Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Λαογραφία

Στα βλαχοχώρια της Πίνδου
το Συρράκο
[i]

Βουνά και παραβούνια απλώνει ζερβόδεξα ο γερο-Πίνδος.

Σε δυο απ’ αυτά είναι σκαρφαλωμένα το Συρράκο κι οι Καλαρρύτες. Ανάμεσά τους βαθαίνει το φαράγγι άπατο, όπου μουγκρίζει σπάζοντας τα νερά του ο Χρούσιας. Πάνω από το φαράγγι, αντικριστά στο ‘να βουνό και στο άλλο, ακροζυγιάζονται σαν αιτοφωλιές τα δυο πλούσια βλαχοχώρια.

Βράχος είναι η ραχοπλαγιά που κρατάει πάνω της το Συρράκο. Βράχος κόκκινος, κομμένος με το μαχαίρι. Από το φρύδι που αρχίζουν κιόλας τα πρώτα σπιτόπουλα, που παν αραδιαστά τον ανήφορο σαν σκαλοπάτια, πληθαίνοντας. Αν δεις το χωριό από τα ψηλώματα, μοιάζει σαν τρίγωνο με τη μύτη του χαμηλά, στ’ ακρόχειλο του γκρεμού.

Τα σπίτια του είναι χαμηλά, σκεπασμένα με λευκές πλάκες από ασβεστόλιθο. Εδώ εκεί ψηλώνει και κανένα δίπατο αρχοντικό με αψιδωτές καμάρες. Είναι όλα σπίτια καινούρια, πενήντα χρονών, χτισμένα ύστερ’ από τον ξεσηκωμό, που οι τούρκοι έκαψαν το Συρράκο. Μα λίγοι πια είχαν τον τρόπο τους να τα στήσουν με το παλιό σχέδιο, τότε που το χωρίο τους ακούγονταν σ’ όλον τον κόσμο για την ομορφιά και το πλούτος του. Τα δρομάκια του είναι ανηφορικά, στρωμένα με καλντερίμι. Απ’ τις πλαγιές απάνω κατεβαίνουν νερά που τα ‘χουν μερώσει μέσα σε αυλάκια, για πότισμα, κι άλλα φέραν τεχνίτες από τους Κορφούς και τα ‘κλεισαν σε σωλήνες κι έφτιαξαν βρύσες μαρμαρένιες σ’ όλο το χωριό. Η Γκούρα είναι η μεγαλύτερη. Εκεί έχουν να λεν πως έχτισαν κάτι τσομπαναρέοι ξενομερίτες το πρώτο κονάκι τους, τότε που ο τόπος ήταν ακόμα λογγάρι. Ύστερα τα κονάκια πληθύναν και έγινε χωριό, το Μεσοχώρι, κέντρο του Συρράκου, με τη βρύση του, με το μεϊντάνι, το καφενείο. Δίπλα στη Γκούρα βρήκαν λέει και το εικόνισμα του Άι-Νικόλα θαμμένο στη γης. Και του ‘χτισαν όμορφη εκκλησία, τον Άι-Νικόλα, που κι αυτόν τον έκαψαν οι τούρκοι στον ξεσηκωμό. Μα ετούτοι φέραν μαστόρους από τα Γιάννενα, βοήθησαν κι οι ίδιοι, άντρες και γυναίκες, κουβαλώντας μαδέρια απ’ το δάσος και πλάκες απ’ τα βουνά και τον ξανάχτισαν. Παραπάνω, ψηλότερα, έχτισαν δεύτερη εκκλησιά, την Παναγίτσα. Κατάκορφα στο χωριό είναι το μοναστήρι τ’ Άι-Λιος. Και σκόρπιες εδώ εκεί άλλες τρεις εκκλησιές. Στη Μπουλιάνα ο Άι-Γιώργης, στο Παλιοχώρι η Αγία Παρασκευή κι ανάμεσα στις δυο κορφές, Πρίζα και Φριγγοράσα, οι Άγιοι Απόστολοι.



