Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Οικονομία

Η μιζέρια του πλούτου[1]

«Οι καπιταλιστές δεν πιστεύουν καθόλου στον καπιταλισμό. Πιστεύουν στο σοσιαλισμό για τους πλούσιους. Θέλουν να είναι σίγουροι πως η κυβέρνηση θα μεριμνά μόνο γι’ αυτούς δίχως οι άλλοι να το αντιλαμβάνονται».

Μάικλ Μουρ

Την επομένη της πτώσης του τείχους (του Βερολίνου), η Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν δημοσίευσε μια εκπληκτική γελοιογραφία: δύο τραπεζίτες, τυλιγμένοι σε χοντρά παλτά, απευθύνονται σε έναν ζητιάνο ξαπλωμένο στο χιόνι, κραυγάζοντας: «Νικήσαμε!» Μια ενδιαφέρουσα επιτομή της παρανόησης που σημάδεψε αυτά τα χρόνια. Πράγματι, μετά το 1989, ο καπιταλισμός παρουσιάστηκε στα μάτια της ανθρωπότητας με τα χαρακτηριστικά του πανευτυχούς νικητή. Έχοντας πάντα υπόψη τα δικαιώματα του ανθρώπου και απουσία αξιόπιστων αντιπάλων, θα σκόρπιζε επιτέλους τα ευεργετήματά του, θα ανύψωνε τον πλανήτη σε ένα άνευ προηγουμένου πολιτισμικό επίπεδο. Η Ευρώπη και η Αμερική, πανηγυρίζοντας για το κατόρθωμά τους, άρχισαν να βυθίζονται σε μια βλαβερή νάρκη που μόλις και διαταράχτηκε λιγάκι από τον πόλεμο του Κόλπου και τη σύρραξη στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Όμως γρήγορα ήρθε η απογοήτευση: η οικονομία της αγοράς, όχι μόνο δεν κράτησε τις υποσχέσεις της, αφήνοντας στην άκρη του δρόμου εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά εμφανίζεται και σαν ένας απλός μηχανισμός παραγωγής αγαθών δίχως καμιά άλλη τελικότητα πέρα από την παραγωγή ακόμα περισσότερων αγαθών. Όταν ο καπιταλισμός αποτυχαίνει, μας κάνει να εξεγειρόμαστε με τις συμφορές που επιφέρει η αποτυχία του. Όταν πετυχαίνει, μας φρικάρει με μια υπεραφθονία ασχήμιας και άχρηστων πραγμάτων. Έχουμε μια επισώρευση περιττών εμπορευμάτων, λες και ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός έγινε το ύστατο ιδεώδες του δυτικού πολιτισμού. Με φυσική συνέπεια άτομα επικεντρωμένα στον εαυτό τους, που ενδιαφέρονται ελάχιστα για τον γύρω κόσμο και δεν βλέπουν την πολιτική παρά σαν ένα παράρτημα της διαχείρισης των επιχειρήσεων Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία. Διπλή στάση: κατακρίνουμε την ευμάρεια επειδή δεν είναι παρά ευμάρεια, δηλαδή αγοραία. Και την κατακρίνουμε επειδή δεν απλώνεται σε όλους. Οι καρποί της προόδου όχι μόνο δεν είναι μοιρασμένοι δίκαια αλλά είναι και δηλητηριώδεις, βλαβεροί όσον αφορά στη σπατάλη και τη μόλυνση. …

Πράγματι ποτέ άλλοτε οι ανισότητες δεν υπήρξαν τόσο έντονες πάνω σε ένα φόντο θεαματικού πλουτισμού. Μας είναι γνωστά τα νούμερα μες στη φοβερή μονοτονία τους (έστω κι αν ορισμένοι μπορεί να τα αμφισβητούν): παρά τη μεγάλη ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών, 20% των 6 δισεκατομμυρίων κατοίκων της γης επιβιώνουν με λιγότερα από ένα δολάριο την ημέρα και στον Νότο, ένα παιδί στα τέσσερα υποφέρει από υποσιτισμό. Αν και οι τεχνολογικές πρόοδοι μας επέτρεψαν να νικήσουμε τους λιμούς, να καταπολεμήσουμε τις βασικές ασθένειες, να επιμηκύνουμε τη διάρκεια της ζωής, αν και «η φτώχεια έχει υποχωρήσει πολύ περισσότερο στα τελευταία πενήντα χρόνια του εικοστού αιώνα απ’ όσο κατά τη διάρκεια των 500 ή μάλλον των 5.000 προηγούμενων χρόνων»[2], εντούτοις το μέσον κατά κεφαλή εισόδημα των Αμερικανών πολιτών μειώθηκε δραματικά από τα χρόνια του εξήντα ως σήμερα. Σύμφωνα με τη Διεθνή Τράπεζα, 600 εκατομμύρια άτομα είναι δίχως σταθερή κατοικία κι αν δεν αλλάξει τίποτα ως το 2010, πάνω από 1,4 δισεκατομμύρια κάτοικοι της γης δεν θα έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και αποχετευτικό σύστημα. Τέλος, το 1998, οι 350 πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη κατείχαν συνολικά μια περιουσία που ξεπερνούσε το ετήσιο εισόδημα που συγκεντρώνει σχεδόν ο μισός πληθυσμός της υδρογείου.


[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «Η μιζέρια του πλούτου, η θρησκεία της αγοράς και οι εχθροί της», σ. 19-22, εκδόσεις Αστάρτη, 2002
[2] Αντρέ Φουρσάν, «η παγκοσμιοποίηση ευνοϊκή προς την ανάπτυξη», (εφημερίδα Λε Μοντ, 04/09/2001). Στο βιβλίο του «Η Παγκοσμιοποίηση, όπως την εξήγησα στην κόρη μου» (Seuil, 2001, σ. 202-203), ο ίδιος συγγραφέας θυμίζει πως, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το ποσοστό της παγκόσμιας φτώχειας μειώθηκε κατά 9% μέσα σε είκοσι χρόνια και πως η Παγκόσμια Τράπεζα έχει πολύ φιλόδοξους στόχους για το 2015: να μειώσει στο μισό την ακραία φτώχεια, να ελαττώσει κατά δύο τρίτα την παιδική θνησιμότητα, κατά τρία τέταρτα την μητρική θνησιμότητα, να εξασφαλίσει τη βασική σχολική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά.