψεις.
Από φιλοσοφική άποψη, το μερκαντιλιστικό — απολυταρχικό κρά­τος είναι προσδεμένο στη θεωρία του ατομισμού και στη μηχανιστική θεω­ρία του σύμπαντος [2].
Από την άποψη των τεχνικών εφαρμογών και δυνατοτήτων, έχει σαν γνώρισμα τη σταθερή πίστη στην παντοδυναμία τής επιστήμης [3].
Από κοινωνικό - πολιτική σκοπιά, στηρίζεται στο συντονισμό τής κεντρικής — κατά κανόνα βασιλικής — εξουσίας και των ενδιαμέσων υπο­κειμένων εξουσιών, δηλαδή τής φεουδαρχικής ή τής αστικής ολιγαρχίας [4].
Από οικονομική, τέλος, πλευρά, ο μερκαντιλισμός τής απολυταρχικής περιόδου επιδιώκει την προοδευτική ενοποίηση τής εσωτερικής αγο­ράς, χάρη στο συνδυασμό συναλλακτικής ελευθερίας και κρατικών μονο­πωλίων [5].
Στη βάση του συστήματος επενεργεί σταθερά ή ιδέα ενός εκτεταμέ­νου οικονομικό - πολιτικού σχεδιασμού, με επίκεντρο την κυβερνητική ε­ξουσία.

Οι κεντρικές ιδέες του φιλελευθερισμού.

Από το μερκαντιλιστικό - απολυταρχικό κράτος, ο φιλελευθερισμός κληρονομεί δύο κυρίως βασικές ιδέες.
Ή πρώτη είναι ή Ιδέα τής οικονομικής προόδου, χάρη στην εφαρμογή νέων επιστημονικών ή τεχνικών μεθόδων.
Ή δεύτερη είναι ή Ιδέα τής ευρείας εθνικής αγοράς, σαν πλαισίου μιας απεριόριστης, κατ' αρχή, παραγωγικής και καταναλωτικής διαδικα­σίας, εκ διαμέτρου αντίθετης προς το στατικό ιδεώδες τής ιεραρχήσεως και κοινωνικής ταξινομήσεως των αναγκών των μεσαιωνικών χρόνων [6].
Και τις δύο όμως αυτές Ιδέες ο φιλελευθερισμός τις αναθεωρεί, τις διευρύνει και τις αναπροσαρμόζει σύμφωνα με τις επιταγές μιας νέας κοι­νωνικής Ιδεολογίας, πού συνοψίζεται στο γνωστό σύνθημα : laissez faire laissez passer s.
Αυτό το σύνθημα υποδηλώνει όχι την απλή τυπική ενοποίηση[7], άλλα την ουσιαστική ομοιογένεια και ομοιομορφία τής εθνικής αγοράς και τής εθνικής πολιτιστικής κοινότητας. Επάγεται, συνεπώς, την κατάργηση των εσωτερικών φραγμών και των μονοπωλιακών θέσεων—διά τής αποβολής των ενδιαμέσων" εξουσιών τής φεουδαρχίας και δι' ολοκληρώσεως τής συναλλακτικής ελευθερίας, χάρη στην εξαφάνιση κάθε είδους κρατικού παρεμβατισμού—την απελευθέρωση των δουλοπάροικων και την αποδέ­σμευση τής μεγάλης φεουδαρχικής ιδιοκτησίας. Αυτό υπήρξεν, άλλωστε, το τελικό αποτέλεσμα όλων των επαναστατικών κινημάτων του δεκάτου ογδόου και του δεκάτου ενάτου αιώνα, από τις επαναστάσεις των Η.Π.Α. και τής Γαλλίας ως εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών λαών.