Πάνε τετρακόσια χρόνια σωστά από τότε που τούρκεψε το Συρράκο. Ήταν στα 1480. Σαν πέρασαν καμιά διακοσαριά χρόνια, άρχισαν και δω οι αρπαγές και οι σκοτωμοί. Αλλά και πάλι το χωρίο με τις χιλιάδες τα πρόβατα πλούσιο έστεκε. Το τυρί τους έφτανε ως τη Μάλτα. Τα δέρματα τα πουλούσαν στη Φραγκιά. Τα μαλλιά ζητιούνταν στο βασίλειο της Νάπολης. Δίπλα στους τσελιγκάδες σιγά και οι καποτάδες που έραβαν τα μάλλινα υφάσματα. Άρχισαν να βγαίνουν κι οι έμποροι που κατέβηκαν ως τα Γιάννενα κι έφτασαν ως την Αρβανιτιά κι απλώθηκαν απλώθηκαν ύστερα στην Ευρώπη ολόκληρη, από Αούστρια ως Ισπανία. Ακόμα και τράπεζες δικές τους άνοιξαν. Το Συρράκο σόδιαζε τ’ ασήμι και το χρυσάφι κι οι αγωγιάτες κουβαλούσαν ολημερίς τα καλά του θεού, μετάξια και λαχούρια για τις γυναίκες, μόμπιλα της Βενετιάς για τα σπίτια τους, χρυσά σιρίτια για τις φορεσιές, φυλλάδες λογής λογής για το φωτισμό των παιδιών τους, Ο ένας ύστερ’ από τον άλλον γκρέμιζαν τα σπίτια τους κι έχτιζαν αρχοντικά και φώναζαν ξυλοσκαλιστάδες ακουστούς να τα στολίσουν. Το χρυσάφι τους και τ’ ασήμι δεν το πάράχωναν, παρά το ‘φτιαναν γιορντάνια και στολίδια, καδένες και ζώνες, δίσκους και πολυκέρια – τέχνη ζηλευτή, που πρόκοψε σε Συρράκο και Καλαρρύτες, με φημισμένους τεχνίτες ως τα πέρατα του ρωμαίικου. Ήταν άλλο πράμα το τί καμάρωνες από ομορφιά και στολίδια στα παλιά παμηγύρια, καταπώς μολογούν οι γερόντοι. Γιατί ύστερα, λέει, πέρασε ο πάτερ Κοσμάς και το στόλισμα, είπε, που κάνει τον άνθρωπο ξεχωριστό δεν είναι από χρυσάφι, παρά από την ψυχή την καλή και την αγάπη στο θεό και το γένος … Είπε πολλά, πολλή ώρα κι άμα τέλειωσε όλες οι γυναίκες πέρασαν μπροστά του μία μία κι έριχναν σ’ ένα κανίστρι μέσα τα τζοβαϊρικά τους. Και μ’ αυτά χτίστηκε στο Συρράκο ένα μεγάλο σχολειό.

Μ’ όλα τα καλά τους και με τα πλούτια τους, άμα ακούστηκε οπόυ το γένος ετοιμαζόταν για ξεσηκωμό, δεν είπαν να κάτσουν ήσυχοι. Παρά ετοιμάστηκαν κι αυτοί στα κρυφά κι η μέρα ορίστηκε για τις 23 του Θερτή κι ας είναι μιλιούνια κάτω στα Γιάννενα τα λεφούσια του Χουρσίτ-πασά. Μόνο, για να τον κοιμίσουν, όταν τους ζήτησε ρεέμια δώδεκα διαλεγμένους, από τους πρόκριτους, δεν είπαν όχι. Τους έστειλαν κι ας ήξεραν πως πάνε για μακελειό. Ας σκοτωθούμε εμείς, είπαν μονάχοι τους, φτάνει να πετύχει ο αγώνας και να βρει λευτεριά η πατρίδα. Στις 23 ήταν που ακούστηκε το ντουφέκι, στις 24 σφάχτηκαν τα ρεέμια. …

Το Συρράκο τό ‘γδυσαν και το ‘καψαν τα λεφούσια κι οι χωριανοί σκόρπισαν με λίγο στάρι βρασμένο στον ντουρβά τους κι έφυγαν να σωθούν στα Τζουμέρκα, καταπώς το ‘χε προφητέψει ο πάτερ Κοσμάς ή σ’ άλλα βουνά, βορινά. Εφτά χρόνια βάστηξε η προσφυγιά τους κι η πείνα τους. Ώσπου γύρισαν πάλι, στα 1828. … Αλλά Συρράκο πια δεν υπήρχε. Τα παλιά καλά τους ήταν σαν όνειρο αγύριστο. Έπρεπε να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους απαρχής, ν’ αρχίσουν τη ζωή τους από το τίποτε. Με τα πρόβατα.

