Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Πόλεμος

Περί της φονικότητας των βομβών[1]

Όταν η ΡΑΦ εισήλθε στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, οι βόμβες της ήσαν ακόμη στα πρότυπα των εκρηκτικών του 1918 και τουλάχιστον σε μία περίπτωση, κατά τις βρετανικές επιδρομές στην Στουτγάρδη τον Ιούλιο του 1944, μερικές μοίρες αεροσκαφών έριξαν βόμβες του 1918. Η εμπειρία από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο υποδείκνυε ότι τα ωστικά κύματα των βομβών μπορούσαν να σκοτώσουν σε μεγάλη απόσταση από το σημείο έκρηξης. Κι όμως, για έναν τέτοιο σκοπό η Διοίκηση Βομβαρδιστικών δεν διέθετε μεγαλύτερες βόμβες από εκείνες των 227 κιλών και τα κίνητρα ανάπτυξης μεγαλύτερων ήσαν λίγα. Οι Γερμανοί δεν είχαν κάνει το ίδιο λάθος και έως το 1943 χρησιμοποιούσαν συστηματικά εκρηκτικές ύλες με πρόσθετα καθαρού αλουμινίου, τα οποία διπλασίαζαν την δύναμή τους, γεγονός το οποίο ήταν γνωστό στους Βρετανούς θεωρητικούς, ειδικούς του πολέμου, οι οποίοι εντούτοις δεν κατόρθωσαν να το «περάσουν» στην πράξη προς τους προγραμματιστές της κατασκευής των πυρομαχικών της Διοίκησης Βομβαρδιστικών.

Η ανακολουθία εντοπίστηκε από έναν κορυφαίο ειδήμονα του Ναυαρχείου στην επιχειρησιακή έρευνα, τον καθηγητή Φυσικής Πάτρικ Μπλάνκετ : «Δοκιμές στατικών εκρήξεων», έγραψε, «έδειξαν ότι οι βρετανικές βόμβες γενικής χρήσης που χρησιμοποιούνταν τότε, ήσαν περίπου κατά το ήμισυ αποτελεσματικές σε σύγκριση με τις γερμανικές βόμβες ελαφρού περιβλήματος (εκρηκτικές) του ίδιου βάρους. Κατά τους δέκα μήνες, Αύγουστος 1940 – Ιούνιος 1941, το συνολικό βάρος των βομβών που έπεσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν περίπου 50.000 τόνοι. Ο αριθμός των νεκρών ήταν 40.000, που σημαίνει 0,8 σκοτωμένοι ανά τόνο».

Συνεπώς, συμπέραινε ο Μπλάνκετ, έχοντας ως δεδομένα την αποδεδειγμένα χαμηλότερη δυναμικότητα της ΡΑΦ και τον κατώτερο οπλισμό της, μπορούσαν να ελπίζουν σε 0,2 νεκρούς Γερμανούς ανά ριπτόμενο τόνο βρετανικών βομβών. Καθώς είχε ήδη αποδείξει ότι «οι απώλειες της βιομηχανικής παραγωγής … και οι απώλειες μεταξύ των αμάχων … ήσαν περίπου αναλογικές», υποδείκνυε με υπολογισμούς του ότι η συνέχιση των βομβαρδισμών κατοικημένων περιοχών εκ μέρους της ΡΑΦ ήταν μάταιη, άποψη ήδη ευρέως αποδεκτή στους κύκλους του Ναυαρχείου.

Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τα μακάβρια πειράματα του καθηγητή Σόλι Ζούκερμαν, στα τέλη του 1941, τα οποία γνωστοποιήθηκαν για πρώτη φορά μετά από σχετική ερώτηση που υποβλήθηκε στην Βουλή των Κοινοτήτων. Ο Ζούκερμαν κατέδειξε ότι οι γερμανικές βόμβες, συγκρινόμενες με τις βρετανικές ανά μονάδα βάρους, ήσαν αποτελεσματικότερες περίπου στο διπλάσιο. Αλλά δεν ήταν μόνο αύτο : πυροδοτώντας βρετανικές βόμβες γενικής χρήσης των 227 κιλών ανάμεσα σε ζωντανές κατσίκες στοιβαγμένες σε βαθύ λάκκο και υπό διαφορετικές γωνίες, ο Ζούκερμαν συμπέρανε ότι «η φονική πίεση για τον άνθρωπο» ήταν περίπου 28-36 κιλά ανά τ.ε. Η εμπειρία των αεροπορικών επιδρομών στις βρετανικές πόλεις επαλήθευσε τον υπολογισμό. Έως τότε, θεωρούσαν ότι η φονική πίεση ήταν μόλις 0,35 κιλά ανά τ.ε.

Ο Ζούκερμαν υπολόγισε εμπειρικά ότι η αναγκαία πίεση για να προκαλέσει ελάχιστη πνευμονική ζημιά στον άνθρωπο ήταν 4,93 κιλά ανά τ.ε. Επικαλούμενος έρευνα του καθηγητή Τζ. Ντ. Μπέρναλ για τις απώλειες από τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές στις βρετανικές πόλεις, ο Ζούκερμαν συμπέρανε ότι πολύ λίγοι κάτοικοι βρίσκονταν τόσο κοντά στα σημεία βομβαρδισμού, ώστε να υποστούν τραυματισμούς από τα ωστικά κύματα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι παρόλο που ο Ζούκερμαν ερεύνησε και τις θραυστικές επιπτώσεις των βομβαρδισμών, κανένας επιστήμονας και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές δεν είχε ερευνήσει την φονικότητα των βομβών από την άποψη του καπνού – και της συνεπαγόμενης δηλητηρίασης από το μονοξείδιο του άνθρακα. Στις επιδρομές που αναλύονται στην παρούσα εργασία, το ποσοστό των απωλειών που προκλήθηκαν εξαιτίας αυτής της αιτίας, προσεγγίζει το 70% του συνόλου των γερμανικών απωλειών.

Αν, όμως, οι καθηγητές Μπλάνκετ και Ζούκερμαν περίμεναν το Επιτελέιο Αεροπορίας να εκτιμήσει σοβαρά τους αποθαρρυντικούς υπολογισμούς τους και να προσανατολίσει την πολεμική βιομηχανική παραγωγή στην επίθεση κατά των εχθρικών υποβρυχίων – και οι 2 επιστήμονες ήσαν γνωστοί πολέμιοι του βομβαρδισμού κατοικημένων περιοχών – απογοητεύτηκαν. Οι υπολογισμοί τους, όπως και πολλοί άλλοι από επιστήμονες ανάλογων πεποιθήσεων, χρησιμοποιήθηκαν μονάχα ως επιχειρήματα για ισχυρότερα όπλα και καλύτερη μεθόδευση των ενεργειών της Διοίκησης Βομβαρδιστικών.

[1] Ντάιβιντ Ίρβιγκ, «ο Βομβαρδισμός της Δρέσδης», εκδόσεις Ιωλκός, 2004