Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

Οι Πόλεμοι του Δώδεκα

Το Μεγάλο Μήνυμα[i]

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη νύχτα πούφτασε η πρώτη «διαταγή επιχειρήσεων» από το Γενικό Στρατηγείο. Ήταν η νύχτα της τετάρτης προς την Πέμπτη του Οκτώβρη 1912. Η Μεραρχία μας, η Τέταρτη, βρισκότανε καταυλισμένη στο Βλοχό, μικρό χωριό, σ’ απόσταση δύο περίπου ώρες από τα σύνορα …

Από νωρίς τίποτα δεν μας έλεγε πως την άλλη μέρα θ’ αλλάζαμε ντουφεκιές με τους Τούρκους. Καμμιά είδηση δεν είχαμε γι’ αμέσως επικείμενες εχθροπραξίες, ούτε στους κύκλους των αξιωματικών, ούτε στις μάζες των αντρών, που πολλοί μάλιστα δεν είχανε γι’ απίθανη και την αποφυγή του πολέμου.

Οι λίγες εφημερίδες που γλιστρούσαν στο στρατόπεδο, φτάνανε μονάχα σε χέρια προνομιούχων, που δεν έπαιρνες λέξη από το στόμα τους. Γράμματα δεν λαβαίναμε. Και τόσο τα ποθούσαμε, που το περιεχόμενο ενός και μόνου, που είχε πάρει ένας δεκανέας του μεραρχιακού ιππικού, γίνηκε γνωστό στη στιγμή που λέει ο λόγος, όχι μόνο στους υπαξιωματικούς και στους φαντάρους της Μεραρχίας, αλλά και σ’ όλους τους άντρες ενός συντάγματος της ανεξάρτητης ταξιαρχίας του ιππικού που καταυλιζότανε κοντά μας. Κι’ ας μην φανεί παράξενο. Όταν χιλιάδες μαζωμένοι άνθρωποι διψάνε να μάθουν και το ελάχιστο νέο, η παραμικρή φήμη τρέχει μ’ εκατό χιλιόμετρα στο δευτερόλεπτο. Η οικογένεια του δεκανέα τον πληροφορούσε, ότι άκουσαν τον Βενιζέλο να λέει πως οι βαλκανικοί στρατοί θ’ απαντηθούνε νικηφόροι στα μακεδονικά εδάφη σε είκοσι μέρες … Θάχουμε πόλεμο λοιπόν ; …

Πολλοί δεν το πίστευαν, ακόμα κι’ όταν γίνηκε γνωστό, πως την περασμένη μέρα ο μέραρχος Μοσχόπουλος, μετά την επιθεώρηση πούκανε σ’ ένα από τα πεζικά του συντάγματα, καταυλισμένο στο χωριό Πέτρινο, δήλωσε σε ένα σύντομο λόγο πούβγαλε στους άντρες, ότι «ευρισκόμεθα εις τας παραμονάς μεγάλων γεγονότων, κατά τα οποία η πατρίς θ’ απήτει από τα τέκνα της πιστήν και εύορκον εκπλήρωσιν των καθηκόντων των».

Κι’ αν κάθε άλλο πρόσμεναν όλοι αυτή την ημέρα παρά διαταγή για πολεμικές επιχειρήσεις, έφταιγε σίγουρα κι’ η μακάρια ειρηνική κι’ ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που μας τύλιγε. Μετά μια μέρα θαυμάσια, σχεδόν καλοκαιριάτική, ο ήλιος είχε γείρει ολοπόρφυρος και, μέσα στο πορτοκαλόχρυσο θάμπωμα του δειλινού, οι καπνοί από τις καλύβες και τους καταυλισμούς ανέβαιναν αργά και ολόισα σαν θυσίες δικαίων.