Σιγά σιγά, στα είκοσο πέντε χρόνια απάνω, όλοι είχαν βολευτεί κι η ζωή τους είχε πάρει να στρώνει. Τότε ήταν που ξέσπασε το μεγάλο κίνημα του ’54 σε Θεσσαλία και Ήπειρο. Μεγάλες ώρες για το χωριό, δύσκολη η απόφαση. Η καρδιά τους δεν το ‘λεγε να μην πάρουν κι αυτοί τα ντουφέκια, αντάμα με τους άλλους αλύτρωτους. Αλλά πάλι το μακελειό του ’21 ήταν ακόμα κοντινό και τους μούδιαζε. Βρήκαν ωστόσο τον τρόπο να βοηθάνε τ’ αντάρτικα, δίχως να βγει τ’ όνομα του Συρράκου. Κι όταν η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και στα χωριά απάνω ξεχύθηκαν οι αρβανίτες κλέβοντας και σκοτώνοντας, το Συρράκο τη γλίτωσε. …

Γλυτώνοντας τούτη τη συμφορά, το χωρίο μπόρεσε να προκόψει περσότερο και ν’ αυγατίσει το βιος του, να δει πάλι σιγά σιγά τους καλούς καιρούς. Είχαν γίνει τώρα ως τρισήμισι χιλιάδες ψυχές, χωρισμένοι σε δυο τάξεις, τους τσελιγκάδες και τους καποτάδες. Στους πρώτους δεν περιλαμβάνονταν μόνο οι πλούσιοι κτηνοτρόφοι, παρ΄ακαι όλοι όσοι ζούσαν από τα πρόβατα, βοσκοί, τυροκόμοι, βαλμάδες, οι άνθρωποι του βουνού. Στους καποτάδες πάλι δεν ήταν μόνο οι ραφτάδες, παρά κι οι έμποροι, οι δάσκαλοι, οι τεχνίτες, όσοι είχαν δουλειές καθιστικές.



Απ’ το ’54, που το κίνημα πνίγηκε στο αίμα, ο πόθος δεν τους απόλειψε για τη λευτεριά κι όλο κρυφές σύναξες γίνονταν κι όλο ακούγονταν κάθε τόσο κανένας ξεσηκωμός, έτσι, για να ξυπνάνε τα αίματα και να υπάρχουν πάντοτε αρματωμένοι έτοιμοι για όταν χρειαστεί. Στα ’78, σαν άρχισε το Συνέδριο του Βερολίνου, οι ελπίδες αναφτερώθηκαν. Τα κινήματα έπρεπε να δίνουν και να παίρνουν, να τα μαθαίνει έξω η Φραγκιά και να ζυγιάζει τη γνώμη της, να μην αφήνει την Ήπειρο στη σκλαβιά. Κρυφά κρυφά στήνονταν κομιτάτα κι έφερναν μπαρούτες και ντουφέκια απ’ το ελληνικό και σ’ όλο το σύνορο με Θεσσαλία και Άρτα ετοιμάζονταν πάλι για ξεσηκωμό. Τα ραχόπλαγα είχαν γεμίσει αντάρτες κι από τις δυο μεριές. Οι αρματωμένοι περνούσαν το σύνορο και πολλοί αξιωματικοί παρατούσαν το στρατό, για να ‘ναι τα χέρια τους λεύτερα κι έρχονταν στους αλύτρωτους κι έστρωναν κοινά σχέδια για την υπόθεση.


[i] Μιχάλη Περάνθη, «ο Τσέλιγκας» [μυθιστορηματική βιογραφία του Κρυστάλη], Εστία 1982