*Γ.Κ. Βλάχου, "Πολιτική", τ. Α΄, σ. 44-45, Αθήνα 1977
[1] Για το οικονομικό σύστημα του μερκαντιλισμού, βλ. R. Gonnard, Histoire des doctrines économiques, Paris, 1930, σελ. 53 έπ.
[2] Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ή θεωρία αυτή ανεπτύχθη στα πλαίσια του αντι­στοίχου είδους κρατικής οργανώσεως και αντανακλά, κατά κάποιον τρόπο, την Ιδεολογία του κράτους τής αυτής κατηγορίας.
[3] Βλ. το βιβλίο του James E.King,Science and nationalism in the Government of Louis XIV, 1661 -1683, Baltimore, 1948.
[4] Ή Ιδέα αύτη ξεπερνάει, κατά §να μέρος, τα όρια τής μερκαντιλιστικής Ιδεολο­γίας καί είναι διάχυτη και στο έργο φιλελευθέρων συγγραφέων, όπως ó Montesquieu.
[5] Βλ. R. Gonnard, op. cit.
[6] Κάτω από τη γενική αρχή, ότι, σε κάθε τάξη άνηκαν ορισμένες υποχρεώσεις άλλα και Ιδιαίτερος τρόπος ζωής και εργασίας (convenienter vivere). Βλ. R. Gonnard, op. cit. σελ. 23 έπ.
[7] Όπως αυτό συνέβαινε κατά το προηγούμενο καθεστώς του μερκαντιλισμού, το οποίο είχε περιορίσει άλλ' όχι και ανατρέψει την εσωτερική κατάτμηση τής κυριαρχίας προς Όφελος των προνομιούχων τάξεων.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

Δίκαιο

Περί της κατάχρησης της εξουσίας

Εγκλήματα «λευκού κολλάρου» και εγκλήματα «μπλε κολλάρου»[i]

Η διάκριση σε εγκλήματα «λευκού κολλάρου» ή «λευκού περιλαι-μίου» και σε εγκλήματα «μπλε κολλάρου» δημιουργεί απορίες σε όσους δεν ασχολούνται με τις ποινικές επιστήμες. Επί πλέον θίγει το ελληνικό γλωσσικό αίσθημα. Ο όρος εγκληματικότητα «λευκού κολλάρου» δημιουργήθηκε το 1940 από τον Αμερικανό εγκληματολόγο Ε. Sutherland (1883-1950). Σε σχετικές δημοσιεύσεις του εκείνης της εποχής τόλμησε να επισημάνει την εγκληματική συμπεριφορά ατόμων με «υψηλή κοινωνική θέση». Όρισε μάλιστα ως έγκλημα λευκού κολλάρου την παράβαση του ποινικού δικαίου από άτομα της ανώτερης κοινωνικοοικονομικής τάξης στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων».
Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι εκείνο που επέβαλε τη δημιουργία αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων, ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των δραστών. Δηλαδή, το υψηλό κοινωνικό status που απέρρεε από την επαγγελματική τους απασχόληση. Γνώρισμα που τους διαφοροποιούσε από τους περισσότερους, συνηθισμένους δράστες, οι οποίοι, σύμφωνα με τις στατιστικές των καταδικών, ανήκαν στην κατώτερη κοινωνικοοικονομική τάξη, την τάξη που φορεί «μπλε κολλάρο», φόρμα εργάτη.
Η έννοια του εγκλήματος λευκού κολλάρου αρχικά αναφερόταν σε αθέμιτες δραστηριότητες κυρίως επιχειρηματιών, και μάλιστα ανωτέρων τάξεων, ή και επιχειρήσεων (π.χ. στις Η.Π.Α., η ποινική ευθύνη νομικού προσώπου είναι νοητή). Βαθμιαία όμως το περιεχόμενο της εννοίας μεταβλήθηκε. Στα εγκλήματα αυτά προστέθηκαν τα οικονομικά εγκλήματα που διαπράττουν άτομα από οποιαδήποτε κοινωνική τάξη μέσα στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους απασχόλησης, αδιάφορο αν αυτή γίνεται στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα (π.x. φοροδιαφυγή δικηγόρου, εγχείριση μη δικαιολογημένη ιατρικώς από χειρουργό, δωροληψία κτλ.) Έτσι γίνεται λόγος στην Ευρώπη συνήθως για οικονομικά εγκλήματα η οικονομική εγκληματικότητα (Wirtschaftskriminalitaet, economic crime, criminalité des a-faires). Για την έννοια αυτή δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός γι' αυτό και συχνά είτε απαριθμούνται τα εγκλήματα που την απαρτίζουν είτε προτείνονται κατατάξεις, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στη σύγχρονη αμερικανική βιβλιογραφία απαντώνται και νέοι όροι. Ο όρος «επαγγελματικό έγκλημα» (occupational crime)79 φαίνεται πως ταυτίζεται με τον όρο «οικονομικό έγκλημα» και αντικαθιστά πλέον τον στενότερο όρο του Sutherland. (Στην ευρωπαϊκή, εγκληματολογική παράδοση με την έντονη επίδραση της θετικής σχολής και τις διακρίσεις των εγκληματιών σε «εκ περιστάσεως, καθ' έξιν ή κατ' επάγγελμα» κτλ. ένας τέτοιος όρος δημιουργεί άλλους συνειρμούς γι’ αυτό ίσως και αποφεύγεται). Εξάλλου με τον όρο «έγκλημα του υπερκόσμου» (upperworld crime) επιχειρείται μια ακόμα διεύρυνση των εγκλημάτων «λευκού κολλάρου»», ώστε να περιλαμβάνουν και εγκλήματα πολιτικής δράστηριότητας που χαρακτηρίζονται από σήψη και διαφθορά.
Όποιος και αν είναι ο όρος της νέας αυτής κατηγορίας εγκλημάτων, είναι βέβαιο ότι ακόμα δεν έχει σαφώς καθοριστεί το περιεχόμενο της. Οι ερευνητές δεν έχουν προσδιορίσει τελεσίδικα τα είδη των εγκλημάτων που περιλαμβάνει (ωστόσο δεν αμφισβητείται ότι η συζυγοκτονία που διαπράττει ένας μεγαλοεπιχειρηματίας δεν είναι έγκλημα λευκού κολλάρου), το modus operandi και τα ακριβή χαρακτηριστικά των δραστών, την έκταση της βλάβης στα θύματα, καθώς και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρουν οι δράστες. Πάντως και σ' αυτήν την κατηγορία εγκλημάτων, όπως και στο οργανωμένο έγκλημα, είναι χρήσιμη μια περιγραφική προσέγγιση.