Οι βοσκοπούλες του Βλοχού, οι χαμηλοβλεπούσες, με τα ροδόχνουδα μάγουλα, φέρνανε πίσω απ’ τα λιβάδια στο χωριό, τα μικρά κοπάδια των βοδιών, που τα πιο ζωηρά κουτουλίζονταν με παιδιάστικο πείσμα, ενώ συντροφιές από χήνες έπλεαν στο χρυσαφένιο μαίανδρο μικρού ποταμιού, που στις όχθες του καθρεφτίζονταν ρωμαλέες λεύκες, με τις φυλλωσιές ανάποδα, τρεμάμενες, στα νερά …

Μέσα σε τέτοια βιβλική, αβραμιαία και γλυκιά σιωπή, που την κόβανε κάπου – κάπου μονάχα τα χρεμετίσματα των αλόγων και τα μουκανίσματα των αγελάδων, ο νους κανενός δεν πήγαινε σ’ εχθροπραξίες. Οι αισθηματικότεροι από τους φαντάρους, καθισμένοι σ’ όλο το μάκρος της ποταμιάς και στα πεζούλια των παλιών μικρών γεφυριών, με τα πόδια κρεμασμένα στα φευγαλέα νερά, ξαναθυμόντανε τις τρυφερές σκηνές του αποχωρισμού, όταν η Μεραρχία έφευγε από τ’ Ανάπλι. Αυτές κυριαρχούσαν στην ψυχή τους.

Είχαν μπροστά στα μάτια τους ζωντανές τις εικόνες, ζεστά τ’ αγκαλιάσματα, τα φιλιά και τα δάκρυα των απλοϊκών γυναικών, που είχαν ξεκινήσει από χωριά μακρινά, να ιδούν ακόμα μια φορά τους δικούς τους και να τους ξεπροβοδίσουν. Βλέπαμε μπροστά μας όλον αυτόν τον κόσμο να φτάνει σκονισμένος, ιδρωμένος, ταλαιπωρημένος, να πλημμυρίζει τους δρόμους τ’ Αναπλιού, να μην βρίσκει τί να φάει και να μαγειρεύει στο πόδι, να μην έχει πού να κοιμηθεί και να ξενυστάει κάτω από τ’ άστρα, γυναίκες με το μωρό στο στήθος, γερομητέρες με χιονισμένα μαλλιά και κυρτωμένη ράχη. Ήταν αυτές που γέμισαν το λιμάνι μ’ αεικίνητα μαντηλάκια, όταν τα καράβια φεύγανε με τους γιους, τους άντρες, τους αδελφούς τους …

… Μέσα στη βαθιά γαλήνη του δειλινού, ξαναθυμόμαστε τις σιωπηλές και περίεργες σκηνές του χωρισμού των αλόγων «της επιτάξεως» από τους κυρίους τους. Είδα χωριάτη, που κατέβηκε απ’ το χωριό του, τέσσερις ώρες δρόμο, κι’ ήρθε, παραμονή να φύγουμε, στους σταύλους της Μεραρχίας, να ιδεί για τελευταία φορά τ’ άλογό του, έναν όμορφο ψαρή, που τα καλοθρεμμένα καπούλια του μαρτυρούσαν για την άγρυπνη στοργή του αφέντη του. Άμα τον είδε, γύρισε κατ’ αυτόν το έξυπνο κεφάλι του, χρεμέτισε κι’ έσκαψε, ανυπόμονα, τη γη με το νυχοπόδαρό του.

Ο χωριάτης ξεκρέμασε από τον ώμο του ένα ντορβά με κριθάρι και τούδωσε να φάει, μ’ όλο που τον βεβαίωσαν ότι δεν ήτανε πολλή ώρα που είχανε ταΐσει όλα τ’ άλογα :

- Βρε παιδιά – είπε κλαψιάρικα, σαν να γύρευε σχεδόν ελεημοσύνη – να τ’ αγαπάτε τα ζωντανά ! … Είναι πράγματα του Θεού …

Ο καϊμένος ο ψαρής ! Τον είδα, για κάμποσο καιρό, να κουβαλάει στη ράχη του τον ταμία της Μεραρχίας ταγματάρχη Γεωργαντά. Μα, ξαφνικά, έχασα τα ίχνη του. Ν’ αναπαύτηκε τάχα για πάντα, τυμπανιαίος, σε κανένα μακεδονικό κάμπο, μ’ ανοιχτά τα σπλάχνα στα μαύρα έθνη των κοράκων και τις φοβερές μύτες των γυπαετών, αφού πέρασε τα Καμβούνια, τον Αλιάκμονα, τον Βαρδάρη κι’ ήπιε το θολό νερό της λίμνης του Οστρόβου ; Ή να επέζησε τάχα για να ξαναγυρίσει, θριαμβευτής, στο ζεστό αχουράκι του, για να ξαναδεχτεί τα χάδια του κυρίου του ;

[i] Σπύρου Μελά, «Οι Πόλεμοι του Δώδεκα», εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1972.