Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Μετά την "Πτώση"

Το Βυζάντιο υπό το «δυτικό πρίσμα»[1].

Ο πρώτος λόγιος που εξετίμησε τη βυζαντινή ιστορία και αναγνώρισε την ιδιαίτερη αξία της ήταν ο μαθητής του Μελάχθονος, Ιερώνυμος Βολφ (1516-1580). Ο Βολφ, βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των Φούγγερ στο Άουγκσμπουργκ, ασχολήθηκε με τον ίδιο ζήλο με τους βυζαντινούς, όσο και με τους κλασικούς συγγραφείς. Με την επιχορήγηση του Άντον Φούγγερ εξέδωσε το Χρονικό του Ιωάννου Ζωναρά, την ιστορία του Νικήτα Χωνιάτη και ένα μέρος από την ιστορία του Νικηφόρου Γρηγορά. Πρώτος ο Βολφ είδε την βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Byzantinae historiae.

Το παράδειγμα του Βολφ μιμήθηκαν και άλλοι. Ο νεοφανής Ουμανισμός με το ερευνητικό του πνεύμα ερεθίσθηκε από πολιτικά και εκκλησιαστικά ενδιαφέροντα, όπως ήταν το ζήτημα του πολέμου εναντίον των Τούρκων, οι ενωτικές προσπάθειες στους κύκλους των καθολικών και οι συμπάθειες για το αντι-παπικό Βυζάντιο στους προτεσταντικούς κύκλους. Καθένας χωριστά και από διαφορετικά κίνητρα οι δυτικοί ευρωπαίοι ουμανιστές επιδόθηκαν στα τέλη του δέκατου έκτου και στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα στην έρευνα των πηγών της βυζαντινής ιστορίας και του βυζαντινού δικαίου. Πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή ήταν στην Γερμανία οι μαθητές του Βολφ, Βίλχελμ Χόλτσμαν (Ξυλάντερ) και Δαυΐδ Χέσελ, καθώς και ο επιφανής ιστορικός του δικαίου Ιωάννης Λενκλάβιους, στην Γαλλία οι λόγιοι ιησουΐτες, με πρωτοστάτη τον Διονύσιο Πετάβιους (Πετάου), στην ολλανδία ο Β. Βουλκάνιους και κυρίως Ιωάννης Μέρσιους και στην Ιταλία οι Έλληνες ουνίτες Νικόλαος Αλαμαννός και Λέων Αλλάτιος.

Στην πρώτη αυτή φάση των βυζαντινών σπουδών η εργασία περιορίσθηκε ουσιαστικά στην έκδοση και μετάφραση των πηγών στα λατινικά, ενώ η επιλογή των επί μέρους συγγραφέων γινόταν σχεδόν συμπτωματικά. Ως τότε οι ερευνητές δεν είχαν την εποπτεία όλου του υλικού, γι’ αυτό και προχωρούσαν ψηλαφητά και χωρίς καθορισμένο σχέδιο εργασίας.

Ύστερα από τις αξιόλογες, αλλά περιορισμένες αυτές προσπάθειες την πρώτη τους άνθηση δοκίμασαν οι βυζαντινές σπουδές στην Γαλλία από τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα και εξής. Η επιστημονική δραστηριότητα που επικρατούσε στην γαλλική αυλή επί Λουδοβίκου ΙΓ΄ και προ παντός επί Λουδοβίκου ΙΔ΄ επεκτάθηκε ιδιαίτερα στον βυζαντινό χώρο. Η εκδοτική παραγωγή, που ως τώρα γινόταν χωρίς κανένα σύστημα, εντάχθηκε σε ένα ενιαίο και ευρύ πρόγραμμα, ενώ σιγά-σιγά άρχιζε μια ζωηρή και καρποφόρα ερευνητική δραστηριότητα. Με χορηγούς τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ και τον Κολμπέρ, το περίφημο τυπογραφείο του Λούβρου άρχισε την έκδοση μιας μεγάλης σειράς βυζαντινών ιστορικών. Πρώτο εκδόθηκε το 1645 το ιστορικό έργο του Ιωάννου Καντακουζηνού και το 1648 ακολούθησε η έκδοση των Excepta de legationibus του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου από τον Φ. Λαμπέ, ο οποίος στον Πρόλογό του καθώριζε το σχέδιο ενός Corpus των βυζαντινών ιστορικών, τόνιζε τη σημασία της βυζαντινής ιστορίας και καλούσε σε συνεργασία τους ερευνητές όλων των χωρών. Στις επόμενες δεκαετίες η εργασία συνεχίσθηκε με πολύ ζήλο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η πρώτη πλήρης έκδοση των βυζαντινών ιστορικών. Η έκδοση αυτή ανατυπώθηκε αργότερα στο σύνολό της στο Corpus της Βενετίας και στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά με ορισμένες προσθήκες στο Corpus της Βόννης.

Στο Corpus των Παρισίων συνεργάστηκαν οι πιο σημαντικοί τότε λόγιοι της Γαλλίας, όπως οι ιησουΐτες Φίλιππος Λαμπ (1607-1667) και Πέτρος Πουσσέν (1609-1689), οι δομηνικανοί Ιάκωβος Γκοάρ (1601-1653) και Φραγκίσκος Κομπεφίς (1605-1697) και ο σπουδαίος νομομαθής Κάρολος Αννίβας Φαμπρό (1580-1659). Πολύτιμη συνεργασία προσέφεραν και συνεργάτες από το εξωτερικό και ιδιαίτερα από την Ρώμη, όπως ο Λουκάς Χολστένιους και ο Λέων Αλλάτιος. Στο Corpus του Λούβρου εκδόθηκαν για πρώτη φορά πολλοί βυζαντινοί συγγραφείς. Σε κάθε περίπτωση επανεκδόσεως γνωστών συγγραφέων, το Corpus των Παρισίων αποτελούσε ουσιαστική πρόοδο γιατί προσέφερε καλύτερο κείμενο και προ παντός χρήσιμο υπομνηματισμό.



Το ζωηρό ενδιαφέρον για το βυζάντιο, που εκδηλώθηκε κατά το δέκατο έβδομο αιώνα, απέφερε πλούσιους καρπούς, ιδιαίτερα στην Γαλλία. Οι βυζαντινές όμως σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη στον επόμενο αιώνα, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, που τελικά όμως αποδείχθηκε χρήσιμος για την πρόοδό τους. Η εποχή του Διαφωτισμού, που στηρίχθηκε περήφανα στον «λόγο», στον αφηρημένο ηθικολογισμό και στον θρησκευτικό σκεπτικισμό, έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Στον διαφωτισμένο άνθρωπο προκαλούσε ιδιαίτερη αντιπάθεια το συντηρητικό και θρησκευτικό πνεύμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και η ιστορία της γι’ αυτόν δεν ήταν παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργίων» (Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων» (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι η βυζαντινή ιστορία παρουσιάσθηκε ως χιλιετής ιστορία της παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα γνωστά έργα του Καρόλου Λεμπώ, “Histoire du Bas Empire” (Paris 1967-1786) και του Εδουάρδου Γίββωνα, “the History of the Decline and Fall of the Roman Empire” (London 1776-88). Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Γίββων, στο έργο του περιέγραψε «τον θρίαμβο της βαρβαρότητας και της θρησκείας».

[1] Γκεόργκ Οστρογκόρσκυ, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τ. Α΄, σ. 48-52, ιστορικές εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993.