Κατά τον Kaiser και άλλους τα οικονομικά εγκλήματα, παρά την κάποια αμοιβαία διείσδυση, είναι δυνατόν να καταταγούν σε τέσσερις ομάδες σύμφωνα με την περιοχή που πρέπει να προστατευθεί.

— Προστασία της εθνικής οικονομίας και της οικονομίας των επιχειρήσεων: εγκλήματα κατά των τραπεζών και του χρηματιστηρίου εγκλήματα σχετικά με το σύστημα των πιστώσεων, με τις ασφάλειες, με τον ελεύθερο ανταγωνισμό, με τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων.
— Προστασία του δημοσιονομικού τομέα: εγκλήματα σχετικά με τη φορολογία, τον τελωνειακό κώδικα, απάτη ως προς τις χρηματοδοτήσεις, δωροδοκία και δωροληψία.
— Προστασία του κοινωνικού συνόλου: παραβάσεις διατάξεων σχετικών με την προστασία της νεότητας και της εργασίας, την κοινωνική ασφάλιση και γενικά εγκλήματα σχετικά με την προστασία των καταναλωτών (π.χ. νοθεία τροφίμων) και του περιβάλλοντος.
— Προστασία των αντισυμβαλλομένων και καταναλωτών: απάτη και τοκογλυφία.

Από όσα αναφέρθηκαν καταδεικνύεται η εγκληματολογική αξία της διάκρισης αυτής. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η σταδιοδρομία του όρου εγκλήματα λευκού κολλάρου δεν ήταν απρόσκοπτη. Ήδη από το Ι947 είχε αρχίσει η αμφισβήτησή του. Η αοριστία και η ασάφεια του όρου, το ζήτημα αν όντως αποτελούν τα εγκλήματα αυτά ξεχωριστή κατηγορία εγκλημάτων με ειδική μορφή συμπεριφοράς και το ερώτημα αν είναι ορθό να αντιμετωπίζονται ηγετικά και υπεύθυνα στοιχεία της κοινωνίας ως εγκληματίες, είναι μερικά από τα θέματα που έθιξαν οι επικριτές των εγκλημάτων λευκού κολλάρου. Τα εγκλήματα όμως αυτά στην «απομυθοποιημένη και εκδημοκρατισμένη» μορφή τους δεν αμφισβητούνται πλέον. Αντίθετα είναι φανερό ότι η δημιουργία αυτής της ξεχωριστής κατηγορίας εγκλημάτων βοήθησε να εντοπισθεί μια νέα μορφή εγκληματικότητας συνυφασμένη με την οικονομική ανάπτυξη και την καταναλωτική κοινωνία, μια εγκληματικότητα που συνεπάγεται πολύπλευρη ζημιά. Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής έκταση των εγκλημάτων λευκού κολλάρου — αφού είναι μεγάλος ο σκοτεινός τους αριθμός — είναι παραδεκτό ότι ζημιώνουν σημαντικά την κοινωνία. Το υψηλό κόστος των εγκλημάτων αυτών μαρτυρούν αφενός τα συνήθως πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά που αφορούν και αφετέρου τα πολύ περισσότερα θύματα που εμπλέκονται στα οικονομικά εγκλήματα από ό,τι στα συνηθισμένα εγκλήματα. Αλλά και το κοινωνικό τους κόστος είναι βαρύ αφού τα εγκλήματα αυτά διαβρώνουν θεσμούς και άτομα.
Εξάλλου αυτή η διάκριση εγκλημάτων επέβαλε στους ποινικολόγους και εγκληματολόγους να ασχοληθούν με την ανεύρεση διαφορετικών και αποδεκτών από ειδικοπροληπτικη και γενικοπροληπτική άποψη μεθόδων μεταχείρισης (π.χ. ποινές που πλήττουν την ελευθερία οικονομικής και επαγγελματικής δραστηριότητας του δράστη — κλείσιμο επιχείρησης, αφαίρεση επαγγελματικής αδείας, ποινές στερητικές της ελευθερίας, υψηλές χρηματικές ποινές, έκκληση στη συνείδηση).
Τέλος, δεν θα έπρεπε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι αυτή η νεοπαγής κατηγορία εγκλημάτων αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για έρευνα και συγγραφή αξιόλογων έργων στις ποινικές επιστήμες. Επιπλέον εξακολουθεί να χρησιμεύει, όπως και την εποχή του Sutherland, στον ποινικό νομοθέτη σαν μανδύας με τον οποίο καλύπτει νέες μορφές συμπεριφοράς (π.χ. ρύπανση περιβάλλοντος) για τις οποίες επιβάλλεται εγκληματοποίηση.

Εγκλήματα μη συμβατικά και εγκλήματα κοινά, συμβατικά

Πρόσφατα, η προσοχή διεθνών οργανισμών και κυρίως του Ο.Η.Ε., έχει στραφεί στα μη συμβατικά εγκλήματα. Για τα εγκλήματα όμως αυτά, όπως και για τα οργανωμένα εγκλήματα ή τα οικονομικά εγκλήματα, τα οποία συνήθως εμπεριέχονται στα μη συμβατικά εγκλήματα, δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός.
Ο όρος μη συμβατικά εγκλήματα προϋποθέτει τη διχοτόμηση όλων των εγκλημάτων σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στην κατηγορία των κοινών, παραδοσιακών, συμβατικών εγκλημάτων (π.χ. εκ προθέσεως ανθρωποκτονία, σωματική βλάβη, ληστεία, κλοπή, βιασμός κτλ.) και στην κατηγορία των μη συμβατικών εγκλημάτων. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται μορφές συμπεριφοράς οι οποίες, αδιάφορο αν συνιστούν έγκλημα, αποτελούν κατάχρηση οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας. Στην περίπτωση που συνιστούν έγκλημα, η υψηλή πολιτική, οικονομική ή κοινωνική θέση του δράστη ή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελείται μειώνουν συνήθως τις πιθανότητες ανακάλυψης ή σύλληψης ή καταγγελίας κτλ.
Ως παραδείγματα μη συμβατικών εγκλημάτων αναφέρονται ιδιαίτερα» τα οικονομικά εγκλήματα και μεταξύ αυτών οι απάτες στις αγοραπωλησίες γης
, η εκμετάλλευση εργατών και μάλιστα μεταναστών, οι εισαγωγές και εξαγωγές ακατάλληλων και επικίνδυνων προϊόντων, τα οικονομικά εγκλήματα των πολυεθνικών εταιρειών και γενικά η κατάχρηση οικονομικής εξουσίας από αυτές τις εταιρείες σε βάρος κυρίως αναπτυσσομένων χωρών (π.χ. πωλήσεις απαγορευμένων φαρμάκων, απάτη ως προς τη διαφήμιση). Μη συμβατικά εγκλήματα θεωρούνται επίσης η βάναυση μεταχείριση υπόπτων από αστυνομικούς ή κρατουμένων από φύλακες, η διαφθορά πολιτικών, δικαστών ή άλλων ατόμων με ενισχυμένες εξουσίες, το οργανωμένο έγκλημα καθώς και τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η γενοκτονία, το απαρτχάιντ, η δουλεία, τα βασανιστήρια, η αυθαίρετη εκτέλεση ατόμων, η αναγκαστική ή ακούσια εξαφάνιση ατόμων και άλλες σημαντικές παραβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αναφορά σε παραδείγματα μη συμβατικών εγκλημάτων τονίζει το εύρος των μορφών συμπεριφοράς τις οποίες καλύπτει η κατηγορία αυτή. Επίσης συντελεί στο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλά από τα συμβατικά εγκλήματα δεν αποτελούσαν εγκλήματα σε ορισμένες χώρες (πρβλ. τον πρόσφατο ελληνικό νόμο 1500/1984 για τα βασανιστήρια και την κατάχρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) ή και δεν αποτελούν ακόμη.
Η επισήμανση των μη συμβατικών εγκλημάτων επιβεβαιώνει την επίδραση της νέας, ριζοσπαστικής εγκληματολογίας στην παλιά, παραδοσιακή εγκληματολογία. Εκείνο όμως που κάνει πιο σημαντική αυτή την επισήμανση είναι ότι ευαισθητοποιεί την κοινή γνώμη στα εγκλήματα των κυβερνώντων και της άρχουσας τάξης.

Το πρόβλημα της «κατάχρησης εξουσίας» και των μη συμβατικών εγκλημάτων έχει απασχολήσει τον Ο.Η.Ε. εδώ και μια δεκαετία. Το 1980 (6ο Συνέδριο. Καράκας) συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα «Έγκλημα και Κατάχρηση Εξουσίας: Αδικήματα και Δράστες πέρα από το Νόμο». Σε σχετική μάλιστα απόφαση του Ο.Η.Ε. προτρέπονται τα κράτη-μέλη, και ιδιαίτερα τα αναπτυσσόμενα, να συνεχίσουν να συλλέγουν, να αναλύουν και να μεταδίδουν πληροφορίες σχετικά με την κατάχρηση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. (Υπολογίζεται ότι τα θύματα από την εγκληματική κατάχρηση πολιτικής εξουσίας σε μια περιοχή τα τελευταία 15 έτη ήταν 2.000.000 αγνοούμενοι πολύ περισσότερα, φυσικά, από τα θύματα συμβατικών ανθρωποκτονιών). Το 1985 το Σχέδιο Διακήρυξης για Δικαιοσύνη και Βοήθεια σε Θύματα περιέλαβε και διάταξη στην οποία εξομοιώνονται τα θύματα των συμβατικών εγκλημάτων με τα θύματα των μη συμβατικών. Δεν είναι φυσικά γνωστό, αν θα παραμείνει η διάταξη αυτή και αν τα θύματα των μη συμβατικών εγκλημάτων θα έχουν τελικά τα ίδια δικαιώματα για αποζημίωση και περίθαλψη καθώς και για πρόληψη της θυματοποίησής τους με τα θύματα των συμβατικών. Πάντως ο σπόρος για την αναγνώριση των μη συμβατικών εγκλημάτων και την παραδοχή της χρησιμότητας τους έχει ήδη αρχίσει να ριζώνει παρά την ευρύτητα ή και κάποια αοριστία του όρου και παρά το γεγονός ότι θίγονται συμφέροντα με την καθιέρωση αυτών των εγκλημάτων.


[i] Κ.Δ. Σπινέλη, «Εγκληματολογία», κ. 3.4.6 & 3.4.7, σ. 113-118, νομικές εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1985

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Μεταφυσική

Η ελληνική διδασκαλία περί του ανθρώπου κι η ορφική μυστηριακή δογματική[1]

Στη δεμένη με το όνομα του θράκα τραγουδιστή 'Ορφέα μ υ σ τη ρ ι α κ ή θρησκεία … ο Διόνυσος είναι … κύριος τής ζωής και του θανάτου. Τον Ίδιο, πού είχε πάρει μορφή ταύρου—έτσι το λέ­γει ο τελετουργικός μύθος—τον ξέσκισαν οι Τιτάνες και κατάπιαν τα μέλη του. Μόνο την καρδιά του τη γλίτωσε η Αθηνά και την πήγε στο Δία, κ' εκείνος έφτιαξε απ’ αυτή το νέο Διόνυσο – Ζαγρέα. Ό Δίας τσάκισε τους Τιτάνες με τον κεραυνό κι από τη στάχτη τους γεννήθηκαν οι άνθρωποι πού παρουσιάζουν διπλή φύση : είναι μια ένωση του τιτανικού στοιχείου, που έδρα του έχει το σώμα, και του θεϊκού-διονυσιακού, κι απ’ αυτό βαστάει ή ψυχή. Το σώμα είναι εφήμερο, ή ψυχή αιώνια, δηλαδή χωρίς αρχή και τέλος. Ή ψυχή, για να τιμωρηθεί για κάποιο παραστρά­τημα κατά τη διάρκεια τής θεϊκής της ζωής, εξορίστηκε στο γήινο σώμα, πού είναι το όργανό της, μαζί όμως κ' ή αλυσίδα της, φυλακή και τάφος της (σώμα-σήμα). Είναι υποχρεωμένη χιλιάδες των χιλιάδων χρόνια να ξαναγεννιέται ολοένα, να καθαρίζεται μένοντας σε αναμεταξύ διαστήματα στον Άδη και σε κάθε μια από τις γεννήσεις να μπαίνει σε πλήθος σώματα φυτών, ζώων, ανθρώπων, και μόνο αν πάρει το δρόμο τής σωτηρίας ακολουθών­τας τις εντολές του 'Ορφέα, του άρχοντα, και ζήσει καθαρή ζωή και βάζοντας ασκητικό περιορισμό στον εαυτό της αποφεύγει κάθε σαρκική τροφή κι άλλα απαγορευμένα φαγητά (λ.χ. κουκιά) κι απέχει από αιματηρές θυσίες, μπορεί στο τέλος να γλιτώσει από τον κύκλο των γεννήσεων και να ξαναγυρίσει στη χαμένη θεϊκή μακαριότητα. Γύρω στο δόγμα αυτό τής μετεμψύχω­σης συγκεντρώθηκαν οι ορφικοί σύλλογοι, πού ξαπλώθηκαν στη μητρόπολη, ιδιαίτερα στην Αττική, περισσότερο όμως στις δυτι­κές αποικίες τής Κάτω Ιταλίας και τής Σικελίας. "Έχομε, από μεταγενέστερα όμως χρόνια (4°-2° αιώνα π.Χ.), χρυσές πλάκες από την Πετηλία, τούς Θούριους, τις Ελευθερνές τής Κρήτης, τη Ρώμη, πού τις έθαβαν με πεθαμένα μέλη ορφικών συλλόγων. Οι επιγραφές πού βρίσκονται επάνω σ' αυτές βεβαιώνουν την ψυχή του ή τής πεθαμένης πώς έρχεται «καθαρή από καθαρούς», πώς ξέφυγε τον πονεμένο κύκλο (των γεννήσεων) κ' ύστερα απ’ αυτό την προσφωνούν: «Καλότυχη και μακαρισμένη! θα γίνεις θεός αντί άνθρωπος» Με το δόγμα αυτό τής μετεμψύχωσης είταν δε­μένη στην ορφική διδασκαλία μια κοσμολογική θεωρία, πού οι λεπτομέρειες της δεν είναι ολότελα εξακριβωμένες. Ξέρομε όμως με βεβαιότητα, πώς γι’ αρχές του κόσμου έβαζαν το χάος και τη νύχτα. Ή τελευταία γεννούσε ένα αβγό κι απ’ αυτό έβγαινε ένας φτερωτός Έρωτας. Είναι επίσης βέβαιο πώς ή όρφική θεολογία, πού την περιείχαν οι Ιεροί λόγοι, δεν ξεπερνούσε ολότελα την πολυθεΐα, όμως στα πολλά ονόματα των θεών έβλεπε μόνο διάφορες ονομασίες για τις ποικίλες ενέργειες και φανερώματα τής μιας στο βάθος θεϊκής ουσίας, πού αποτε­λεί τον πυρήνα ολόκληρου του κόσμου. Έτσι ή ορφική αυτή θεο­λογία πρόβαλλε με δόγματα σαν τ' ακόλουθα :

Ο Δίας αρχή, ο Δίας μέση, από το Δία όλα γένηκαν.
Ο Δίας βυθός τής γης και του αστρόσπαρτου ουρανού
,

είτε :

Ένα πράμα είναι ο Δίας, ο Άδης, ο Ήλιος κι ο Διόνυσος.

Ένας θεός κατοικεί σε όλα. Και τραβάει πέρα ως το κατώφλι του πανθεϊσμού, χωρίς όμως να το περάσει. Πάσκισε, καθώς φαίνεται, τον κόσμο να το νιώσει σα μιαν ενότητα, που την κυβερνάει ένας σταθερός νόμος. Δεν κατάφερνε όμως να ξεφορτωθεί την αντίθεση : ύλη και πνεύμα, θεός και κόσμος, σώμα και ψυχή. Ό άνθρωπος με το δόγμα τής μετεμψύχωσης σύρθηκε μέσα στην κοσμική στροφή τής γέννησης και του χαμού κ' ή μοίρα του συντελιέται κατά τον αυστηρό νόμο : «ό,τι έφτιαξες υπόφερε το».
Αυτή ή ορφική μυστηριακή θρησκεία με τη διδασκαλία της για τον άνθρωπο αναποδογυρίζει ολότελα την ελληνική αντί­ληψη για τη ζωή. Εκεί ο σωματικός άνθρωπος είναι ο καθαυτό άν­θρωπος, ή ψυχή ένα αδύναμο είδωλο, Εδώ το αιώνιο κι αχάλαστο είναι ή ψυχή, το σώμα το εφήμερο, το ακάθαρτο, το παρακα­τιανό. Εκεί ή ζωή πάνω στη γη και μέσα στο φως τού ήλιου είναι ή αληθινή ζωή, ο πέρα κόσμος ένα αχαμνό και θολό της αντίγραφο, εδώ ή ζωή πάνω στη γη ένα είδος κόλαση, μέρες φυ­λακής, τιμωρία, και μόνο στον πέρα κόσμο, όταν ή ψυχή λυτρω­θεί από τη φυλακή του κορμιού, χαμογελάει ή αληθινά θεϊκή ύπαρξη. Έτσι αυστηρά ένιωθε ήδη την αντίθεση αυτή ο Ευριπί­δης, πού σε μια του από τις χαμένες τραγωδίες βάζει κάποιο πρόσωπο να πει:

Ποιος ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος κι αυτό πού εμείς θάνατο λέμε, κάτω εκεί να λέγεται ζωή.


Το τέλειο αυτό αναποδογύρισμα του πηγαίου και γνήσιου τρόπου, πού ο Έλληνας νιώθει τη ζωή, κ' ή συνέπειά του, ή ξαναπροσαρμογή όλων των άξιων, ιδιαίτερα ή υποτίμηση του σωματι­κού κι ο ασκητικός τρόπος της ζωής πού πηγάζει απ’ αυτή, είναι κάτι ολότελα ξένο για την ουσία του Έλληνα και γι' αυτό μαρ­τυρεί προέλευση εξωελλαδική, ανατολίτικη. Μπορεί αυτή η μυστικόπαθη πνευματική κατεύθυνση να βρήκε κάποια σημεία επαφής στην ελληνική ουσία, να ικανοποιούσε κάποιες ανάγκες, πού τις ένιωθαν εξαιρετικά ζωηρά ίσα, ίσα γιατί πρωτοπαρουσιάζονται τον καιρό αυτό, μπορεί ή ελληνική περιπάθεια να ρίχτηκε ξα­φνικά στη θρησκεία και να ήθελε να ξεδιψάσει στην εκστατική μέθη. Ωστόσο ο δυϊσμός αυτού του μυστικισμού, πού την ανθρώπινη φύση τη χωρίζει σε δυο εχθρικά το ένα στο άλλο στοι­χεία, είναι ξένη σταγόνα μέσα στο ελληνικό αίμα. Πατρίδα τής ιδέας αυτής του λυτρωμού, του ξεσκλαβωμού δηλαδή της ομοούσιας με το θεό ψυχής από τα δεσμά του γήινου κορμιού, είναι χωρίς αμφιβολία ή Ινδία, όπου προβάλλει στα ερμηνευτικά των Βέδας θεολογικά συγγράμματα, τις Ουπανισάδες, κάπου ανά­μεσα στα 800 και 600, τον καιρό πού απονεκρώνεται ή βεδική πίστη σε θεούς. Ενώ εδώ διαμορφώθηκε περισσότερο θεωρητικά, στο Ιράν, στη θρησκεία του Ζαραθούστρα, δέθηκε με τούς πα­λιούς περσικούς λαϊκούς θεούς. Την ξέρουν ήδη τα παλαιότερα Γκάθας τής Άβέστα και σ' ένα κομμάτι του Ζαραθούστρα, πού βρέθηκε τελευταία, προβάλλει αυτός σαν ο σταλμένος από τον ου­ρανό σωτήρας, πού ελευθερώνει την ψυχή από το «αγκάλιασμα» του κορμιού. Η Θράκη χρησίμεψε σα γέφυρα πού την πέρασε ή ανατολική αυτή ιδέα του λυτρωμού για να έρθει στην Ελλάδα. Σε διάφορες φυλές τής χώρας αυτής βρίσκομε πολύ παλιά ίχνη όχι μόνο της πίστης στην αθανασία παρά και του αναποδογυρισμού τού εδώ και τού άλλου κόσμου, πού φανερώνεται στο έθιμο να θρηνούν τούς νεογέννητους και να μακαρίζουν στην κηδεία τούς πεθαμένους για την καλή τους τύχη. Κ' ή Θράκη είταν, καθώς ξέρομε, ή πατρίδα του Ορφέα, πού με τ' όνομά του απλώ­θηκε ή διδασκαλία αυτή στην Ελλάδα.


[1] Τσέλλερ – Νεστλέ, «Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας», 1η περίοδος, σελ. 18-22, Εστία, Αθήνα 1980.